Η συνάντηση Βλαντιμίρ Πούτιν και Βολοντίμιρ Ζελένσκι είναι δύσκολη εξίσωση για τον Ντόναλντ Τραμπ, καθώς το ουσιαστικό ζήτημα δεν είναι αν μπορεί να γίνει, αλλά να υπάρξει πραγματικό αποτέλεσμα που θα συμβάλει προς τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία.
Σύμφωνα με άρθρο της Wall Street Journal ένα ουδέτερο μέρος με εγγυήσεις ασφαλείας των δύο προέδρων θα μπορούσε να βρεθεί -ακόμα και η Αλάσκα μπορεί να προταθεί-, οπότε το πρόβλημα είναι αν πράγματι θα γίνει διάλογος.
Οι δύο χώρες βρίσκονται με την πλάτη στον τοίχο και εμφανίζονται αδιάλλακτες από τις θέσεις, αλλά δεν έχουν την ίδια δύναμη. Η Ρωσία που έχει το πάνω χέρι στον πόλεμο μέχρι στιγμής, επιδιώκει συνεχώς να μεγιστοποιήσει τα κέρδη στο μέτωπο, ώστε να βρίσκεται σε καλύτερη θέση.
Αυτό σε συνδυασμό με το γεγονός ότι στο παρελθόν έχει παραβιάσει συμφωνίες με την Ουκρανία -παραβίαση είναι και η εισβολή που βρίσκεται σε εξέλιξη από το 2022- δυσχεράνουν το τοπίο.
Με βάση το δημοσίευμα, ο Αμερικανός πρόεδρος καλείται να βρει ένα τρόπο, ώστε η Μόσχα πράγματι να τηρήσει όσα μπορεί να συμφωνηθούν και να μην αλλάξει στάση, αν ξαφνικά βρεθεί σε πιο πλεονεκτική θέση.

Ακόμη και αν επιτευχθεί μια πρώτη χειραψία, η ουσιαστική πρόοδος δεν είναι δεδομένη. Όπως παραδέχθηκε και ο Τραμπ, το τέλος του πολέμου αποδεικνύεται πιο περίπλοκο απ’ όσο φανταζόταν, παρά τις προεκλογικές διακηρύξεις του ότι θα μπορούσε να ολοκληρώσει συμφωνία μέσα σε μία ημέρα.
Έτσι, ο Αμερικανός πρόεδρος επιχειρεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε δύο αντιφατικές λογικές: Την ανάγκη για μια άμεση εκεχειρία και την πολιτική πραγματικότητα μιας Ρωσίας που δεν αποδέχεται όρους, προτού εξασφαλίσει στρατηγικά οφέλη. Το σχέδιό του για τριμερή σύνοδο, αφού πρώτα συναντηθούν οι δύο ηγέτες κατ’ ιδίαν, έχει στόχο να προσφέρει ο ίδιος το πλαίσιο της τελικής συμφωνίας. Όπως επισήμανε ο πρώην αξιωματούχος του Πενταγώνου, Τζιμ Τάουνσεντ, «η διαδικασία είναι αντεστραμμένη. Οι λεπτομέρειες πρέπει να προηγούνται μιας συνόδου κορυφής, αλλιώς υπάρχει κίνδυνος αποτυχίας».