Το γερμανικό ίδρυμα κοινωνικών ερευνών Hans-Βeckler, το οποίο πρόσκειται στα συνδικάτα, κάνει έναν αρνητικό απολογισμό μιας από τις μεγαλύτερες μεταρρυθμίσεις της γερμανικής αγοράς εργασίας, η οποία εισήγαγε το θεσμό της «μίνι απασχόλησης» (μιας μορφής ημιαπασχόλησης), που είναι γνωστός στη χώρα με την ονομασία «minijobs».

Το ίδρυμα σημειώνει ότι σχεδόν το 90% αυτών των θέσεων εργασίας εντάσσεται στην κατηγορία των χαμηλόμισθων ή πολύ χαμηλόμισθων και υπογραμμίζει ότι εξυπηρετούν ως διαβατήριο για μια κανονική δουλειά μόνον για το 9% των 7,3 εκατομμυρίων ατόμων που τις καταλαμβάνουν.

Οι «minijobs» δημιουργήθηκαν στο πλαίσιο των μεγάλων μεταρρυθμίσεων της αγοράς εργασίας στη Γερμανία, οι οποίες έγιναν μεταξύ του 2003 και του 2005 από τον σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο Γκέρχαρντ Σρέντερ και εκθειάστηκαν εφεξής ιδιαιτέρως από τον Γάλλο πρόεδρο Νικολά Σαρκοζί.

Πρόκειται για δουλειές οι αμοιβές για τις οποίες δεν ξεπερνούν τα 400 ευρώ μηνιαίως και οι οποίες μπορούν να υπάρχουν παράλληλα με ένα επίδομα κοινωνικής βοήθειας ή επιπλέον μιας «παραδοσιακής» εργασίας. Θεωρητικός στόχος τους είναι να προτρέψουν στο μέγιστο βαθμό τους άνεργους να επιστρέψουν στον κόσμο της εργασίας.

Οι «minijobs» έχουν το πλεονέκτημα για τους εργοδότες ότι είναι σχεδόν εντελώς απαλλαγμένες από δαπάνες κοινωνικής ασφάλισης και, αν και οι ίδιοι οι υπάλληλοι δεν συνεισφέρουν, δεν έχουν δικαίωμα για τη λήψη κανενός επιδόματος υγείας ή ανεργίας.

Αυτές οι θέσεις εργασίας, οι οποίες γίνονται αντιληπτές ως ένα προσωρινό εφαλτήριο για απασχόληση και προορίζονται κυρίως για τους μακροχρόνια άνεργους, καταλαμβάνονται στην πλειοψηφία τους από γυναίκες και έχουν στην πραγματικότητα γίνει μια αναπόφευκτη συνιστώσα του γερμανικού κοινωνικού τοπίου.

Σε αυτές προσφεύγουν πολύ συχνά οι τομείς των ξενοδοχοϋπαλλήλων και της εστίασης, του λιανικού εμπορίου ή των εταιρειών σέρβις.

Σύμφωνα με το ίδρυμα Χανς-Μπέκλερ, το 90% των «minijobbers» εργάζονται για λιγότερα από 9,76 ευρώ μεικτά την ώρα στη δυτική Γερμανία και για λιγότερα από 7,03 ευρώ την ώρα στην ανατολική Γερμανία, το οποίο τους εντάσσει στην κατηγορία των «χαμηλόμισθων».

Κατά μέσον όρο, ένας «μινιτζόμπερ» κερδίζει δύο φορές λιγότερα την ώρα από έναν πλήρως απασχολούμενο, υπογραμμίζουν οι ερευνητές του ιδρύματος. Σύμφωνα με τους ίδιους, το γεγονός ότι οι θέσεις αυτές «μίνι απασχόλησης» είναι δουλειές που απαιτούν λιγότερα προσόντα εξηγεί λιγότερο το φαινόμενο αυτό από όσο η επιθυμία των εργοδοτών να μειώσουν τις μισθολογικές τους δαπάνες.

To Χανς-Μπέκλερ υπογραμμίζει εξάλλου ότι αντί να προτρέπει τους μακροχρόνια ανέργους να ξαναβρούν δουλειά, πολύ συχνά η «μίνι απασχόληση» συσσωρεύεται στην κοινωνική βοήθεια, δημιουργώντας έτσι «ντε φάκτο έναν μισθωτό που γλιτώνει τους φόρους».