Το 2025 ξεκίνησε με σταθερή και σημαντική αύξηση στις τιμές των ακινήτων, σε συνέχεια μιας διαρκούς ανοδικής πορείας που διαρκεί πλέον πάνω από επτά χρόνια. Το πρόγραμμα «Σπίτι μου ΙΙ» συνεχίζει με έντονους ρυθμούς την υλοποίησή του, προσφέροντας στήριξη κυρίως σε νοικοκυριά με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, τα οποία αποτελούν και τους βασικούς ωφελούμενους. Ωστόσο, παρά την αυξημένη ζήτηση και την καλή ανταπόκριση των πολιτών, η στεγαστική αγορά εξακολουθεί να βρίσκεται υπό πίεση, με σοβαρά προβλήματα που δυσχεραίνουν την πρόσβαση στην ιδιοκατοίκηση για μεγάλο μέρος του πληθυσμού.
Ένα από τα βασικά προβλήματα που παραμένει άλυτο είναι η σημαντική έλλειψη διαθέσιμων κατοικιών στην αγορά. Τα προγράμματα στήριξης, όπως το «Σπίτι μου ΙΙ», ενώ αυξάνουν τον αριθμό των υποψήφιων αγοραστών, δεν συνοδεύονται από επαρκή αύξηση της προσφοράς κατοικιών. Η ζήτηση επομένως υπερβαίνει κατά πολύ την προσφορά, με αποτέλεσμα την εκτόξευση των τιμών, η οποία γίνεται όλο και πιο δυσβάστακτη, ιδιαίτερα για τα νοικοκυριά με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δόθηκαν από το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, μέχρι στιγμής έχουν ενεργοποιηθεί 7.141 δάνεια συνολικού ύψους 857 εκατ. ευρώ. Το μέσο ποσό δανείου ανέρχεται στις 120.080 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι έχει απορροφηθεί ήδη το 44,59% των συνολικών δημόσιων ευρωπαϊκών πόρων, οι οποίοι ανέρχονται στο 1 δισεκατομμύριο ευρώ. Ο Αναπληρωτής Υπουργός Νίκος Παπαθανάσης εξέφρασε την ικανοποίησή του για την πορεία του προγράμματος, εκτιμώντας πως η ολοκλήρωσή του ενδέχεται να γίνει και πριν τον Νοέμβριο, δηλαδή αρκετά νωρίτερα από την καταληκτική ημερομηνία που έχει οριστεί από το πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης, λόγω της αυξημένης ζήτησης.
Αναφορικά με τους δικαιούχους, το πρόγραμμα καλύπτει κυρίως τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες και τη μεσαία τάξη. Πάνω από το 57% των υπαχθέντων δηλώνουν ετήσιο εισόδημα έως 24.000 ευρώ, ενώ το 30% περίπου έχει εισόδημα άνω των 24.000 ευρώ. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτο είναι ότι, σε αντίθεση με το αρχικό πρόγραμμα «Σπίτι μου Ι», το «Σπίτι μου ΙΙ» έχει διευρύνει τα ηλικιακά όρια συμμετοχής, δίνοντας τη δυνατότητα σε μεσήλικες πολίτες ηλικίας 40 έως 45 ετών να υπαχθούν – ποσοστό που αγγίζει το 23,26%.
Η μέση εμπορική αξία των ακινήτων που αγοράστηκαν μέσω του προγράμματος είναι περίπου 150.000 ευρώ, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό, 28,18%, αφορά δάνεια από 150.000 έως 190.000 ευρώ. Από πλευράς γεωγραφικής κατανομής, τα περισσότερα δάνεια χορηγήθηκαν στην Αττική (2.672), την Κεντρική Μακεδονία (1.696), την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη (544), τη Θεσσαλία (505) και άλλες περιοχές της χώρας.

Παρά την προφανή συμβολή του προγράμματος στην ανακούφιση πολλών νοικοκυριών, η συνολική εικόνα της αγοράς ακινήτων παραμένει ανησυχητική. Η συνεχιζόμενη έλλειψη κατοικιών δημιουργεί έντονη πίεση στην αγορά, με αποτέλεσμα οι τιμές να ανεβαίνουν με ρυθμούς που δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο την πρόσβαση στη στέγη. Σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το πρώτο τρίμηνο του 2025 καταγράφηκε ετήσια αύξηση 6,8% στις τιμές των διαμερισμάτων συνολικά, με τα νέα διαμερίσματα να σημειώνουν αύξηση 8% και τα παλαιότερα 6%.
Αναλυτικά, οι γεωγραφικές διαφοροποιήσεις ήταν σημαντικές: στην Αθήνα οι τιμές αυξήθηκαν κατά 5,5%, στη Θεσσαλονίκη κατά 10%, στις άλλες μεγάλες πόλεις κατά 7,3% και στις λοιπές περιοχές της χώρας κατά 8%. Για το σύνολο του 2024, οι αντίστοιχες αυξήσεις ήταν ακόμη μεγαλύτερες, με 8,4% στην Αθήνα, 11,4% στη Θεσσαλονίκη, 7,4% στις άλλες μεγάλες πόλεις και 10,7% στις υπόλοιπες περιοχές.
Η μέση ετήσια αύξηση των τιμών διαμερισμάτων στις αστικές περιοχές της χώρας ανήλθε στο 8,6% για το 2024, ενώ το πρώτο τρίμηνο του 2025 η άνοδος διαμορφώθηκε στο 6,2% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους.
Το «Σπίτι μου ΙΙ» αποτελεί αναμφίβολα ένα σημαντικό εργαλείο στήριξης για τα πιο ευάλωτα και μεσαία στρώματα, όμως χωρίς συνολική αναβάθμιση της προσφοράς κατοικιών, τα προβλήματα της αγοράς δεν πρόκειται να αμβλυνθούν ουσιαστικά. Η αυξημένη ζήτηση που προκαλούν τα προγράμματα στήριξης λειτουργεί, αντίθετα, ως μοχλός περαιτέρω ανόδου των τιμών, δυσκολεύοντας την αγορά για όλους. Για να υπάρξει πραγματική βελτίωση, απαιτείται ένα ολοκληρωμένο σχέδιο που θα ενισχύει παράλληλα την κατασκευή νέων κατοικιών και την αναβάθμιση της υφιστάμενης προσφοράς, ώστε να επιτευχθεί ισορροπία ανάμεσα σε ζήτηση και προσφορά.