«Λυπηρές» χαρακτήρισε ο επικεφαλής του Ιδρύματος Νόμπελ Λαρς Χέικενστεν κάποιες από τις ενέργειες της ηγέτιδας της Μιανμάρ Αούνγκ Σαν Σου Κι. Ωστόσο, όπως δήλωσε στο Reuters, δεν θα της αφαιρεθεί το Νόμπελ Ειρήνης.

Σύμφωνα με τον Χέικενστεν, δεν έχει νόημα να αφαιρείται ένα βραβείο ως αντίδραση σε γεγονότα που σημειώθηκαν μετά την απονομή του.

Σε έκθεση του ΟΗΕ που δημοσιοποιήθηκε τον Αύγουστο, ο στρατός της Μιανμάρ κατηγορούνταν για τον μαζικό φόνο μελών της μουσουλμανικής μειονότητας των Ροχίνγκια «με στόχο τη γενοκτονία τους», σε μια επιχείρηση που ώθησε περισσότερους από 700.000 ανθρώπους να αναζητήσουν καταφύγιο στο γειτονικό Μπανγκλαντές.

Η Σου Κι, που τιμήθηκε με το Νόμπελ Ειρήνης το 1991 για τον αγώνα της υπέρ της δημοκρατίας στη Μιανμάρ, είναι πλέον η πολιτική ηγέτιδα της χώρας. Στην έκθεση οι ερευνητές του ΟΗΕ την κατηγορούν ότι απέτυχε να χρησιμοποιήσει «την ηθική της αρχή» για να προστατεύσει τους αμάχους.

«Βλέπουμε ότι όσα κάνει στη Μιανμάρ είναι στόχος πολλών επικρίσεων και τασσόμαστε υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτή είναι μια από τις θεμελιώδεις αρχές μας» τόνισε ο Χέικενστεν. «Οπότε φυσικά στο επίπεδο που εκείνη φέρει την ευθύνη, είναι λυπηρό».

Η Μιανμάρ έχει απορρίψει τα ευρήματα του ΟΗΕ, χαρακτηρίζοντάς τα «μονομερή», ενώ επισημαίνει ότι η στρατιωτική επιχείρηση που ακολούθησε τις επιθέσεις ανταρτών στην πολιτεία Ραχίν τον Αύγουστο του 2017 ήταν νόμιμη.

Όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, τον Σεπτέμβριο η Σου Κι επεσήμανε ότι, κρίνοντας εκ των υστέρων, η κυβέρνησή της θα μπορούσε να έχει αντιμετωπίσει την κατάσταση καλύτερα, όμως δεν παραδέχθηκε ότι έχουν διαπραχθεί σοβαρά εγκλήματα.

«Δεν πιστεύουμε ότι έχει νόημα να προσπαθήσουμε να αφαιρέσουμε βραβεία (…) κάτι τέτοιο θα μας εμπλέξει σε αέναες συζητήσεις για την αξία των όσων κάνουν οι βραβευθέντες στη συνέχεια, αφού λάβουν το βραβείο» είπε ο Χέικεστεν. «Πάντα υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν βραβευθέντες με Νόμπελ που κάνουν πράγματα μετά τη βράβευσή τους τα οποία δεν εγκρίνουμε ή τα οποία δεν θεωρούμε σωστά. Αυτό δεν αποφεύγεται, πιστεύω».