Τα ζώα και τα φυτά που μεταφέρονται στην Ευρώπη από άλλα μέρη του κόσμου συνιστούν πολύ μεγαλύτερη απειλή για την υγεία και το περιβάλλον απ’ ότι νομίζαμε μέχρι σήμερα, ενώ προκαλούν τεράστια οικονομική ζημιά.

Ειδικότερα, σύμφωνα με μελέτη της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Περιβάλλοντος, στην Ευρώπη κατάφεραν να επικρατήσουν πάνω από 10.000 ξενικά είδη, από ασιατικά κουνούπια τίγρεις μέχρι αγριόχορτα της βορείου Αμερικής, με τα 1.500 εξ αυτών να χαρακτηρίζονται επικίνδυνα.

Όπως επισημαίνεται στη μελέτη, τα είδη που εισήχθησαν στην Ευρώπη και κατάφεραν να ευδοκιμήσουν, μεταξύ των οποίων παπαγάλοι από την Αφρική και υάκινθος νερού από τον Αμαζόνιο, υπολογίζεται ότι κοστίζουν στους Ευρωπαίους 12 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως.

Ωστόσο, όπως εξήγησε ο επικεφαλής της μελέτης, Δρ. Piero Genovesi, στην πραγματικότητα το κόστος των ξενικών ειδών πρέπει να είναι πολύ μεγαλύτερο, αφού στη μελέτη δεν ελήφθησαν υπόψη όλα τα ξενικά είδη, όπως για παράδειγμα τα τροπικά φύκια – δολοφόνοι που έφτασαν στη Μεσόγειο.

Σύμφωνα με τον Δρ. Genovesi το πρόβλημα, που δεν περιορίζεται στην Ευρώπη αλλά είναι παγκόσμιο, έλαβε εκρηκτικές διαστάσεις τα τελευταία 100 χρόνια.

Σε ανακοίνωσή της η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Περιβάλλοντος τόνισε ότι τα ξενικά είδη θέτουν πολύ μεγαλύτερη απειλή για τη βιοποικιλότητα, την υγεία και την οικονομία απ’ ότι νομίζαμε μέχρι σήμερα.

Σε αυτό το πλαίσιο απηύθυνε έκκληση για τη λήψη μέτρων με στόχο την αποτροπή της διείσδυσης ξενικών ειδών αλλά και τον διαχωρισμό των «καλών» από τα κακά.

Κάποια ξενικά είδη, όπως οι πατάτες της Νοτίου Αμερικής, έχουν μεγάλα οφέλη και αποφέρουν μεγάλα κέρδη.

Σε γενικές γραμμές ωστόσο οι ξένοι εισβολείς επικρατούν της τοπικής χλωρίδας και πανίδας, καταστρέφοντας το περιβάλλον και προκαλώντας προβλήματα υγείας.

Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το ασιατικό κουνούπι τίγρης μετέφερε τον δάγκειο πυρετό στην Ιταλία το 2007, ενώ ευθύνεται για το ξέσπασμα μιας άλλης επιδημίας την ίδια χρονιά.

Η μελέτη διεξήχθη για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Περιβάλλοντος από το Ιταλικό Ινστιτούτο Περιβαλλοντικής Προστασίας και Έρευνας.

Πηγή: econews.gr