Σε πρόσφατη ομιλία του ο πρόεδρος της γαλλικής αυτοκινητοβιομηχανίας Renault ανέφερε ότι «ο πόλεμος του μέλλοντος θα είναι ο πόλεμος των μετάλλων». Η εκτίμηση αυτή φαντάζει ρεαλιστική για όποιον γνωρίζει τη στρατηγική σημασία των μετάλλων σε όλες της πτυχές της οικονομικής δραστηριότητας. Οι κρίσιμες πρώτες ύλες (Critical Raw Materials, CRM) αποτελούν δομικά στοιχεία της παγκόσμιας οικονομίας, ενώ η επάρκειά τους, η απρόσκοπτη προσφορά τους και ο ανεμπόδιστος εφοδιασμός τους συνιστά στρατηγική πρόκληση σε ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται όλο και πιο έντονα από γεωοικονομικό κατακερματισμό, πολιτικές προστατευτισμού και τακτικές εργαλειοποίησης.

Ο στρατηγικός τους χαρακτήρας εντοπίζεται κυρίως στην ενεργειακή μετάβαση (ηλεκτρικά αυτοκίνητα, ηλιακά πάνελ, ανεμογεννήτριες και μπαταρίες, για την κατασκευή των οποίων απαιτούνται τεράστιες ποσότητες λιθίου, κοβαλτίου, νικελίου, χαλκού, γραφίτη), καθώς και στην ανάπτυξη προηγμένων ηλεκτρονικών (μικροτσίπ, δίκτυα 5G, μαγνήτες, αμυντικοί μηχανισμοί, για τα οποία απαιτούνται σπάνιες γαίες, γάλλιο, πυρίτιο, παλλάδιο).

Η επέκταση της παραγωγής παγκοσμίως την τελευταία δεκαετία έχει διττό πρόσημο: αφενός καταδεικνύει τη σημασία τους για την οικονομική μεγέθυνση (η παραγωγή λιθίου, για παράδειγμα, κατέγραψε αύξηση 208%), αφετέρου αναδεικνύει μια κρίσιμη γεωπολιτική διάσταση. Ο αυξανόμενος ανταγωνισμός για πρώτες ύλες, οι ανάγκες της πράσινης μετάβασης, η ευθραυστότητα των διεθνών εφοδιαστικών αλυσίδων και η διαμάχη ΗΠΑ – Κίνας οδηγούν τις παγκόσμιες οικονομικές δυνάμεις να προτάσσουν την ασφάλεια εφοδιασμού, να αναθεωρούν τις στρατηγικές τους και να υιοθετούν πολιτικές near/friend-shoring[1].

Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι ο αμερικανικός Inflation Reduction Act (IRA), η κινεζική πρωτοβουλία Made in China 2025, καθώς και ο πρόσφατος Κανονισμός της ΕΕ για τις Κρίσιμες Πρώτες Ύλες (CRM Act). Στην ουσία, πρόκειται για βιομηχανικές πολιτικές στον πυρήνα των οποίων βρίσκονται δύο στρατηγικού χαρακτήρα στόχοι: η αποκατάσταση (ή και διατήρηση) των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων στους τομείς της καθαρής ενέργειας και των προηγμένων τεχνολογιών και η μείωση της εξάρτησης από γεωπολιτικούς αντιπάλους.

Οι όποιες προσπάθειες ωστόσο προσκρούουν σε δύο δυνητικές απειλές: α) στη συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση για πρώτες ύλες, που υπολείπεται κατά πολύ της προσφοράς, και β) στη συγκέντρωση της αγοράς στα διάφορα στάδια της αλυσίδας αξίας των κρίσιμων υλών (εξόρυξη, κατεργασία, διύλιση, μετατροπή σε τελικό προϊόν) σε συγκεκριμένες χώρες.

Όσον αφορά την ΕΕ, οι στόχοι της πράσινης μετάβασης και της «στρατηγικής αυτονομίας» προϋποθέτουν τεράστιες επενδύσεις προκειμένου να αυξηθεί η παραγωγική ικανότητα «καθαρών τεχνολογιών» στο εσωτερικό της Ένωσης. Όμως η χρόνια εξάρτηση της ΕΕ από τις εισαγωγές πρώτων υλών από τρίτες χώρες (όπως ακριβώς έγινε με το φυσικό αέριο), καθώς και η βιομηχανική πολιτική «ανάθεσης» σταδίων της παραγωγής στις αναδυόμενες οικονομίες της Ασίας, συνηγορούν στο ότι η ΕΕ είναι δέσμια των διεθνών οικονομικών αλληλεξαρτήσεων και πλήρως εκτεθειμένη στις γεωπολιτικές διαμάχες των αντίπαλων μπλοκ.

Η διπλή πρόκληση: υπερβάλλουσα ζήτηση και συγκέντρωση της αγοράς

Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η αξία της παγκόσμιας αγοράς τεχνολογιών μηδενικών εκπομπών θα ανέρχεται σε 600 δισ. ευρώ ετησίως ως το 2030, ενώ η ανάπτυξη των ΑΠΕ αναμένεται να τετραπλασιαστεί ως το 2050. Τέτοιες εκτιμήσεις επιβεβαιώνουν τις αυξητικές τάσεις στη ζήτηση πρώτων υλών. Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας εκτιμά ότι η ζήτηση αναμένεται να εξαπλασιαστεί τα επόμενα 20 έτη, ενώ η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμά ότι μόνο η ζήτηση για ορυκτά που χρησιμοποιούνται στις μπαταρίες αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας (αλουμίνιο, λίθιο, μαγνήσιο, κοβάλτιο) μπορεί να αυξηθεί κατά 450% ως το 2050. Αντίστοιχες είναι και οι προβλέψεις για τις σπάνιες γαίες, με τη ζήτηση να επταπλασιάζεται.

Όσον αφορά τη συγκέντρωση της αγοράς, για μια βαθύτερη κατανόηση του θέματος πρέπει να δούμε τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού ολιστικά. Το σπάσιμο των εφοδιαστικών αλυσίδων στα διάφορα στάδια (εξόρυξη, διύλιση, επεξεργασία, τελικό προϊόν) και η γεωγραφική κατανομή των σταδίων οδήγησαν τις χώρες του παγκόσμιου Νότου να αυξήσουν το μερίδιό τους στην αγορά των πρώτων υλών. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των εξορύξεων, όπου χώρες όπως η Ινδονησία, το Κονγκό, η Αυστραλία, η Χιλή και το Περού έχουν σημαντικά μερίδια συμμετοχής.

Η περίπτωση της Κίνας

Η μοναδική χώρα ωστόσο που συμμετέχει σε όλα τα στάδια της εφοδιαστικής αλυσίδας (από την εξόρυξη μέχρι τη μεταποίηση προϊόντων) είναι η Κίνα. Η ικανότητα διύλισης πρώτων υλών εδραίωσε την κινεζική κυριαρχία στον συγκεκριμένο τομέα και εξασφάλισε στην Κίνα μονοπωλιακή ισχύ. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στην Κίνα διυλίζεται το 94% της αυστραλιανής παραγωγής λιθίου, το 99% των εξορύξεων κοβαλτίου από το Κονγκό και το 70% του παγκόσμιου μαγγανίου. Συνολικά, το 87% της παγκόσμιας διύλισης πραγματοποιείται στην Κίνα, ενώ υψηλά ποσοστά καταγράφονται και στις σπάνιες γαίες (66% της εξορυκτικής δραστηριότητας, 98% των ευρωπαϊκών εισαγωγών).

Πέρα όμως από τη δυνατότητα επεξεργασίας ακατέργαστων μετάλλων, η κινεζική κυριαρχία οφείλεται και σε άλλους παράγοντες. Η αποκλειστική πρόσβαση που έχει σε αποθέματα χωρών με τις οποίες έχει οικοδομήσει φιλικές σχέσεις μέσα από το επενδυτικό (και γεωπολιτικό) εγχείρημα «Δρόμος του Μεταξιού»/«One Belt, One Road» όχι μόνο ενισχύει τη θέση της, αλλά την καθιστά μονοψώνιο.

Η συνθήκη αυτή της επέτρεψε να μετατραπεί πολύ γρήγορα από παραγωγό πρώτων υλών σε σημαντικό καταναλωτή. Μεταξύ 2004-2014 η κινεζική κατανάλωση σπάνιων γαιών αυξανόταν κατά μέσο όρο 8% ετησίως, τη στιγμή που η παγκόσμια κατανάλωση μειωνόταν. Το γεγονός δε ότι έχει εξελιχθεί στον κορυφαίο κατασκευαστή «καθαρών τεχνολογιών» –σε μια εποχή που η απανθρακοποίηση είναι το ζητούμενο– υποδηλώνει πως η τάση αυτοκατανάλωσης πρώτων υλών θα συνεχιστεί. Αυτό, σε συνδυασμό με την εξαγγελία για «παγκόσμια τεχνολογική ηγεμονία ως το 2035», εγείρει ανησυχίες ως προς την επαρκή προσφορά ορυκτών σε διεθνές επίπεδο.

Παράλληλα, οι κρατικές χρηματοδοτήσεις σε επενδύσεις έρευνας και ανάπτυξης συνέβαλαν στην πρωτοκαθεδρία της Κίνας στην παγκόσμια αγορά μετάλλων. Αξίζει να σημειωθεί ότι ήδη από το 1985 υπήρχαν περισσότερα από 300 ερευνητικά ινστιτούτα για την ανάπτυξη νέων μεθόδων εξόρυξης και επεξεργασίας. Ως εκ τούτου, η Κίνα έχει κατοχυρώσει περισσότερα διπλώματα ευρεσιτεχνίας για τις σπάνιες γαίες απ’ ό,τι ο υπόλοιπος κόσμος μαζί.

Η κρατική χρηματοδότηση, σε συνδυασμό με το χαλαρό ρυθμιστικό πλαίσιο για τη βιομηχανία των μετάλλων και την εύκολη πρόσβαση σε πρώτες ύλες, προσέλκυσαν με τη σειρά τους ξένες επιχειρήσεις, που μετεγκαταστάθηκαν στην Κίνα. Η βασική συνέπεια ήταν η ενδυνάμωση της παραγωγικής ικανότητας της χώρας μέσω της μεταφοράς τεχνολογίας. Τέλος, ρόλο έπαιξε η επιβολή ποσοστώσεων στην παραγωγή και στις εξαγωγές πρώτων υλών, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την απαγόρευση εξαγωγών σπάνιων γαιών στην Ιαπωνία το 2010. Η εξέλιξη αυτή ωστόσο πυροδότησε τις πρώτες προσπάθειες απεξάρτησης από την κινεζική αγορά και οδήγησε στην αύξηση των επενδύσεων σε χώρες εκτός Κίνας. Μέσα σε μια δεκαετία, οι ιαπωνικές εισαγωγές σπάνιων γαιών από την Κίνα μειώθηκαν από 90% στο 60%.

Νέοι κίνδυνοι

Η αυξανόμενη συμβολή των κρίσιμων πρώτων υλών στην οικονομική δραστηριότητα αναδεικνύει νέους κινδύνους και απειλές, τόσο σε επίπεδο κρατών όσο και σε επίπεδο εταιρειών. Η κινεζική κυριαρχία στο πεδίο των ορυκτών αφήνει στο Πεκίνο περιθώρια άσκησης γεωπολιτικής μόχλευσης σε χώρες που εξαρτώνται από τις κινεζικές εισαγωγές πρώτων υλών. Η εργαλειοποίηση αυτή από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη (που μπορεί να πάρει διάφορες μορφές, π.χ. dumping, ποσοστώσεις, στοχευμένες διακοπές εξαγωγών) μοιάζει όλο και πιο πιθανή, για δύο λόγους: α) η διαμάχη Δύσης (ΗΠΑ) – Κίνας κλιμακώνεται και β) η Κίνα έχει συμφέρον να εκμεταλλευτεί το γεωοικονομικό πλεονέκτημα που της προσφέρει η θέση της στις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες, προτού αυτές προλάβουν να αλλάξουν εις βάρος της.

Ακολούθως, η πιθανότητα εργαλειοποίησης ενισχύει το ενδεχόμενο κατακερματισμού των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού, καθώς και τη δημιουργία μπλοκ/καρτέλ χωρών-αγοραστών και χωρών-παραγωγών, αντικατοπτρίζοντας στην ουσία το δίπολο ζήτηση – προσφορά. Το μπλοκ των αγοραστών αφορά πρωτίστως χώρες της Δύσης (ΗΠΑ-ΕΕ-G7), το ενδιαφέρον των οποίων εστιάζει στην ασφάλεια εφοδιασμού, στη συγκέντρωση της ζήτησης και στην ενίσχυση της διαπραγματευτικής τους ικανότητας.

Σε ό,τι αφορά τις χώρες-παραγωγούς, το ζητούμενο για αυτές είναι η επέκταση της γεωπολιτικής επιρροής τους και η ενίσχυση του οικονομικού τους βάρους. Υπό αυτό το πρίσμα, ένα σενάριο που φαντάζει εφικτό αφορά το συνασπισμό των χωρών αυτών και τη δημιουργία ενός οργανισμού παραγωγών κρίσιμων πρώτων υλών στο πρότυπο του ΟΠΕΚ.

Ένα τέτοιο εγχείρημα θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα τη χειραγώγηση των διεθνών τιμών, τις στρατηγικές διακοπές του εφοδιασμού σε χώρες που θεωρούνται μη φιλικές, καθώς και τη σύναψη ευνοϊκών συμφωνιών με συγκεκριμένους εταίρους. Σημειώνεται ότι η Ινδονησία, μια εκ των μεγαλύτερων παραγωγών νικελίου, έχει προτείνει τη δημιουργία καρτέλ με σκοπό τον έλεγχο της προσφοράς και των τιμών. Αντίστοιχες σκέψεις έχουν εκδηλώσει και πλούσιες σε ορυκτά χώρες της Λατινικής Αμερικής, χωρίς ωστόσο να διαφαίνεται μέχρι στιγμής κάποια τέτοια προοπτική.

Ο παράγοντας-κλειδί της αλληλεξάρτησης

Ωστόσο, παρά τους κινδύνους, η βίαιη αποσύνδεση της Δύσης και των παραγωγών κρατών του παγκόσμιου Νότου δεν προδιαγράφεται στο άμεσο μέλλον. Η βαθιά οικονομική αλληλεξάρτηση δεν αφήνει περιθώρια απότομης μεταβολής του status quo των κρίσιμων υλών. Η κατάσταση αυτή οφείλεται σε δύο συνθήκες: α) στις περιορισμένες νέες επενδύσεις που έχουν καταγραφεί στο επίπεδο της upstream βιομηχανίας τα τελευταία έτη (έρευνα, εξόρυξη, παραγωγή), β) στους μεγάλους χρόνους παράδοσης των νέων ερευνών και εξορύξεων.

Εκτιμάται ότι κάθε νέα επένδυση θα αποφέρει αύξηση της παραγωγικής ικανότητας σε 5 έως 15 χρόνια (χαρακτηριστικό παράδειγμα, τα τεράστια αποθέματα σπάνιων γαιών στη Σουηδία, για τα οποία όμως εκτιμώνται ως χρόνος παράδοσης/παραγωγής τα 15 έτη). Εάν σε αυτές τις δυσκολίες προσθέσουμε και τις κοινωνικές και περιβαλλοντικές ενστάσεις που μπορεί να προκύψουν σχετικά με τις εξορυκτικές διαδικασίες, ειδικά σε επίπεδο ΕΕ, αντιλαμβανόμαστε ότι η διαφοροποίηση των προμηθευτών δεν θα επιτευχθεί στο άμεσο μέλλον. Αντ’ αυτού, αυτό που διαφαίνεται ήδη να συμβαίνει είναι η στρατηγική του near/friend-shoring που ακολουθούν τα διάφορα κράτη στο πλαίσιο της ευρύτερης πολιτικής του de-risking (στρατηγική μείωσης ρίσκου).

[1] H μετεγκατάσταση της παραγωγής σε κοντινές/φιλικές χώρες ώστε να αποφευχθούν φαινόμενα εργαλειοποίησης και εφοδιαστικών διαταραχών.

  • H ανάλυση της Αντιγόνης Βουλγαράκη, ΜSc στο Eυρωπαϊκό Δίκαιο & την Πολιτική δημοσιεύθηκε στο 15ο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτο ΕΝΑ.