Ανάμεσα στους κλυδωνισμούς που έχει δεχτεί η Ευρώπη τους τελευταίους τρεις μήνες, ο πιο καταστροφικός είναι η συνειδητοποίηση ότι η ήπειρος ίσως να μην μπορεί πλέον να βασίζεται στην αμερικανική εγγύηση ασφαλείας. Παρόλο που η περιφρόνηση του Ντόναλντ Τραμπ προς την Ευρώπη είχε ήδη διαφανεί εδώ και καιρό, λίγοι φαντάζονταν έναν κόσμο στον οποίο ένας πρόεδρος των ΗΠΑ θα ταπείνωνε δημόσια τον αρχηγό κράτους ενός Ευρωπαίου συμμάχου μέσα στο Οβάλ Γραφείο, θα έκοβε την ανταλλαγή πληροφοριών στη μέση ενός πολέμου ή θα πρότεινε μια μονόπλευρη συμφωνία ειρήνης με τη Ρωσία, παρακάμπτοντας το Κίεβο και τους Ευρωπαίους συμμάχους του.
Σύμφωνα με τον Guardian, αυτό που κάνει το σοκ ακόμα χειρότερο είναι η ωμή αποκάλυψη της αδυναμίας της Ευρώπης να υπερασπιστεί τα δικά της συμφέροντα. Παρόλο που οι Ευρωπαίοι ηγέτες εκλιπαρούν τον Τραμπ ότι μια ειρήνη χωρίς ισχυρές εγγυήσεις ασφαλείας για την Ουκρανία δεν είναι πραγματική ειρήνη, η θέση τους αποδυναμώνεται θανάσιμα από το γεγονός ότι δεν μπορούν να προσφέρουν οι ίδιοι αυτές τις εγγυήσεις. Όταν ο Τζέι Ντι Βανς και ο Πιτ Χέγκσεθ αποκάλεσαν τους Ευρωπαίους «θλιβερούς τζαμπατζήδες», το σχόλιο πλήγωσε περισσότερο επειδή ήταν εν μέρει αληθινό. Η Βρετανία και η Γαλλία δυσκολεύονται ακόμα και να συγκροτήσουν μια «συμμαχία των προθύμων» για τη δημιουργία μιας υποτυπώδους ειρηνευτικής δύναμης, πόσο μάλλον να καλύψουν την απώλεια κρίσιμης αμερικανικής αεράμυνας και πληροφοριών πεδίου μάχης, σε περίπτωση πλήρους αποχώρησης των ΗΠΑ.
Το μόνο συμπέρασμα από αυτή τη γεωπολιτική πραγματικότητα είναι ότι η Ευρώπη πρέπει επειγόντως να αντιμετωπίσει τις αμυντικές της ελλείψεις και το καλό νέο είναι ότι αυτό πλέον αναγνωρίζεται ευρέως. Σχεδόν όλα τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ έχουν δεσμευτεί να φτάσουν τον στόχο δαπανών 2% του ΑΕΠ για την άμυνα εντός του έτους. Η Γερμανία χαλάρωσε το δημοσιονομικό της φρένο για να επιτρέψει έως και 1 τρισεκατομμύριο ευρώ πρόσθετων αμυντικών δαπανών την επόμενη τετραετία. Η ΕΕ δημιούργησε έναν μηχανισμό που επιτρέπει στα κράτη-μέλη να δανείζονται με ευνοϊκούς όρους για την άμυνα και προχώρησε σε τροποποιήσεις των δημοσιονομικών της κανόνων, ώστε να εξαιρεί τις αμυντικές δαπάνες από τους υπολογισμούς του δημόσιου χρέους.
Το κακό νέο είναι ότι αυτό δεν είναι αρκετό. Ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, δήλωσε ότι τα μέλη της συμμαχίας θα χρειαστεί να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες σε «πολύ πάνω» από το 3% του ΑΕΠ. Επιπλέον, οι τροποποιήσεις στους δημοσιονομικούς κανόνες και τα φθηνά δάνεια δεν βοηθούν ιδιαίτερα τα υπερχρεωμένα κράτη της ΕΕ, για τα οποία το βασικό εμπόδιο στον δανεισμό είναι οι αγορές ομολόγων: οποιαδήποτε εξοικονόμηση από τους ευρωπαϊκούς δανεισμούς πιθανότατα θα εξανεμιστεί από την αύξηση των επιτοκίων στο υπόλοιπο χρέος τους. Παράλληλα, κανένα ευρωπαϊκό κράτος δεν μπορεί μόνο του να καλύψει τους «στρατηγικούς πολλαπλασιαστές ισχύος» που σήμερα παρέχουν οι ΗΠΑ.
Ωστόσο, υπάρχει διέξοδος για την Ευρώπη και το κατά πόσο θα την επιλέξει θα αποτελέσει κρίσιμη δοκιμασία της σοβαρότητάς της. Μια σημαντική νέα μελέτη του Bruegel, μιας δεξαμενής σκέψης με έδρα τις Βρυξέλλες, προσφέρει μια πειστική πρόταση για έναν ευρωπαϊκό αμυντικό μηχανισμό, ουσιαστικά ένα κοινό αμυντικό ταμείο, ανοικτό σε κάθε χώρα που θέλει να συμμετάσχει, το οποίο θα μπορούσε σταδιακά να μεταμορφώσει τις αμυντικές δυνατότητες της ηπείρου. Το σχέδιο αυτό, που έχει εκπονηθεί από τους διακεκριμένους οικονομολόγους Guntram Wolff, Armin Steinbach και Jeromin Zettelmeyer, ίσως να είναι η μόνη ρεαλιστική λύση.
Το σχέδιο είναι ιδιαίτερα πειστικό γιατί αντιμετωπίζει όλες τις βασικές προκλήσεις κάθε ευρωπαϊκού σχεδίου επανεξοπλισμού. Πρώτον, θα είναι ανεξάρτητο από την ΕΕ. Αυτό σημαίνει ότι θα είναι ανοικτό σε βασικούς αμυντικούς παίκτες της Ευρώπης όπως η Βρετανία, η Νορβηγία και η Ελβετία, που δεν είναι μέλη της ΕΕ, ενώ θα εξαιρεί κράτη-μέλη των οποίων η συνταγματική ουδετερότητα δυσχεραίνει τη συμμετοχή τους. Και σε αντίθεση με την ΕΕ, δεν θα είναι ευάλωτο σε βέτο από χώρες όπως η Ουγγαρία, της οποίας η κυβέρνηση δεν μοιράζεται τις ίδιες αξίες.
Δεύτερον, ο μηχανισμός αυτός θα λειτουργεί ως «τράπεζα επανεξοπλισμού», η οποία θα δανείζεται από τις αγορές με την έκδοση ομολόγων για την αγορά όπλων εκ μέρους των μελών του, με το κρίσιμο πλεονέκτημα ότι αυτά τα χρέη δεν θα εμφανίζονται στους εθνικούς προϋπολογισμούς μέχρι τα κράτη να παραλάβουν τον εξοπλισμό. Όπου το ταμείο αποκτά δημόσια αγαθά όπως δορυφορικά συστήματα ή κοινή ευρωπαϊκή αεράμυνα, η πληρωμή θα γίνεται μέσω ετήσιων χρεώσεων υπηρεσίας, χωρίς να επιβαρύνονται οι εθνικοί προϋπολογισμοί.
Τρίτον, ο μηχανισμός θα μπορούσε να ξεπεράσει ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της ευρωπαϊκής αμυντικής αγοράς: τον υψηλό βαθμό κατακερματισμού, που ενισχύεται από την προτίμηση στις εγχώριες αγορές. Το αποτέλεσμα είναι υπερβολικά πολλά προϊόντα, μικρά μεγέθη παραγγελιών και μικρός ανταγωνισμός, που οδηγούν σε υψηλότερες τιμές. Ακόμη και μεγάλες χώρες παραγγέλνουν μικρές ποσότητες. Από το 2022, η Γερμανία έχει παραγγείλει μόλις 123 άρματα Leopard 2, με παράδοση έως το 2030. Παράλληλα, οι ευρωπαϊκές χώρες διαθέτουν 12 διαφορετικά κύρια άρματα μάχης, ενώ οι ΗΠΑ έχουν μόνο ένα.
Μέχρι σήμερα, η ΕΕ δεν έχει καταφέρει να ξεπεράσει αυτόν τον κατακερματισμό, επειδή οι συνθήκες της περιλαμβάνουν ειδική εξαίρεση (άρθρο 346) από τους κανόνες της ενιαίας αγοράς για τον αμυντικό τομέα, καθιστώντας οποιοδήποτε σχέδιο κοινών προμηθειών νομικά μη δεσμευτικό.
Αντίθετα, ο προτεινόμενος αμυντικός μηχανισμός, βασιζόμενος σε διακυβερνητική συνθήκη εκτός ΕΕ, δεν θα υπόκειται σε αυτήν την εξαίρεση. Κοινές παραγγελίες για εξοπλισμό που πιθανότατα θα χρειαστεί τα επόμενα χρόνια θα προσφέρουν πολύ μεγαλύτερη απόδοση για τις δαπάνες επανεξοπλισμού των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων.
Ακόμα καλύτερα, η προοπτική ενός ενιαίου, εύπορου ευρωπαίου αγοραστή θα δώσει στη βιομηχανία κίνητρα για επενδύσεις σε τεχνολογίες που σήμερα υπάρχουν μόνο στην αμερικανική αγορά. Αυτές περιλαμβάνουν μαχητικά πέμπτης γενιάς, συστήματα αεράμυνας, πυραυλικά συστήματα τύπου HIMARS και βαριά μεταγωγικά ελικόπτερα. Αυτό θα επιτρέψει στην Ευρώπη να μειώσει την εξάρτησή της από τις ΗΠΑ.
Αναμφίβολα, η πρόταση αυτή απαιτεί από τις κυβερνήσεις να λάβουν δύσκολες αποφάσεις. Για τη Βρετανία, που εγκατέλειψε την ΕΕ λιγότερο από μία δεκαετία πριν, θα αποτελούσε ένα τεράστιο βήμα προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Για χώρες όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, που παραδοσιακά αντιτίθενται στον κοινό ευρωπαϊκό δανεισμό, θα σήμαινε την υπέρβαση ενός πολιτικού ταμπού. Πολλά μικρότερα κράτη θα ανησυχούν για τον αντίκτυπο στους εθνικούς τους αμυντικούς τομείς.
Όμως, αν η Ευρώπη θέλει να παραμείνει πόλος ισχύος στον αναδυόμενο πολυπολικό κόσμο, ποια άλλη επιλογή έχει; Ίσως, μάλιστα, να είναι ήδη πολύ αργά.