Με την έναρξη της λειτουργίας του (ευρωπαϊκού) Ταμείου Ανάκαμψης και τις πρώτες σχετικές εγκρίσεις δανειοδότησης ελληνικών επιχειρήσεων ήλθε, και πάλι, στην επικαιρότητα η διαχρονική «αντιπαλότητα» των μικρών και μεγάλων επιχειρηματικών μεγεθών στο θέμα της στήριξής τους από το κράτος, με τα πρώτα, να υποστηρίζουν, ότι η προνομιακή, μέχρι τώρα, αντιμετώπιση των μεγάλων επιχειρήσεων οδηγεί στην εδραίωση ολιγοπωλιακών καταστάσεων στην οικονομία και τα δεύτερα, να υπογραμμίζουν την ανάγκη ενίσχυσης της ανθεκτικότητας της οικονομίας, με στοχευμένες παρεμβάσεις εκσυγχρονισμού του παραγωγικού μας ιστού και ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητάς του.

Είναι γεγονός ότι η πρόσβαση των περισσοτέρων- μικρών, μεσαίων και μεγάλων- επιχειρήσεων στο τραπεζικό μας σύστημα συναντά, συχνά, σοβαρά εμπόδια, τα οποία, στα πολύ μικρά και μικρά επιχειρηματικά μεγέθη είναι, τις περισσότερες φορές, ανυπέρβλητα.

Οι ευθύνες για τα εμπόδια αυτά αποδίδονται:

  • πρώτον, στην αντιαναπτυξιακή «λογική» των διοικήσεων των τραπεζικών μας ιδρυμάτων, που δίνουν μεγαλύτερη σημασία στις εμπράγματες ασφάλειες των υποψηφίων δανειστών – οι οποίες, πάντως, δεν απέτρεψαν τη συσσώρευση σημαντικών ζημιών -μικρότερη στη βιωσιμότητα των επενδυτικών σχεδίων και τον δυναμισμό και το καινοτόμο πνεύμα του φορέα τους, και,
  • δεύτερον, στις δομικές αδυναμίες της παραγωγικής μας βάσης (κατακερματισμός του επιχειρηματικού μας δυναμικού). Έχουμε στο χώρο της Ευρωζώνης, τις περισσότερες , αναλογικά, πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις και τις λιγότερες μεγάλες, με συνέπεια το μικρότερο μέσο μέγεθος επιχείρησης, ενώ η επιχειρηματικότητα από ανάγκη, που μοναδική επιδίωξη έχει την έξοδο του φορέα της από το φάσμα της ανεργίας, χωρίς δυνατότητα ή πρόθεση επέκτασης ή εκσυγχρονισμού, είναι στη χώρα μας υψηλότατη, με την αυτοαπασχόληση να συγκεντρώνει σημαντικότατο μέρος της συνολικής εργασίας.

Η παραγωγική αυτή δομή οδηγεί, αναπόφευκτα, σε χαμηλή παραγωγικότητα εργασίας, σε περιορισμένη τεχνολογική εξειδίκευση και μικρή προστιθέμενη, εγχωρίως, αξία, σε έντονη εσωστρέφεια, σε διευρυμένα εμπορικά ελλείμματα και χρέη, με συνέπεια, περιοδικές κρίσεις, χαμηλούς μισθούς, αυξημένη φυγή επιστημονικού προσωπικού και οξύτατο πρόβλημα κόκκινων δανείων, που κατέστησε αναγκαίες διαδοχικές τραπεζικές κεφαλαιοποιήσεις και μείωση των συνολικών διαθέσιμων, για χρηματοδότηση, πόρων.

Για να περιορισθεί το συσσωρευμένο, τόσα χρόνια, έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, που την καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτη στις κρίσεις, θα πρέπει να εκσυγχρονισθεί η σημερινή στρεβλή παραγωγική μας διάρθρωση, να ισχυροποιηθεί η «ραχοκοκαλιά» της οικονομίας μας – ο χώρος των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων – προσεγγίζοντας τα αντίστοιχα μεγέθη των άλλων κοινοτικών κρατών, να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά το θέμα του ιδιωτικού χρέους, να καταπολεμηθούν οι «νησίδες» παρασιτισμού και αισχροκέρδειας και να ενθαρρυνθεί συστηματικά η εδραίωση μιας σύγχρονης, πιο ανταγωνιστικής και εξωστρεφούς, επιχειρηματικής κουλτούρας.

Είναι καιρός να συνειδητοποιηθεί ευρύτερα ότι:

  • στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία η χώρα μας έχει ανάγκη από μεγαλύτερες μικρές, μεσαίες και μεγάλες μονάδες, ικανές να εξελιχθούν και να διευρύνουν την παρουσία τους στις ευρωπαϊκές και άλλες αγορές και από νέες μορφές συνεργασίας όλων των επιχειρηματικών μεγεθών, για τη μεγιστοποίηση των σχετικών συνεργείων,
  • σε μια ανταγωνιστική οικονομία, το κλείσιμο επιχειρήσεων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται από απόψεως απώλειας ιδιωτικών ή τραπεζικών κεφαλαίων και αύξησης της ανεργίας, εντάσσεται στη λογική του συστήματος που επιβραβεύει τον πρωτοποριακό, τολμηρό και με κοινωνικές και περιβαλλοντικές ευαισθησίες, επιχειρηματία, ο οποίος σέβεται τους κανόνες του υγιούς ανταγωνισμού και αναζητεί την προσωπική του ολοκλήρωση, στην ταχύρρυθμη άνοδο της εθνικής παραγωγής και απασχόλησης και στην ενίσχυση της κοινωνικής ευημερίας,
  • σε μια «ανοικτή» παγκόσμια οικονομία, θέση έχουν και οι δυναμικές μικρές και μεσαίες βιώσιμες επιχειρήσεις, που επιθυμούν και μπορούν να μεγαλώσουν που, χάρις στην ευελιξία τους και την επινοητικότητα του φορέα τους, έχουν την ικανότητα, αξιοποιώντας τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα, να διαμορφώνουν νέα αναπτυξιακά σχέδια και να χαράσσουν νέες στρατηγικές συνεργασίας με τα μεγαλύτερα επιχειρηματικά μεγέθη, για τη διεύρυνση της κερδοφορίας τους.

Στα πλαίσια αυτά, αναγκαία είναι και μια ορθολογικότερη θεώρηση του τρόπου κατανομής, τόσο των εθνικών και κοινοτικών ενισχύσεων, όσο και των τραπεζικών χρηματοδοτήσεων, λαμβάνοντας υπόψη ότι:

  • κάθε αναπτυξιακή επιλογή (επιδότηση ή δανεισμός) που κατευθύνεται σε μη βιώσιμες ή παρασιτικές επιχειρήσεις ή που δεν συμβάλλει στην ενίσχυση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας, αποτελεί σπατάλη σπάνιων χρηματοδοτικών πόρων,
  • με δεδομένη τη στρεβλή σημερινή δομή του παραγωγικού μας ιστού, η δημιουργία μεγαλύτερων επιχειρηματικών μονάδων αποτελεί καθαρά αναπτυξιακή επιλογή, με πολλαπλασιαστικά, για το σύνολον της οικονομίας, αποτελέσματα, που τονώνει τον ανταγωνισμό, αλλά και διευρύνει τις αναπτυξιακές ευκαιρίες και δυνατότητες των μικρότερων επιχειρηματικών μεγεθών, για να αναβαθμίσουμε περαιτέρω τη διεθνή θέση της ελληνικής οικονομίας, οφείλουμε να αποκτήσουμε ένα σύστημα παραγωγής, με «ατμομηχανή» τη βιομηχανία, ικανό να προσφέρει, σε σταθερή βάση, χρήσιμα και σε ανταγωνιστικές τιμές, είδη, στις διεθνείς αγορές.

Ένα τέτοιο σύστημα έχει ανάγκη από μαζικές επενδύσεις, όχι μόνο στην οικοδομή ή τον υπερτουρισμό μας αλλά και στην ποιοτική παραγωγή. Και το τραπεζικό μας σύστημα καλείται να προσαρμόσει την αναπτυξιακή του στρατηγική στην επίτευξη του στόχου αυτού, με την ενθάρρυνση της επιχειρηματικής μεγέθυνσης, τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό του παραγωγικού μας ιστού και τη στοχευμένη ενίσχυση των βιομηχανικών επενδύσεων.

*Ο κ. Παύλος Θωμόγλου είναι επιχειρηματίας, Μέλος Δ.Σ ΕΒΕΑ, πρ. Αντιπρόεδρος ΕΒΕΑ