Ο πρόεδρος της Χιλής, ο συντηρητικός Σεμπαστιάν Πινιέρα, θα επικυρώσει σήμερα Παρασκευή σχέδιο νόμου που θα επιτρέψει στους πολίτες να προχωρούν εάν το επιθυμούν στην ανάληψη εφάπαξ 10% του συνταξιοδοτικού τους κεφαλαίου, στο πλαίσιο των μέτρων για να αμβλυνθεί ο αντίκτυπος της πανδημίας του κορονοϊού στην οικονομία της χώρας, ανακοίνωσε η κυβέρνησή του το βράδυ της Πέμπτης.

Η ανακοίνωση της κυβέρνησης του Πινιέρα — η οποία πρόβαλε σθεναρή αντίσταση στο νομοσχέδιο, το οποίο κατέθεσε η αντιπολίτευση — αναφέρει πως ο πρόεδρος υπογράφοντας και μετατρέποντας σε νόμο του Κράτους το κείμενο θα επιδείξει την «πρόθεση και τη βούλησή του να διευκολύνει και να επιταχύνει» την εφαρμογή του έκτακτου αυτού μέτρου ανακούφισης των πολιτών.

Νωρίτερα χθες, σε μια εξέλιξη που χαρακτηρίστηκε από παρατηρητές κόλαφος για την κυβέρνηση Πινιέρα, το Κογκρέσο της Χιλής ενέκρινε οριστικά την ιστορική μεταρρύθμιση. Η Βουλή ενέκρινε το κείμενο στο σύνολο με τεράστια πλειοψηφία — 116 ψήφοι υπέρ, 18 κατά, 5 αποχές — αφού το είχε ήδη υπερψηφίσει σε πρώτη ανάγνωση την περασμένη εβδομάδα και αφού η Γερουσία το ενέκρινε προχθές Τετάρτη. Πολλοί κοινοβουλευτικοί της συμπολίτευσης ψήφισαν υπέρ.

Το νομοσχέδιο, που υποστηρίζει η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών (ως και το 86%, κατά δημοσκοπήσεις), σηματοδοτεί την πρώτη μείζονα μεταρρύθμιση του κεφαλαιοποιητικού ασφαλιστικού συστήματος της Χιλής, που αποτελεί κληροδότημα της δικτατορίας του Αουγκούστο Πινοτσέτ (1973-1990).

Θα επιτρέψει σε 10,9 εκατομμύρια ασφαλισμένους, το συνταξιοδοτικό κεφάλαιο των οποίων ελέγχουν οι Διαχειριστές των Συνταξιοδοτικών Ταμείων (ΔΣΤ), να προχωρήσουν στην ανάληψη ποσού ύψους από ένα εκατ. πέσος (1.087 ευρώ) ως και 4,3 εκατ. πέσος (4.700 ευρώ) εφάπαξ.

Η μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων βρισκόταν στην καρδιά των διεκδικήσεων του κινήματος αμφισβήτησης που εκδηλώθηκε τον Οκτώβριο στη Χιλή, αφού κατά τους επικριτές του έχει βυθίσει μεγάλο μέρος των πολιτών στη φτώχεια: πρακτικά τους καταδικάζει να παίρνουν συντάξεις χαμηλότερες από τον κατώτερο μισθό (310.000 πέσος, 375 ευρώ), ενώ στη θεωρία τούς υποσχόταν ότι θα λάμβαναν το 70% του τελευταίου μισθού τους.