Μετά από 26 χρόνια στο θέατρο κι έχοντας διανύσει μία δημιουργική διαδρομή με σημαντικούς σκηνοθέτες, Έλληνες και ξένους, ο Δημήτρης Παπανικολάου είπε το μεγάλο «ναι» στην τηλεόραση. Έτσι, φέτος τον βλέπουμε για πρώτη φορά στη μικρή οθόνη στον «Άγιο Έρωτα» να ενσαρκώνει έναν από τους πιο κακούς χαρακτήρες που έχουν περάσει ποτέ από την τηλεόραση, τον Παύλο Μαρκόπουλο.
Όσοι γνωρίζουν τον Δημήτρη Παπανικολάου μέσα από το θέατρο, δεν αποτέλεσε έκπληξη ότι το τηλεοπτικό του ντεμπούτο στέφθηκε με μεγάλη επιτυχία, ούτε το πώς μπορεί να μεταμορφωθεί σε έναν τόσο σκοτεινό και υποχθόνιο, χειριστικό χαρακτήρα που κινεί τα νήματα ενός ολόκληρου χωριού, όπως ο Μαρκόπουλος. Γιατί και αυτό έχει την εξήγησή του, αφού όπως και ο ίδιος λέει στη συνέντευξη που παραχώρησε στο Newsbeast, η μαθητεία του δίπλα στον Στάθη Λιβαθινό, τον έμαθε να παίζει μία παράσταση και όχι έναν ρόλο.
Το θέατρο είναι για εκείνον αναπόσπαστο κομμάτι και από τις 16 Μαΐου τον συναντάμε στην παράσταση «Tiny Beautiful Things», στο θέατρο Παλλάς στο πλευρό με τη Νία Βαρντάλος. Με αφορμή το ανέβασμα της παράστασης, μιλήσαμε με τον Δημήτρη Παπανικολάου για το ίδιο το έργο που έφερε στην Ελλάδα η Νία Βαρντάλος, για τη δική του θεατρική πορεία, για τον «Άγιο Έρωτα», αλλά και για πολλά ακόμα, έχοντας έτσι την ευκαιρία να τον γνωρίσουμε καλύτερα.

– Πώς προέκυψε η συνεργασία με τη Νία Βαρντάλος;
Θα έλεγα, όπως συμβαίνει σε αντίστοιχες περιπτώσεις, πόσο μάλλον όταν ο δημιουργός βρίσκεται σε άλλη ήπειρο. Ο παραγωγός του Παλλάς, κ. Γιάννης Κεντ, που με γνώριζε και από το θέατρο, έστειλε υλικό και η επιλογή ήταν καθαρά δική της. Κατόπιν, ξεκινήσαμε δειλά δειλά κάποιες διαδικτυακές συναντήσεις.
– Έχεις δει τις ταινίες της «Γάμος αλά ελληνικά»;
Ναι. Θυμάμαι πιο έντονα την πρώτη ταινία που, ενώ είναι κωμωδία, μεταφέρει και μια συγκίνηση στους Έλληνες που την παρακολουθούν.
– Στην παράσταση «Tiny Beautiful Things» τι πρόκειται να δούμε;
Είναι από μόνη της μια απίστευτη ιστορία και ακριβώς έτσι αποτυπώνεται και στην παράσταση. Υπήρχε κάποιος κύριος, συγγραφέας, που διατηρούσε μια στήλη αλληλογραφίας σε ένα ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό. Αυτή η στήλη ήταν ανώνυμη και για τις δύο πλευρές. Ο κόσμος δηλαδή δεν γνώριζε την ταυτότητά του, καθώς υπέγραφε με το ψευδώνυμο «Sugar», όπως και οι επιστολογράφοι διατηρούσαν την ανωνυμία τους. Αυτός ο συγγραφέας θαύμαζε πολύ τη δουλειά της Cheryl Strayed, ήθελε να αποσυρθεί και της πρότεινε να αναλάβει τη στήλη. Ίσως γνώριζε κάποια πράγματα για εκείνη και πιθανολογούσε πως θα δεχτεί την πρότασή του. Όπως κι έγινε, παρότι ήταν ήδη πολύ γνωστή ως συγγραφέας. Αυτή, λοιπόν, είναι η βάση της ιστορίας, από εκεί ξεκινάνε όλα. Το βιβλίο «Tiny Beautiful Things» περιλαμβάνει σημαντικά κομμάτια αυτής της αλληλογραφίας.

– Τι είναι αυτό είναι που τράβηξε περισσότερο το ενδιαφέρον σου στο έργο;
Η Νία Βαρντάλος συνδέθηκε με το συγκεκριμένο βιβλίο και ζήτησε την άδεια από τη συγγραφέα να ασχοληθεί με αυτό. Κατόπιν επεξεργάστηκε τη διασκευή του, ώστε να το μεταφέρει στη σκηνή. Και νομίζω ότι είναι μια φωτισμένη διασκευή. Η Sugar συνομιλεί με αυτά τα πρόσωπα (τα οποία υποδύονται τρεις ηθοποιοί) σε έναν κοινό χώρο. Είναι αυτονόητο πως λόγω του πλήθους των χαρακτήρων, οι ηθοποιοί αλλάζουν ρόλους, φύλο, ηλικία. Αυτό που ονομάζω «ευφυές» στο εγχείρημά της -το οποίο έχει ανέβει κι έχει γνωρίσει τεράστια επιτυχία- είναι το να βλέπεις αυτό το πολυπρόσωπο έργο απολύτως αιτιολογημένα να μοιράζεται σε τέσσερις ηθοποιούς.
Αυτό που τράβηξε το ενδιαφέρον μου στο έργο είναι πως, όταν έγινε η αλλαγή της στήλης και πέρασε στα χέρια της Cheryl Strayed, γνώρισε μεγάλη άνθιση και αυτό συνέβη γιατί η ίδια άρχισε να απαντάει στις επιστολές των αναγνωστών με προσωπικά βιώματα. Είχε δηλαδή προσωπική εμπλοκή στις ιστορίες των ανθρώπων, διατηρώντας φυσικά πάντα την ανωνυμία της. Η πορεία φανέρωσε μικρά θαύματα μέσα σε αυτές τις συνομιλίες, με αποκορύφωμα αυτής της διαδρομής την αποκάλυψη του ονόματός της και το κλείσιμο της στήλης. Είναι μία πάρα πολύ δυνατή ιστορία.
– Το ελληνικό κοινό θα μπορέσει να συνδεθεί με ιστορίες Αμερικανών;
Νομίζω πως τα θέματά τους είναι πανανθρώπινα και αγγίζουν όλο τον κόσμο, σε όλες τις κοινωνίες. Η Νία Βαρντάλος που έχει κάνει τη θεατρική διασκευή, είναι πιο Ελληνίδα από εμένα.
– Μιλάει ελληνικά στην παράσταση;
Ναι, μιλάει ελληνικά και είναι μια ιδιαίτερη στιγμή και για την ίδια, γιατί πρώτη φορά παίζει στη γλώσσα των γονιών της. Τη γλώσσα δηλαδή που κατέληξε να είναι η δεύτερή της.

– Είναι κάτι διαφορετικό από όσα έχεις κάνει μέχρι τώρα στο θέατρο;
Ό,τι δοκιμάζω κάθε φορά νιώθω ότι είναι ξεχωριστό. Ακόμα και αν πρόκειται να επαναλάβουμε μια παράσταση που έχει παιχτεί ξανά στο παρελθόν. Έχει συμβεί και αυτό. Τουλάχιστον, αυτή είναι η οπτική μου, ότι πρέπει να το αντιμετωπίζεις ως κάτι ξεχωριστό. Η συγκεκριμένη παράσταση είναι και αντικειμενικά ξεχωριστή, δεν πρόκειται για ένα αμιγώς θεατρικό έργο. Είναι μια θεατρική διασκευή ενός βιβλίου. Ακόμα και το θέατρο που παίζουμε είναι ξεχωριστό. Το Παλλάς είναι ένα κόσμημα αυτής της πόλης.
– Έχεις ξαναπαίξει στο Παλλάς;
Όχι, ποτέ. Έχω παρακολουθήσει παραστάσεις, αλλά δεν έχω παίξει ο ίδιος. Είναι μια μαγική συνθήκη το Παλλάς, και μία πρόκληση να μπορέσεις να κάνεις συμμέτοχους τους θεατές σε έναν τόσο μεγάλο χώρο.
– Για να πεις «ναι» σε μία πρόταση, βάζεις κάποια κριτήρια;
Ναι, βέβαια. Νομίζω, αυτό το κάνουν όλοι οι ηθοποιοί. Βέβαια, δεν μπορείς πάντα να επιλέγεις. Πρέπει να είσαι πολύ τυχερός για να πεις: «Αυτό το καλοκαίρι έχω να επιλέξω ανάμεσα σε δύο έργα». Τις περισσότερες φορές τα πράγματα μας επιβάλλονται. Για αυτό και στη δική μου διαδρομή συνειδητά επαναλαμβάνονται κάποιες συνεργασίες στο θέατρο. Η μεγάλη αρχή και ο πρώτος σταθμός είναι ο Στάθης Λιβαθινός. Αργότερα, άρχισα να «ταξιδεύω» και σε παραστάσεις άλλων σκηνοθετών και από την Ελλάδα και από το εξωτερικό. Νιώθω ευλογημένος, γιατί τις περισσότερες φορές, βρέθηκα κοντά σε ανθρώπους που είχαμε μία κοινή αισθητική, όπως έλεγα και λίγο πριν, μία συγγένεια.

– Στο θέατρο, αν δεν υπάρχει χημεία μεταξύ των ηθοποιών, είναι δύσκολο;
Είναι αβάσταχτο. Γι’ αυτό πιστεύω ότι ίσως η πιο σημαντική ικανότητα ενός σκηνοθέτη είναι να δημιουργήσει τον πυρήνα μιας ομάδας. Γι’ αυτό και η προσωπική εμπειρία που με καθόρισε είναι το «θαύμα» της Πειραματικής Σκηνής. Πάντα συγκινούμαι, όταν λέω ότι τα άτομα που βρίσκονται στη διανομή του «Αγάπης αγώνας άγονος» είναι τα αδέλφια μου. Ο Δημήτρης Ήμελλος ήταν, είναι και θα είναι η ψυχή αυτής της ομάδας.
– Η διαδρομή που έχεις διανύσει μέχρι τώρα είναι όπως την είχες φανταστεί πριν από 26 χρόνια που ξεκίνησες;
Νομίζω πως ποτέ δεν είχα φανταστεί τόση ομορφιά. Στην αρχή είχα την αγωνία ότι μπορεί να μην τα καταφέρω. Ή ότι κάποια στιγμή μπορεί να σταματήσω. Παρ’ όλα αυτά, το μόνο που ήθελα και μου έδινε δύναμη ήταν να παίζω. Έπαιζα από μικρή ηλικία, όχι στο σχολείο, αλλά σε μια παιδική κατασκήνωση, και μετά ανέλαβα τα προγράμματα ψυχαγωγίας, έπαιζα και σκηνοθετούσα κωμικά σκετσάκια. Έτσι ξεκίνησα, οπότε δεν μπορούσα να φανταστώ τι θα ακολουθήσει. Μπορώ να πω ότι μεγαλώνοντας εξακολουθούσα να μη θέλω να ξέρω. Είναι ένα στοιχείο της ιδιοσυγκρασίας μου που έδεσε απόλυτα με τον τρόπο του Στάθη Λιβαθινού. Ξεκινώντας σε αυτή την ομάδα, μάθαμε να παίζουμε μία παράσταση και όχι έναν ρόλο. Φυσικά, ο τρόπος του ερχόταν αντιστοίχως από τις δικές του σπουδές. Μία κουλτούρα που είχε ως μοντέλο θιάσους ρεπερτορίου. Ο ηθοποιός που τη μία χρονιά έπαιζε έναν μικρό ρόλο υπηρέτη, την επόμενη χρονιά ή ακόμα και την επόμενη εβδομάδα μπορεί να έπαιζε τον βασιλιά Ληρ. Δεν κάνω όνειρα για συγκεκριμένους ρόλους. Γι’ αυτό όταν με ρωτούν, απαντάω με το όνομα ενός ρόλου που πραγματικά αγαπώ, κυρίως για να αποφύγω την ερώτηση: από πολύ νεαρή ηλικία το μυαλό μου είχε κολλήσει στον Μαλβόλιο από τη «Δωδέκατη Νύχτα». Τώρα, πια, το ζω όλο αυτό μέρα με τη μέρα. Αλήθεια, είχα περισσότερη αγωνία στην αρχή. Ήταν και δύσκολο το ξεκίνημα, δεν ήθελε ο πατέρας μου, μαλώσαμε, σπούδασα κάτι άλλο, άλλα πάντα ήθελα να κάνω θέατρο.
– Μετά το σχολείο πήγες για σπουδές στη Γαλλία και μετά σπούδασες μάγειρας. Αυτό πώς προέκυψε;
Αυτό προέκυψε πολύ αργότερα. Είχα ήδη ξεκινήσει να παίζω χρόνια στο θέατρο. Πάντα αγαπούσα τη μαγειρική, πήγα σε μια πολύ καλή σχολή στο Παρίσι και δούλεψα σε εστιατόρια υψηλής γαστρονομίας.

– Σου άρεσε από μικρός η μαγειρική;
Μαγείρευα πάρα πολύ. Από μικρός χάζευα τη μητέρα μου που μαγείρευε, τη γιαγιά μου.
– Δεν είχες αυτό το αποτρεπτικό «τα αγόρια δεν μαγειρεύουν».
Όχι ποτέ, μαγείρευα ασταμάτητα.
– Ωστόσο, πήρε 26 χρόνια για να σε δούμε στην τηλεόραση. Αυτό ήταν επιλογή σου;
Στην αρχή, ήταν καθαρά επιλογή, όχι γιατί δεν ήθελα να κάνω τηλεόραση. Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι για πολλά χρόνια δεν είχα τηλεόραση και δεν είχα μια καθαρή εικόνα για το τι σημαίνει «ελληνική σειρά», δεν το ήξερα πραγματικά. Ο λόγος αυτής της επιλογής ήταν ότι δεν ήθελα να «ενοχλήσω» τις πρόβες μου στο θέατρο, όπως κάνει ένας καλός μαθητής. Και αυτό δεν το λέω για καλό. Αυτό μου δημιούργησε μια εμμονή με το θέατρο, είχαμε και πολλή δουλειά τα πρώτα χρόνια και άρχισα να αρνούμαι προτάσεις, γιατί δεν μπορούσα να λείψω από την πρόβα. Αργότερα, αυτό έγινε απόλυτα συνειδητό όταν έγινα πατέρας. Δεν υπήρχε περίπτωση, στον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο που είχα να προσθέσω και κάτι άλλο. Όμως τα τελευταία τρία χρόνια με πολιορκούσε η ιδέα, είχα κάποιες καλές προτάσεις, μεγάλωσαν και οι κόρες μου. Και έτσι ήρθε η πρόταση από τον παραγωγό της σειράς «Άγιος Έρωτας», Διονύση Παναγιωτάκη. Η δέσμευσή του ως προς την ποιότητα της σειράς αλλά και η συζήτησή μας γενικότερα «έκαμψαν» τον αρχικό δισταγμό που είχα. Στην πορεία, μπορώ να πω με το χέρι στην καρδιά πως δεν έγινε καμία έκπτωση σε αυτές τις δεσμεύσεις. Ο «Άγιος Έρωτας» είναι μια σειρά προσεγμένη σε όλα τα επίπεδα: από τη διανομή των ηθοποιών, την ομάδα των σκηνοθετών, τους διευθυντές φωτογραφίας, μέχρι το κομμάτι της παραγωγής. Οι άνθρωποι αυτής της σειράς σε κάνουν να νιώθεις ασφάλεια.

– Για εσένα που δεν είχες εμπειρία με τους τηλεοπτικούς χρόνους, ήταν πιο δύσκολο;
Ναι, στην αρχή και οι γύρω μου είχαν μεγάλη αγωνία για το τι θα μου συμβεί. Η αλήθεια είναι ότι ήταν σαν να με έριξαν στα λιοντάρια, γιατί είναι ένας ρόλος που έχει πολύ υλικό, πάρα πολλές ώρες γύρισμα κι έπρεπε να αντεπεξέλθω σε κάτι που μου ήταν πολύ πολύ δύσκολο και πρωτόγνωρο. Πήγε βήμα βήμα. Με βοήθησαν πολύ οι άνθρωποι, προσπάθησα κι εγώ (γέλια).
– Όταν είδες ότι σου προτείνουν έναν ρόλο, πολύ κακό, ήταν πρόκληση για εσένα;
Αυτό ήταν το άλλο κομμάτι που τράβηξε το ενδιαφέρον μου. Όταν διάβασα το σενάριο. Είναι ένα στοίχημα για εμένα αυτός ο ρόλος. Ο Παύλος Μαρκόπουλος είναι ένας χαρακτήρας αρνητικός. Αυτό που μου αρέσει να λέω πάντα στους μαθητές μου είναι πως οι αρνητικοί χαρακτήρες βρίσκονται εκεί για να φωτίσουν τους θετικούς. Επίσης, είναι ένας χαρακτήρας με τεράστιο ενδιαφέρον, συνδέεται με όλα τα πρόσωπα και μάλιστα πολλές φορές με «χαμαιλεοντισμό». Οπότε υποκριτικά έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Η άλλη μεγάλη πρόκληση είναι η προσωπική μου μαθητεία στο τεχνικό κομμάτι του γυρίσματος. Είναι ένα μεγάλο σχολείο.
– Οπότε μετά από αυτή την εμπειρία, αν σου έρθει άλλη πρόταση, θα την επαναλάβεις; Θα σε ξαναδούμε σε άλλη σειρά;
Ναι, οπωσδήποτε. Πέρα από την εμπειρία, με έμαθε πάρα πολλά η συμμετοχή μου στη σειρά.

– Δεν ήταν, όμως, παρεξηγημένη η τηλεόραση από εσάς τους ηθοποιούς του θεάτρου, μέχρι πριν λίγα χρόνια;
Δεν τους διαχωρίζω τους ηθοποιούς. Είναι τόσοι αγαπημένοι ηθοποιοί που έκαναν τηλεόραση πριν 30-40 χρόνια. Εγώ ως μαθητής έτυχε να πάω στο θέατρο να δω υπέροχους ηθοποιούς, επειδή τους έβλεπα στην τηλεόραση. Δεν γνώριζα την ιστορία τους. Και ηθοποιούς που δεν μπόρεσα ποτέ να τους δω στο θέατρο τους είδα στην τηλεόραση. Όχι μόνο σε αρχειακό υλικό παραστάσεων αλλά και σε τηλεοπτικές σειρές. Ποτέ δεν θα ξεχάσω τον σπουδαίο Βασίλη Διαμαντόπουλο στο «Εκμέκ παγωτό» ή τον υπέροχο Γιώργο Μοσχίδη στη σειρά «Η αγάπη άργησε μια μέρα».
– Πάντως, ο Μαρκόπουλος είναι ένας από τους πιο κακούς τηλεοπτικούς χαρακτήρες, ever. Και μέσα από αυτή τη σειρά σε γνώρισε κι ένα μεγαλύτερο κοινό. Εμείς σε γνωρίζαμε μέσα από το θέατρο, αλλά ο κόσμος που δεν σε έχει δει από κοντά, που ζει στην επαρχία, σε γνώρισε τώρα μέσα από τον ρόλο αυτό.
Εκεί εντοπίζω και τη ρομαντική πλευρά της τηλεόρασης. Οι συγγενείς μου βρίσκονται στην Αμοργό, έναν σκληρό τόπο, εννοώ όταν περνάει το κύμα το τουριστικό και τον χειμώνα καταλαβαίνεις τι μπορεί να σημαίνει η συντροφιά της τηλεόρασης. Το νιώθω αυτό πολύ έντονα όταν μιλάω με τους συγγενείς μου στο νησί. Μια καλή σειρά τούς αφηγείται μια ιστορία.
– Στον δρόμο σε αναγνωρίζουν πλέον, είμαι σίγουρη. Πώς είναι αυτό; Πώς νιώθεις; Γιατί ο κόσμος που σε ήξερε από το θέατρο, φαντάζομαι, δεν θα σε σταματούσε στον δρόμο να σου μιλήσει, ακόμα και αν σε αναγνώριζαν.
Όταν με πλησίαζαν άνθρωποι, επειδή με αναγνώριζαν από μία παράσταση που είχαν δει, ήταν για εμένα ακραία σημαντικό. Αυτές οι στιγμές είναι χαραγμένες στη μνήμη μου. Η αναγνώριση δηλαδή από το θέατρο. Αυτό που συμβαίνει τον τελευταίο καιρό είναι διαφορετικό. Δεν μπορούσα να το φανταστώ, δεν μπορούσα να το προβλέψω. Από παιδί έχω μια φυσική συστολή όταν περπατάω στον δρόμο, είμαι σε έναν πιο δικό μου κόσμο. Ακόμα και όταν βλέπω ξαφνικά έναν γνωστό μου στον δρόμο, μου παίρνει χρόνο για να καταλάβω ποιος είναι. Για να είμαι ειλικρινής, πριν λίγες ημέρες, για πρώτη φορά είπα στους δικούς μου ανθρώπους ότι λίγο «στριμώχνομαι». Καλώς ή κακώς δεν μπορώ να είμαι πια τελείως ελεύθερος στη βόλτα μου. Είναι πολύ μεγάλη η δύναμη της υψηλής τηλεθέασης. Όπως και να ‘χει, μένει μόνο το θετικό πρόσημο. Ακούω τόσο υπέροχα, συγκινητικά και διαφορετικά πράγματα από τον κόσμο.

– Ένιωσες να σε πιάνει ένα είδος αγοραφοβίας;
Ένας φόβος. Δεν μπορώ να τον ορίσω, όμως υπόσχομαι ότι θα το κάνω για να τον ξεπεράσω (γέλια).
– Επιστρέφοντας στην παράσταση: αν έγραφες ένα γράμμα στον νεότερο εαυτό σου, τι θα ήταν αυτό που θα του έλεγες;
Νομίζω ότι θα ήθελα να είμαι πιο ελεύθερος. Να τολμάω περισσότερο, να μη θέλω να είμαι προετοιμασμένος για τα πράγματα. Στη διαδικασία της πρόβας ήμουν πάντα πιο ελεύθερος απ’ ό,τι στη ζωή μου, δηλαδή έβρισκα ένα πεδίο ελεύθερης έκφρασης, αλλά ακόμα και εκεί θα έλεγα στον εαυτό μου να τολμήσει πιο ακραία.
Λίγα λόγια για την παράσταση
Το «Tiny Beautiful Τhings» είναι η θεατρική διασκευή που έχει πραγματοποιήσει στο δημοφιλές μυθιστόρημα της Cheryl Strayed, «Μικρά όμορφα πράγματα», μια συλλογή αληθινών επιστολών, που θα μπορούσε να είχε γράψει ο καθένας μας, στις οποίες η Strayed απαντά με αισιοδοξία και τρυφερότητα σε όλους όσοι αναζητούν καθοδήγηση για εμπόδια, μεγάλα και μικρά.
Η πολυτάλαντη Νία Βαρντάλος διασκεύασε το βιβλίο με φροντίδα και αγάπη. Το καθαρτικό αυτό δράμα έτυχε τόσης μεγάλης απήχησης, που στη συνέχεια δημιουργήθηκαν νέες παραγωγές σε θέατρα διαφορετικών χωρών και ηπείρων, και παίζεται αδιάλειπτα από τότε έως σήμερα.
Θεατρική Διασκευή: Nia Vardalos
Βασισμένο στο βιβλίο της Cheryl Strayed
Μετάφραση στα Ελληνικά: Σπύρος Κατσαγάνης
Σκηνοθεσία: Nia Vardalos, Σπύρος Κατσαγάνης
Πρωταγωνιστούν: Nia Vardalos, Δημήτρης Παπανικολάου, Δανάη Λουκάκη, Δημήτρης Κίτσος
Από τις 16 Μαΐου 2025 και για περιορισμένο κύκλο παραστάσεων
Θέατρο Παλλάς: Βουκουρεστίου 3-5, Αθήνα
Προπώληση εισιτηρίων: pallastheater.com | more.com | στα ταμεία του Θεάτρου
Ευχαριστούμε για τη φιλοξενία το Natu Restaurant, στον υπέροχο κήπο του Μουσείου Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας – Λεβίδου 13, Κηφισιά