Μια σημαντική εξέλιξη ως προς την εκδίκαση υπόθεσης που έφθασε στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επαναφέρει στο προσκήνιο το ζήτημα του υποχρεωτικού εμβολιασμού, αυτή τη φορά σε έναν ιδιαίτερα ευαίσθητο χώρο, όπως είναι αυτός των Ενόπλων Δυνάμεων. Η γενική εισαγγελέας του ανώτατου δικαστικού οργάνου της ΕΕ, Ταμάρα Τσάπετα, γνωμοδότησε ότι τα κράτη – μέλη έχουν τη δυνατότητα να απαιτούν τον υποχρεωτικό εμβολιασμό του στρατιωτικού προσωπικού, ακόμη κι αν η απόφαση αυτή έρχεται σε σύγκρουση με τις προσωπικές απόψεις και επιθυμίες των ένστολων. Η υπόθεση έχει ευρύτερη σημασία, καθώς η τελική απόφαση θα αποτελέσει σημείο αναφοράς για μελλοντικές κρίσεις και για το πώς τα κράτη της ΕΕ (συμπεριλαμβανομένης προφανώς και της χώρας μας) μπορούν να θωρακίσουν κρίσιμες υποδομές χωρίς να παραβιάζουν τα δικαιώματα των εργαζομένων.

Η αρχική διαμάχη ξεκίνησε στην Ιταλία, μια χώρα που επλήγη όσο λίγες στην πρώτη φάση της πανδημίας. Την άνοιξη του 2021, η ιταλική κυβέρνηση, προσπαθώντας να περιορίσει τη διασπορά του ιού της Covid-19 σε μονάδες υψηλής επιχειρησιακής σημασίας, επέβαλε με το έκτακτο διάταγμα (Decreto-legge) 44/2021 τον υποχρεωτικό εμβολιασμό σε όσους υπηρετούσαν στο υπουργείο Άμυνας. Η απόφαση έφερε άμεσες συνέπειες: όσοι στρατιωτικοί επέλεξαν να μην εμβολιαστούν τέθηκαν σε προσωρινή αναστολή καθηκόντων και μισθού, μέχρι την άρση του μέτρου από την κυβέρνηση.

Ένας από αυτούς προσέφυγε στη Δικαιοσύνη, υποστηρίζοντας ότι υπέστη διάκριση στην εργασία εξαιτίας των πεποιθήσεών του. Όπως ισχυρίστηκε, η άρνησή του βασίστηκε στην προσωπική του πεποίθηση ότι το εμβόλιο ήταν αναποτελεσματικό και επικίνδυνο, αλλά και στο γεγονός ότι το κράτος δεν παρείχε εγγυήσεις για τις πιθανές παρενέργειες του εμβολιασμού. Το ιταλικό Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο ζήτησε τότε από το Δικαστήριο της ΕΕ να ξεκαθαρίσει αν τέτοιου είδους αντιρρήσεις μπορούν να θεωρηθούν «φιλοσοφικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις» που προστατεύονται από την ευρωπαϊκή οδηγία περί ίσης μεταχείρισης.

Η γενική εισαγγελέας ήταν σαφής: τέτοιες προσωπικές απόψεις δεν αποτελούν ούτε φιλοσοφική ούτε θρησκευτική πίστη με την έννοια που προβλέπει η ευρωπαϊκή νομοθεσία. Σύμφωνα με την ίδια, πρόκειται περισσότερο για αντίθεση προς μια κρατική πολιτική ή για ανησυχίες σχετικά με την υγεία, οι οποίες όμως δεν εμπίπτουν στο καθεστώς προστασίας κατά των διακρίσεων. Υπογράμμισε μάλιστα ότι ακόμη και αν δεχόταν κανείς πως υπάρχει κάποια «πεποίθηση», η Ιταλία θα μπορούσε να δικαιολογήσει την επιβολή της υποχρεωτικότητας. Ο λόγος είναι ότι ο στρατός αποτελεί έναν χώρο όπου η ταχεία εξάπλωση μιας ασθένειας μπορεί να πλήξει άμεσα την επιχειρησιακή ικανότητα της χώρας, καθιστώντας αναγκαία αυστηρότερα μέτρα προστασίας σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό.

Η εισήγησή της στηρίζεται όμως και σε προηγούμενη νομολογία, όπως η απόφαση Vavricka του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που εκδόθηκε το 2021 που αφορούσε αρχικά την Τσεχία, και η οποία αναγνωρίζει ότι ο υποχρεωτικός εμβολιασμός μπορεί να γίνει αποδεκτός όταν εξυπηρετεί κρίσιμους στόχους δημόσιας υγείας. Με αυτό το δεδομένο, το Δικαστήριο της ΕΕ υπενθυμίζει ότι οι ένοπλες δυνάμεις, λόγω της φύσης τους, δικαιολογούν αυστηρότερα υγειονομικά πρωτόκολλα.

Παρότι η εισήγηση της γενικής εισαγγελέως δεν δεσμεύει κατ’ ανάγκην το Δικαστήριο, ιστορικά έχει παρατηρηθεί ότι θα επηρεάσει τις τελικές αποφάσεις. Η οριστική ετυμηγορία αναμένεται τους επόμενους μήνες και θεωρείται πιθανό να αποτελέσει σημείο καμπής για τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη μπορούν να επιβάλλουν υποχρεωτικά μέτρα σε περιόδους κρίσεων. Η έκβαση της υπόθεσης προφανώς δεν θα αφορά μόνο την Ιταλία. Θα αγγίξει όλα τα κράτη – μέλη της Ε.Ε. που, μετά την εμπειρία του κορονοϊού, αναζητούν πρακτικούς τρόπους να εξασφαλίσουν την εύρυθμη λειτουργία νευραλγικών τομέων όπως ο στρατός, τα σώματα ασφαλείας ή οι δομές υγείας, χωρίς να παρακάμπτουν θεμελιώδη δικαιώματα.