«Ο Κουρέας της Σεβίλλης» του Τζ. Ροσίνι, από τις δημοφιλέστερες κωμικές όπερες, γίνεται 200 ετών και η Εθνική Λυρική συμμετέχει στους παγκόσμιους εορτασμούς αυτής της επετείου με μια νέα παραγωγή του αριστουργήματος του Ροσίνι στις 13 Φεβρουαρίου και για 10 παραστάσεις στο θέατρο Ολύμπια.

Η σκηνοθεσία είναι του ιταλού σκηνοθέτη Φραντσέσκο Μικέλι, καλλιτεχνικού διευθυντή του Ιταλικού Φεστιβάλ Όπερας της Ματσεράτας.

Το έργο ανεβαίνει δύο αιώνες μετά την επεισοδιακή πρεμιέρα στη Ρώμη το 1816 για την οποία ο Σταντάλ είχε γράψει χαρακτηριστικά ότι το κοινό «ενοχλημένο από τις κοινοτοπίες που βρίσκονται στην αρχή της β’ πράξης, σοκαρισμένο από την απόλυτη απουσία έκφρασης, υποχρέωσε την αυλαία να πέσει». Πολύ σύντομα όμως, στο τέλος του ίδιου έτους, η όπερα έφτασε στην Μπολόνια και τη Φλωρεντία, ενώ το 1818 παρουσιάστηκε στο Λονδίνο και το 1819 κατέκτησε και τη Νέα Υόρκη. Μέσα στο διάστημα των 200 ετών, ο Κουρέας της Σεβίλλης, έχει καταφέρει να καταγράφεται ως ίσως η δημοφιλέστερη κωμική όπερα όλων των εποχών και σίγουρα ως μια από τις πλέον απολαυστικές όλων.

Στην ΕΛΣ, «Ο Κουρέας της Σεβίλλης» παρουσιάστηκε για πρώτη φορά μέσα στην Κατοχή, το 1942, και από τότε έχει ανεβεί 37 φορές. Το έργο δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Η πνευματώδης, σβέλτη και ιδιαίτερα μελωδική μουσική ντύνει μια σειρά από κωμικές καταστάσεις, καθώς ο κουρέας Φίγκαρο βοηθά τον κόμη Αλμαβίβα να παντρευτεί την όμορφη Ροζίνα, η οποία κατοικεί με τον ηλικιωμένο προστάτη της δόκτορα Μπάρτολο, που την προορίζει για τον εαυτό του.

Ο κόσμος που περιγράφει ο «Κουρέας της Σεβίλλης» είναι ηδονιστικός, κυνικός, γεμάτος εγωπαθείς ανθρώπους, όπως ακριβώς το κοινωνικό εκείνο περιβάλλον στο οποίο έζησε ο Ροσίνι στην καθημερινότητα της νιότης του στην Ιταλία. Το χρήμα κινεί τα πάντα: ο Αλμαβίβα πληρώνει τους κανταδόρους, δωροδοκεί δύο φορές τον Ντον Μπαζίλιο και αμείβει γενναιόδωρα τον Φίγκαρο, ο οποίος εξηγεί πόσο καλύτερα λειτουργεί και μόνον στην ιδέα του χρυσού.

Στην παράσταση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής ο σκηνοθέτης Φραντσέσκο Μικέλι διαμόρφωσε την «Α’ Πράξη σαν το φανταστικό κόσμο, το όνειρο και την ελπίδα της νεαρής, γλυκιάς κοπέλας. Αίσθηση και όραμα έρχονται στο φως, συναντώντας την καρδιά της όμορφης. Αντίθετα, στη Β’ Πράξη επιστρέφουμε στον πραγματικό κόσμο, στον υλικό κόσμο και στην πραγματική απιστία». Μέσα από αυτή την αντίθεση «η Ροζίνα θα αποκαλυφθεί και θα γνωρίσουμε το βάθος των καταπιεσμένων και καλά κρυμμένων συναισθημάτων της».