Η έναρξη του νέου κύκλου στεγαστικής πολιτικής μέσω των προγραμμάτων «Σπίτι μου 2» και επιδότησης ενοικίου φαίνεται πως επιφέρει αξιοσημείωτες μεταβολές στην ελληνική κτηματαγορά, οι οποίες γίνονται ήδη αισθητές από τις αρχές του 2025. Η σημαντική ενίσχυση της ζήτησης που προκλήθηκε από τις παρεμβάσεις αυτές, σε συνδυασμό με τη διαχρονικά περιορισμένη προσφορά κατοικιών, επιδρά άμεσα στην αύξηση των ζητούμενων τιμών πώλησης και ενοικίασης.

Η ανοδική αυτή τάση καταγράφεται σε όλο το φάσμα της επικράτειας, με ιδιαίτερη ένταση στα μεγάλα αστικά κέντρα και τις υψηλής ζήτησης τουριστικές περιοχές. Η συνολική εικόνα αποτυπώνει μια ενισχυμένη αγορά, στην οποία η κρατική στήριξη φαίνεται να λειτουργεί ως επιταχυντής ήδη υπαρχουσών πιέσεων, με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι τιμές τόσο στην ιδιοκτησία όσο και στη μίσθωση.

Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα με τίτλο «Βαρόμετρο της Αγοράς Ακινήτων – Τι περιμένουν οι Έλληνες», η πλειονότητα των πολιτών εμφανίζεται επαρκώς ενημερωμένη για το νέο πρόγραμμα «Σπίτι μου 2». Συγκεκριμένα, ποσοστό 71% δήλωσε ότι γνωρίζει τουλάχιστον σε βασικό επίπεδο τις προϋποθέσεις και τις παραμέτρους του προγράμματος. Μεταξύ των δυνητικών αγοραστών, το ποσοστό ενημέρωσης αγγίζει το 78%, ενώ στους επαγγελματίες του κλάδου φτάνει το 84%. Αξιοσημείωτο είναι ότι και οι ιδιοκτήτες που επιδιώκουν να πουλήσουν ακίνητο, εμφανίζονται ενήμεροι σε ποσοστό 73%, γεγονός που υποδηλώνει πως η παρέμβαση αυτή επηρεάζει την αντίληψη και τις στρατηγικές όλων των εμπλεκόμενων μερών.

Τι πιστεύουν για το «Σπίτι μου 2»

Ακίνητα

Το πιο ενδιαφέρον εύρημα της έρευνας αφορά την αντίληψη για τις επιπτώσεις του προγράμματος στην αγορά. Από όσους δήλωσαν ότι έχουν γνώση του «Σπίτι μου 2», το 75% θεωρεί ότι το μέτρο συνέβαλε σε αυξήσεις των τιμών πώλησης, με το 35% να υπολογίζει άνοδο έως 10% και το 40% να εκτιμά ότι η αύξηση ξεπέρασε το 10%. Αντίστοιχα, το 78% πιστεύει ότι τα ενοίκια ακολούθησαν επίσης ανοδική πορεία ως συνέπεια του προγράμματος: 37% βλέπει αύξηση έως 10%, ενώ 41% διαπιστώνει αύξηση πέραν του 10%.

Η εικόνα αυτή ενισχύεται και από τις πρώτες εκτιμήσεις σχετικά με τις επιδράσεις της επιδότησης ενοικίου. Αν και η εν λόγω παρέμβαση έχει στόχο την κοινωνική ανακούφιση των πιο ευάλωτων νοικοκυριών, το 55% των πολιτών εκτιμά ότι τελικά ενδέχεται να λειτουργήσει αντίστροφα, ενθαρρύνοντας περαιτέρω αύξηση των τιμών. Μάλιστα, ένα μικρό αλλά υπαρκτό ποσοστό (4%) πιστεύει πως η ενίσχυση στους ενοικιαστές θα ενσωματωθεί από τους ιδιοκτήτες στα ζητούμενα ενοίκια, περιορίζοντας ή και αναιρώντας την ουσιαστική ωφέλεια του μέτρου.

Αντιθέτως, το 37% εκφράζει την άποψη ότι τα ενοίκια δεν θα επηρεαστούν από την επιδότηση, ενώ ένα ικανοποιητικό ποσοστό (20%) αισιοδοξεί ότι το μέτρο θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση των τιμών, υπό την προϋπόθεση ότι θα συνοδευτεί από συμπληρωματικά μέτρα ρύθμισης της αγοράς.

Είναι σημαντικό να σημειωθεί πως η Τράπεζα της Ελλάδος, σε πρόσφατη έκθεσή της, υπογραμμίζει ότι το πρόβλημα του κόστους στέγασης είναι πολυδιάστατο και δεν μπορεί να αποδοθεί σε μία μόνο αιτία. Η εντεινόμενη ζήτηση, οι αλλαγές στη χρηματοδότηση, η είσοδος ξένων επενδυτών, η βραχυχρόνια μίσθωση και η υστέρηση στην παραγωγή νέων κατοικιών, συνθέτουν ένα περιβάλλον υψηλών πιέσεων που εντείνεται περαιτέρω από την κρατική παρέμβαση, όσο αυτή δεν συνοδεύεται από πολιτικές ενίσχυσης της προσφοράς.

Η νέα στεγαστική πολιτική κινείται με σκοπό τη βελτίωση της προσβασιμότητας στη στέγη, ιδιαίτερα για τα νεότερα και οικονομικά ευάλωτα νοικοκυριά. Ωστόσο, τα πρώτα δεδομένα υποδεικνύουν πως, χωρίς συνοδευτικά μέτρα ελέγχου του κόστους και τόνωσης της προσφοράς, η αυξημένη ρευστότητα στην αγορά ενδέχεται να μεταφράζεται τελικά σε περαιτέρω αυξήσεις τιμών. Πρόκειται για μια κλασική περίπτωση όπου η καλοπροαίρετη παρέμβαση του κράτους μπορεί, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, να οδηγήσει σε παρενέργειες που επιτείνουν το πρόβλημα αντί να το αμβλύνουν.