Οι Αρχές στην πολιτεία της Νέας Υόρκης ανακοίνωσαν την Τετάρτη την άσκηση ποινικών διώξεων για τον βιασμό και τη δολοφονία μιας έφηβης από το Λονγκ Άιλαντ το 1984, έπειτα από την ταυτοποίηση του υπόπτου μέσω γενετικού υλικού που εντοπίστηκε σε ένα πεταμένο καλαμάκι.
Ο 63χρονος Ρίτσαρντ Μπιλοντό συνελήφθη, δεκαετίες αφότου είχαν καταδικαστεί -και τελικά απαλλαχθεί- τρεις άνδρες για τη δολοφονία της 16χρονης Τερέζα Φούσκο.
Ο Μπιλοντό παρουσιάστηκε ενώπιον δικαστηρίου της κομητείας Νασάου, αντιμετωπίζοντας δύο κατηγορίες για ανθρωποκτονία δευτέρου βαθμού, μεταξύ των οποίων και μία που αφορά τη διάπραξη του εγκλήματος κατά τη διάρκεια σεξουαλικής επίθεσης, σύμφωνα με ανακοίνωση του γραφείου του εισαγγελέα.
Ο ίδιος δήλωσε αθώος.
Η 16χρονη εθεάθη τελευταία φορά να φεύγει από το παγοδρόμιο όπου εργαζόταν στο Λίνμπρουκ, περίπου 48 χιλιόμετρα ανατολικά του Μανχάταν, τη νύχτα της 10ης Νοεμβρίου 1984, σύμφωνα με το γραφείο του εισαγγελέα. Το σώμα της βρέθηκε σε μια δασώδη περιοχή σχεδόν έναν μήνα αργότερα, ενώ σύμφωνα με το NBC News το θύμα είχε πέσει θύμα βιασμού και στραγγαλισμού.
Οι καταδίκες των Τζον Ρεστίβο, Ντένις Χάλστεντ και Τζον Κόγκουτ το 1986 για τον βιασμό και τη δολοφονία ανατράπηκαν το 2003, όταν η ανάλυση DNA έδειξε ότι το γενετικό προφίλ που είχε ανιχνευθεί σε κολπικό δείγμα δεν ταυτιζόταν με κανέναν από τους τρεις, σύμφωνα με το Innocence Project, που είχε αναλάβει την υπεράσπισή τους.
Οι τοπικές και ομοσπονδιακές αρχές ξεκίνησαν πέρυσι να παρακολουθούν τον Μπιλοντό, που εκείνη την περίοδο ζούσε με τους παππούδες του κοντά στο παγοδρόμιο όπου δούλευε η 16χρονη, έχοντας στη διάθεσή τους νέα ερευνητικά στοιχεία. Κατάφεραν να ανακτήσουν ένα δείγμα DNA από ένα καλαμάκι που είχε χρησιμοποιήσει ο κατηγορούμενος για να πιει ένα smoothie στην κομητεία Σάφολκ.

Το γενετικό υλικό ταίριαξε με δείγμα που είχε συλλεχθεί από το σώμα του θύματος, σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση του γραφείου της εισαγγελίας.

Η εισαγγελέας της κομητείας Νασάου, Αν Ντόνελι, απέδωσε τις κατηγορίες σε «αξιοσημείωτες προόδους» στην εγκληματολογική επιστήμη και στην «αδιάκοπη επιδίωξη της δικαιοσύνης» από τους εισαγγελείς και τους ερευνητές.