Η βίλα του Γιόζεφ Γκέμπελς, ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα κατάλοιπα της ναζιστικής περιόδου, βρίσκεται εδώ και δεκαετίες στο επίκεντρο συζητήσεων για το πώς η Γερμανία πρέπει να διαχειρίζεται την υλική κληρονομιά του ναζισμού.

Το εγκαταλελειμμένο συγκρότημα, αν και αποτελεί ιστορικό τεκμήριο μιας σκοτεινής εποχής, έχει επιβαρύνει οικονομικά τις τοπικές αρχές και κινδυνεύει είτε με κατάρρευση είτε με εκμετάλλευση από ακροδεξιά στοιχεία.

Ποιος ήταν ο Γιόζεφ Γκέμπελς

Ο διαβόητος υπουργός Προπαγάνδας του Γ’ Ράιχ από το 1933-1945 αφιέρωσε τη ζωή του στην επίτευξη των στόχων της ναζιστικής θηριωδίας.

Στενός συνεργάτης του Χίτλερ, δεινός ρήτορας και εμπνευστής της προπαγανδιστικής γραμμής του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, ο Γκέμπελς θα ενορχηστρώσει μαεστρικά μια από τις πιο εκτεταμένες και διαβολικές προπαγάνδες που είδε ποτέ ο κόσμος.

Ο δρ. Γκέμπελς, κάτοχος διδακτορικού διπλώματος, θα αναλάβει από το 1923 τα ηνία της προπαγάνδας του αδύναμου ναζιστικού σχηματισμού NSDAP και σύντομα θα τον κάνει κυρίαρχη δύναμη: μέσα σε 10 χρόνια ο Χίτλερ εκλέγεται καγκελάριος και ο ίδιος γίνεται υπουργός Διαφώτισης και Προπαγάνδας.

Από τη θέση αυτή είναι που θα γενικεύσει την προπαγάνδα στον γερμανικό λαό και θα προλειάνει το έδαφος για τα αποτρόπαια γεγονότα που έμελλε να γνωρίσει ο πλανήτης από τον ναζιστικό επεκτατισμό. Η δράση του ως κορυφαίου στελέχους του Γ’ Ράιχ και μοχλού πίεσης στον Φύρερ θα ήταν υπεύθυνη για μια σειρά από διαβόητα περιστατικά, όπως το κάψιμο χιλιάδων βιβλίων και τη «Νύχτα των Κρυστάλλων», πολιτικά στιγμιότυπα που αποδίδονται πλέον στους δικούς του προπαγανδιστικούς χειρισμούς.

Η αντισημιτική ρητορεία, τα μισαλλόδοξα κηρύγματα αλλά και ο τρόπος που έκανε πιόνι του τον γερμανικό λαό θα έπαιζαν τον δικό τους ρόλο σε μια θηριωδία που θα άφηνε το στίγμα της στα χρόνια που θα ακολουθούσαν. Ο όρος «γκεμπελισμός», που χρησιμοποιείται στην προσπάθεια να ανασυγκροτηθεί η περίτεχνη προπαγανδιστική του δράση, είναι εξάλλου το τρομακτικότερο απότοκο της «κληρονομιάς» του.

Στα 300 εκατ. ευρώ εκτιμάται η πλήρης ανακαίνιση

Σε μια ύστατη προσπάθεια να αποφευχθεί η κατεδάφιση της βίλας, το κρατίδιο του Βερολίνου αποφάσισε πέρυσι να την προσφέρει ως «δώρο» σε όποιον ήταν διατεθειμένος να αναλάβει το τεράστιο κόστος συντήρησης.

Χτισμένο στις όχθες της λίμνης Μπόγκενζε, στα βορειοανατολικά του Βερολίνου, το ετοιμόρροπο συγκρότημα -χαρακτηριστικό παράδειγμα της εθνικοσοσιαλιστικής αρχιτεκτονικής- παραμένει αναξιοποίητο από το 2000. Τελικά όμως φαίνεται ότι θα διασωθεί, καθώς μεταβιβάστηκε προσωρινά στον δήμο του Βάντλιτς με σκοπό να φιλοξενήσει ξεναγήσεις και εκδηλώσεις, σύμφωνα με το γερμανικό πρακτορείο ειδήσεων dpa.

Το κρατίδιο του Βερολίνου δεν έχει παραχωρήσει την κυριότητα της βίλας και θα συνεχίσει να καλύπτει τα ετήσια έξοδα διαχείρισης, ύψους περίπου 200.000 ευρώ.

Σύμφωνα με τον δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό σταθμό RBB, ο δήμος του Βάντλιτς προσπαθούσε επί χρόνια να εξασφαλίσει άδεια χρήσης του χώρου και πλέον σκοπεύει να συγκεντρώσει πόρους για μια πλήρη ανακαίνιση, η οποία εκτιμάται στα 300 εκατομμύρια ευρώ.

Η άνοδος και η πτώση της βίλας του Γκέμπελς

Η βίλα κατασκευάστηκε για τον Γκέμπελς σε μια έκταση 17 εκταρίων λίγο έξω από το Βερολίνο, την οποία η πόλη είχε δωρίσει στον τότε υπουργό Προπαγάνδας του ναζιστικού καθεστώτος το 1936.

Ο Γκέμπελς χρησιμοποιούσε την κατοικία ως «καταφύγιο» μακριά από τη σύζυγό του και τα έξι παιδιά τους, που ζούσαν στο Βερολίνο. Πέρα από τη φιλοξενία ηγετών, καλλιτεχνών και ηθοποιών, φέρεται να χρησιμοποιούσε τη βίλα και ως «ερωτική φωλιά» για τις πολυάριθμες μυστικές του σχέσεις.

Μετά την αυτοκτονία του ίδιου και της συζύγου του -οι οποίοι σκότωσαν και τα παιδιά τους- σε καταφύγιο του Βερολίνου το 1945, η βίλα χρησιμοποιήθηκε για ένα διάστημα ως στρατιωτικό νοσοκομείο. Στη συνέχεια πέρασε στη νεολαία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ανατολικής Γερμανίας, σύμφωνα με την DW.

Για περίπου μία δεκαετία μετά την Πτώση του Τείχους του Βερολίνου 1989, η βίλα αξιοποιήθηκε για διάφορους σκοπούς, προτού ουσιαστικά εγκαταλειφθεί. Η συντήρησή της εξελίχθηκε σε δυσβάστακτο βάρος, τόσο για το κρατίδιο του Βερολίνου όσο και για τη γερμανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση.