To Renault Captur πρωτοεμφανίστηκε το 2013, έχοντας στενή «συγγένεια» με το Clio και στοχεύοντας στην κατηγορία B-SUV, που τότε ήταν στο ξεκίνημά της. Τα χρόνια πέρασαν, η αγορά στρέφεται όλο και περισσότερο στην κατηγορία SUV/Crossover και ειδικά ο ανταγωνισμός στα Β-SUV γιγαντώθηκε.

Κάπου εκεί (αρχές 2020) εμφανίζεται και το Captur 2ης γενιάς. Ανανεωμένο, μεγαλύτερο, ποιοτικότερο και πάντα στενά συνδεδεμένο με το Clio, δείχνει πολύ κοντά στον πρόγονό του (κυρίως λόγω των ομοιοτήτων εμφάνισης), αλλά τελικά είναι πολύ μπροστά, έτοιμο να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της πιο δύσκολης κλάσης στην κατηγορία.

Ένα τέτοιο Captur είναι και αυτό της δοκιμής μας, εφοδιασμένο με τον αγαπημένο μας κινητήρα, τον εκσυγχρονισμένο 1.5 diesel, που -κατά τη γνώμη μας- είναι ο καλύτερος κινητήρας πετρελαίου όλων των εποχών, στα μεσαία κυβικά.

Σχεδίαση – Κατασκευή

Το νέο Captur της Renault είναι αρμονικό, κομψό και ελκυστικό, αλλά όχι επαναστατικό, καθώς πολλά στοιχεία αναγνωρισιμότητας του, παραπέμπουν στην πρώτη γενιά. Πάντως, έχει δυνατή προσωπικότητα και δύσκολα θα το πεις υπερυψωμένο Clio.

Χρησιμοποιεί την αρθρωτή πλατφόρμα νέας γενιάς του Groupe Renault με την ονομασία CMF-B, με την οποία επιτυγχάνεται σημαντικός περιορισμός του βάρους, σε σχέση με την προηγούμενη γενιά, κυρίως στο αμάξωμα, τους άξονες και το καπό. Επίσης, υιοθετεί ένα βελτιωμένο πάτωμα που εξασφαλίζει χαμηλότερη αεροδυναμική αντίσταση.

Τα δύο παραπάνω στοιχεία μειώνουν την κατανάλωση και τις εκπομπές ρύπων CO2, ενώ σημαντική βελτίωση έχει γίνει στον τομέα της ηχομόνωσης, κυρίως χάρη στην απομόνωση του χώρου του κινητήρα. Η πλατφόρμα CMF-B έχει επανασχεδιαστεί εντελώς, αναφορικά με τη δομή του αμαξώματος, τα πλευρικά μέρη και το πάτωμα του αυτοκινήτου, γεγονός που αυξάνει την ασφάλεια και κάπως έτσι του απονεμήθηκε διάκριση 5 αστέρων από τον ανεξάρτητο οργανισμό Euro NCAP.

Επίσης, η νέα σχεδίαση των ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών κυκλωμάτων της πλατφόρμας δίνει τη δυνατότητα εφοδιασμού του οχήματος με τα πλέον σύγχρονα και πιο ολοκληρωμένα συστήματα υποβοήθησης του οδηγού. Τα κυριότερα από αυτά είναι: υποβοήθηση σε αυτοκινητόδρομο και μποτιλιάρισμα, ενεργό Cruise Control με λειτουργία Stop & Go, αυτόματη εναλλαγή φώτων υψηλής σκάλας), φρενάρισμα έκτακτης ανάγκης), αναγνώριση πινακίδων σήμανσης και ορίων ταχύτητας), σύστημα προειδοποίησης εκτροπής από τη λωρίδα κυκλοφορίας και υποβοήθησης διατήρησης πορείας), προειδοποίηση τυφλού σημείου), ενεργή λειτουργία εντοπισμού αυτοκινήτου όπισθεν, κάμερα 360 μοιρών και υποβοήθηση στάθμευσης.

Η πρόσφατη ανανέωσή του ανανέωση του μοντέλου, αναβάθμισε τους τομείς της ευρυχωρίας, της τεχνολογίας και της ποιότητας, ενώ εύκολα μπορεί να το μπερδέψεις με τα μοντέλα της παραπάνω κλάσης των SUV/Crossover.

Το αμάξωμα είναι μεγαλύτερο σε μήκος (4,23 μ. + 11 εκ.) και ξεχωρίζει οπτικά από τους μεγάλους τροχούς (17 ή 18 ιντσών, ανάλογα με την έκδοση), αλλά και από το μεγαλύτερο μεταξόνιο (2,63 μ. + 2 εκ.).

Εσωτερικό

Οι μεγαλύτερες διαστάσεις εξασφαλίζουν σημαντικά μεγαλύτερους χώρους και τώρα δυο επιβάτες θα καθίσουν άνετα πίσω, ενώ στη μέση θα χωρέσει (με ανοχές) ένας πέμπτος μικρόσωμος.

Ο συνολικός όγκος του χώρου αποσκευών φτάνει τα 536 λίτρα (στα diesel είναι 520 λόγω του ρεζερβουάρ AdBlue), δηλαδή 81 λίτρα περισσότερα από το μοντέλο 1ης γενιάς. Επίσης, η συνολική χωρητικότητα των διαφόρων χώρων αποθήκευσης στην καμπίνα φτάνει τα 27 λίτρα, ενώ ιδιαίτερα πρακτικό είναι το συρόμενο ντουλαπάκι εμπρός από τον συνοδηγό.

Ο όγκος του πορτμπαγκάζ μπορεί να διαμορφωθεί ανάλογα με τις ανάγκες, χάρη στη δυνατότητα μετακίνησης (με λαβές από εμπρός και πίσω) του πίσω καθίσματος σε διαδρομή έως και 16 εκ., αλλά και χάρη στο κάλυμμα του πατώματος που έχει τη δυνατότητα τοποθέτησης σε δύο θέσεις, ώστε να δημιουργείται ένας χώρος δύο επιπέδων που διευκολύνει στην καθημερινότητα.

Με αυτήν την επιλογή και την αναδίπλωση της πλάτης του πίσω καθίσματος, αποκαλύπτεται ένας εντελώς επίπεδος χώρος φόρτωσης (με ψηλό κατώφλι) αντικειμένων μήκους έως και 1,57 μ. (+ 11 εκ.), η συνολική χωρητικότητα (με διπλωμένα τα πίσω καθίσματα) του οποίου φτάνει τα 1.275 λίτρα. Εδώ να σημειώσουμε και την ύπαρξη ρεζέρβας ασφαλείας, απαραίτητου αξεσουάρ για τους Ελληνικούς δρόμους.

Στο πλήρως ανασχεδιασμένο εσωτερικό, το ταμπλό ακολουθεί τη σχεδίαση «Smart Cockpit », όντας σαφώς προσανατολισμένο στον οδηγό, με χαρακτηριστικό στοιχείο την «αιωρούμενη» κεντρική κονσόλα. Στοιχείο κλειδί, είναι η οθόνη πολυμέσων των 9,3 ιντσών, που είναι ουσιαστικά ένα κανονικό tablet με εξαιρετική αναγνωσιμότητα χάρη και στην ελαφρά κλίση προς το μέρος του οδηγού.

Ο οδηγός έχει μπροστά του ένα πίνακα οργάνων με έγχρωμη ψηφιακή οθόνη (από 7 έως 10,25 ίντσες), που δίνει τη δυνατότητα εξατομίκευσης της εμφάνισης των πληροφοριών με εύκολο τρόπο, ενώ στην έκδοση των 10,25 ιντσών ενσωματώνονται και οι πληροφορίες από το σύστημα πλοήγησης.

Η σχεδίαση και κατασκευή της καμπίνας επιβατών, είναι εστιασμένες στην άνεση και την ποιότητα. Ποιοτικά υλικά, μαλακή επένδυση σε ολόκληρη την επιφάνεια του ταμπλό, τα πάνελ των θυρών, το πλαίσιο της κεντρικής κονσόλας, τις επενδύσεις των καθισμάτων, καθώς και η νέα αρχιτεκτονική σχεδίασης των καθισμάτων, είναι μερικά από τα στοιχεία ξεχωρίζουν στο νέο μικρό γαλλικό SUV.

Η υπερυψωμένη (για καλύτερη εργονομία) κεντρική κονσόλα, δημιουργεί την εντύπωση ότι αιωρείται και προσφέρει μεγαλύτερη χωρητικότητα για αποθήκευση μικροαντικειμένων, όπως π.χ. ο ειδικός χώρος για επαγωγική φόρτιση του smartphone στην κάτω μεριά της.

Επιπλέον, τα καθίσματα προσφέρουν καλύτερο (σε σχέση με το μοντέλο 1ης γενιάς) επίπεδο στήριξης χάρη στο κατά 15 χλστ. αυξημένο μήκος της έδρας τους και καλύτερη πλευρική στήριξη του σώματος στις στροφές, ενώ η ειδική κατασκευή της πλάτης βελτιώνει σημαντικά τον χώρο για τα γόνατα των πίσω επιβατών (+ 17 χλστ.) και τα νέα, πιο λεπτά, ελλειπτικά προσκέφαλα, βελτιώνουν την περιφερειακή ορατότητα. Μειονέκτημα εδώ το ότι, είναι τοποθετημένα ψηλά και αν δεν έχουν ρυθμιστή ύψους (συνήθως αυτό του συνοδηγού) τα πράγματα είναι δύσκολα για τους υψηλόσωμους.

Τέλος, στον τομέα της συνδεσιμότητας, η πλατφόρμα πολυμέσων Easy Link που διαθέτει το νέο Captur, είναι συμβατή με λογισμικό Android AutoTM και Apple Car Play. Ο χρήστης μπορεί να εξατομικεύσει τις οθόνες με τη βοήθεια widgets που του παρέχουν άμεση πρόσβαση στις αγαπημένες του λειτουργίες.

Το σύστημα στηρίζει τη λειτουργία του στη μόνιμη συνδεσιμότητα 4G για άμεση ενσωμάτωση υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένης της αυτόματης κλήσης έκτακτης ανάγκης σε περίπτωση ατυχήματος. Παράλληλα, η πλατφόρμα είναι πάντα ενημερωμένη, χάρη στις αυτόματες ενημερώσεις, ενώ η πλοήγηση ενσωματώνει πληροφορίες σε πραγματικό χρόνο, που παρέχονται από την TomTom.

Κινητήρας – Κιβώτιο

Κινητήριος δύναμη του Captur της δοκιμής μας, ο γνωστός, εκσυγχρονισμένος, πετρελαιοκινητήρας των 1.500 κ.εκ. που εδώ αποδίδει 115 ίππους, με μέγιστη ροπή 260 Nm/ 2000 σ.α.λ. Το 4κύλινδρο σύνολο ακούγεται ελάχιστα στην καμπίνα του Captur, δεν δημιουργεί κραδασμούς (δύσκολα οι επιβάτες καταλαβαίνουν ότι, πρόκειται για diesel) και ανταποκρίνεται σβέλτα στο πάτημα του γκαζιού λίγο πάνω από τις 1500 στροφές.

Ελαστικός από τις χαμηλές στροφές και πρόθυμος στο πάτημα του πεντάλ του γκαζιού, προσφέρει «συμπαθητική» επιτάχυνση από στάση και σβέλτες ρεπρίζ ανεξαρτήτως της ταχύτητας που έχει επιλεγεί στο 6άρι χειροκίνητο κιβώτιο. Με επιτάχυνση 0-100 σε 11.9″ για το βάρους 1.415 κιλών αμάξωμα και τελική ταχύτητα 187 χλμ./ώρα, το πετρελαιοκίνητο Captur δεν το αγοράζεις για τις επιδόσεις του.

Όταν όμως δεις στο trip computer ή στο βενζινάδικο το πόσο (δεν) καίει, τότε (ειδικά όποιος γράφει πολλά χιλιόμετρα) ενδεχομένως η πρώτη σκέψη είναι το: «δώσε μου και μένα μπάρμπα».

Σε σχεδόν 800 χιλιόμετρα επί παντός εδάφους και συνθήκης, η μέση κατανάλωση δεν ξεπέρασε τα 5,2 λίτρα, τιμή που στους αυτοκινητόδρομους με ταχύτητα 110-130 χλμ./ώρα, πέφτει κάτω από τα 5 λίτρα, αν κάνεις και χρήση της επιλογής χαρτογράφησης κινητήρα «Eco». Εδώ βέβαια, βοηθά και η μακριά κλιμάκωση της 6ης ταχύτητας που επιτρέπει ταχύτητα 130 χλμ./ώρα με μόλις 2.200 στροφές.

Από τη θέση του οδηγού

Από την ψηλή θέση του οδηγού, αυτό που δεν θα σου λείψει είναι η ορατότητα, η εργονομία και η στήριξη που προσφέρει το καλοσχεδιασμένο κάθισμα. Μικρή λεπτομέρεια το κάπως οριζοντιωμένο τιμόνι, που όμως -αν και ελαφρύ σε αίσθηση- είναι ακριβές και ταιριάζει με το χαρακτήρα του οχήματος. Οι βασικές λειτουργίες στο μενού του συστήματος πολυμέσων, μαθαίνονται εύκολα, ενώ βολικά και εύχρηστα είναι τα χειριστήρια για τον έλεγχο του κλιματισμού και των άλλων λειτουργιών του αυτοκινήτου.

Στον ανοιχτό δρόμο το Captur δίνει την αίσθηση μεγαλύτερου αυτοκινήτου, συνδυάζοντας άνεση και κράτημα. Η καλή ποιότητα κύλισης, τα χαμηλά επίπεδα θορύβου και η ευθυβολία, ευνοούν τα ταξίδια, ενώ η αυτονομία που ξεπερνά τα 800 χιλιόμετρα, μειώνει χρόνο μετακίνησης και κόστος.

Εδώ πρέπει να πούμε ότι, το μικρομεσαίο γαλλικό SUV, σε καμιά περίπτωση δεν είναι «πλαδαρό» προσανατολισμένο κυρίως στην άνεση, αφού οι σφιχτές αναρτήσεις ευνοούν τη σβέλτη οδήγηση και περιορίζουν τις κλίσεις του αμαξώματος. Όμως, όταν η ποιότητα του οδοστρώματος μειώνεται, τότε η ανάρτηση γίνεται δυσάρεστη στους επιβάτες, ειδικά όταν οι τροχοί πέφτουν απότομα σε λακκούβες.

Αντίστοιχα, στις στροφές των σωστά κατασκευασμένων δρόμων, η συμπεριφορά είναι από ουδέτερη έως υποστροφική (στην πίεση), αλλά στα «κατσαρά» οδοστρώματα ο πίσω ημιάκαπτος άξονας δημιουργεί μικρές μετατοπίσεις της ουράς.

Συνολικά, πάντως, όλα τα παραπάνω είναι «ψιλά γράμματα» για τους λεπτολόγους, καθώς οποιαδήποτε απόκλιση από τον «δρόμο του θεού» την εξουδετερώνουν τα ηλεκτρονικά συστήματα, ενώ στην πράξη το μόνο που θα ενοχλήσει, είναι ο θόρυβος της ανάρτησης όταν ανοίγει απότομα.

Από την άλλη, το ύψος των 17,4 εκατοστών από το έδαφος και τα υψηλού προφίλ ελαστικά, μαζί με την ύπαρξη ρεζέρβας, επιτρέπουν ανώδυνες βόλτες σε χωματόδρομους, όπου η ακαμψία του αμαξώματος ανεβάζει την αυτοπεποίθηση του οδηγού. Επίσης, στις αστικές μετακινήσεις (παρά την αύξηση των διαστάσεων) είναι ευέλικτο και εύκολο στους χειρισμούς.

Κατά τα λοιπά, τα φρένα είναι τόσα όσα χρειάζονται και ο υποψήφιος χρήστης δεν πρέπει να επηρεάζεται από τα ταμπούρα πίσω, ενώ τα φώτα ανταποκρίνονται άψογα στις δυνατότητες του συνόλου.

Δια ταύτα

Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα σύγχρονο, ευρύχωρο, καλοκατασκευασμένο όχημα, μάλλον συντηρητικό σε σχεδίαση, αλλά με έμφαση στη χρηστικότητα, την ασφάλεια και τη μειωμένη κατανάλωση. Καλύπτεται από εργοστασιακή εγγύηση 5 ετών, 3ετή οδική βοήθεια και η τιμή (diesel) του ξεκινά από τα 19.140 ευρώ, ενώ για την έκδοση που δοκιμάσαμε, απαιτούνται κάτι περισσότερα από 24.000.

Όσο για τη δική μας συμβουλή, αυτή είναι η εξής: αν σας αρέσει το νέο Captur και κινείστε διαρκώς (πάνω από 15-20.000 χλμ./έτος) εντός & εκτός πόλης, τότε η έκδοση 1.5 Blue dCi των 115 ίππων είναι μονόδρομος.

Υπέρ

  • Ποιότητα κατασκευής
  • Χώροι
  • Εργονομία – Ορατότητα
  • Κινητήρας
  • Λειτουργικότητα
  • Ασφάλεια
  • Εξοπλισμός
  • Ρεπρίζ
  • Κατανάλωση

Κατά

  • Ψηλά τοποθετημένα καθίσματα
  • Συμπεριφορά ανάρτησης στις λακκούβες
  • Επιδόσεις από στάση
  • Τιμή

Τεχνικά χαρακτηριστικά

Κατηγορία: 5θυρο, 5θέσιο, SUV/Crossover

Διαστάσεις: 4.227 x 1.797 x 1.576 χλστ.

Μεταξόνιο: 2.639 χλστ.

Απόσταση από έδαφος: 17,4 εκ.

Βάρος: 1.415 κιλά

Χώρος αποσκευών: 406 / 520 – 1275 λτ.

Ρεζερβουάρ καυσίμων: 46 (+13 AdBlue) λτ.

Κινητήρας: 4κύλινδρος, 8βάλβιδος, diesel, 1.461 κ.εκ.

Ισχύς: 115 ίπποι/3.750 σ.α.λ.

Ροπή (Nm @ σ.α.λ.): 260/2000

Μετάδοση: Στους εμπρός τροχούς

Κιβώτιο ταχυτήτων: Χειροκίνητο, 6 σχέσεων

Ανάρτηση: Εμπρός Γόνατα McPherson / Πίσω Hμιάκαμτος Αξονας

Τροχοί: 215/60/17

Φρένα: Εμπρός Αεριζομενοι Δίσκοι / ΠίσωΤαμπούρα

Σύστημα διεύθυνσης: Ηλεκτρομηχανική υποβοήθηση με κύκλο στροφής 10,4 μ.

Επιτάχυνση 0-100 χλμ./ώρα: 11.9″

Τελική ταχύτητα: 187 χλμ./ώρα

Κατανάλωση (δοκιμής): 5,2 λτ./100 χλμ.

Εκπομπές CO2: 111-114 γρ./χλμ.

Εγγύηση: 5 έτη

Τιμή: από 16.880 ευρώ (βενζίνη) και 19.140 ευρώ (diesel)

Τιμή δοκιμής: 24.560 ευρώ

Νίκος Τσάδαρης