Ο Δημοκρατικός γερουσιαστής Ρόμπερτ Μπομπ Μενέντεζ και η σύζυγός του Ναντίν εμφανίστηκαν στο δικαστήριο του Μανχάταν δηλώνοντας αθώοι για τις κατηγορίες διαφθοράς και δωροδοκίας. Η υπόθεση έχει συνταράξει την αμερικανική πολιτική σκηνή και εκτιμάται πως θα οδηγήσει στο πολιτικό τέλος του Μενέντεζ.

Η αποχώρησή του από τη Γερουσία θα μπορούσε να ανατρέψει την ισορροπία δυνάμεων στο ήδη διχασμένο σώμα του κογκρέσου, το οποίο ελέγχεται οριακά από τους Δημοκρατικούς. Όμως παράλληλα η υπόθεσή του φέρνει στο προσκήνιο και τη «σάπια» πραγματικότητα στο βασίλειο του Νιου Τζέρσεϊ, την κομητεία Χάντσον, όπου  κυριαρχούν η διαφθορά, η ίντριγκα και η δολοπλοκία για την πολιτική εξουσία.

Όπως σχολιάζουν οι Financial Times, οι νομικές περιπέτειες του γερουσιαστή αναδεικνύουν μια πολύ βαθύτερη υπόθεση: Είναι η ανατροπή ενός «βασιλιά» και τα σενάρια σχετικά με το πως θα μπορούσαν να μοιραστούν τα λάφυρα του βασιλείου.

Ο Ρόμπερτ «Μπομπ» Μενέντεζ ανατράφηκε πολιτικά στην κομητεία Χάντσον. Μια πορεία 50 ετών που τον οδήγησε από το τοπικό σχολικό συμβούλιο στη Γερουσία των ΗΠΑ και στην ισχυρή θέση του προέδρου της επιτροπής εξωτερικών σχέσεων.

Το Χάντσον είναι μια γωνιά του Νιου Τζέρσεϊ που φημίζεται για τους τοπικούς εξουσιαστές και τη δημόσια διαφθορά. Ένα παραδοσιακό φαινόμενο που κάνει ακόμη και τους πιο πιστούς κατοίκους του Νιου Τζέρσεϊ να κουνούν το κεφάλι τους με απόγνωση. Δήμαρχοι, πολιτικά στελέχη κομητείων και αστυνομικοί έχουν οδηγηθεί στη φυλακή με κατηγορίες δωροδοκίας και εκβιασμού. Οι διάδοχοί τους αυτοπροβάλλονταν ως «μεταρρυθμιστές», όμως τελικά υπέκυψαν στους ίδιους «πειρασμούς». Είναι ενδεικτικό το καυστικό πρωτοσέλιδο σχόλιο στην εφημερίδα The Jersey  Journal. Τον Οκτώβριο του 1982 κυκλοφόρησε με κεντρικό τίτλο: «Κανένας επίσημος του Χάντσον δεν κατηγορήθηκε χθες».

Οι γνωρίζοντες σημειώνουν πως η διαφθορά είναι ανεξάρτητη από τα πρόσωπα, φαίνεται σαν είναι μέρος των θεσμών. Οι νέοι βλέπουν τους παλιούς να λαμβάνουν δωροδοκίες και να δυναμώνουν μέσω της διαφθοράς και όταν φτάσει η σειρά τους αναλάβουν θέσεις εξουσίας πιστεύουν πως απλώς πρέπει να λειτουργήσουν με το ίδιο τρόπο.

Και ο Μενέντεζ κάποτε εμφανιζόταν ως μεταρρυθμιστής. Αναδείχθηκε στην πολιτική υπό την κηδεμονία του Γουίλιαμ Μούστο, δημάρχου της Union City από το 1962 έως το 1982. Τελικά ο Μούστο καταδικάστηκε για υπόθεση διαφθοράς εκατοντάδων χιλιάδων δολαρίων που σχετιζόταν με συμβάσεις κατασκευής σχολείων. Ο Μούστο καταδικάστηκε χάρη σε μαρτυρία του Μενέντεζ, ο οποίος εξελέγη δήμαρχος τέσσερα χρόνια αργότερα με την υπόσχεση να καθαρίσει τους «στάβλους».

Και σήμερα, πολιτικοί αντίπαλοι δηλώνουν πως ντρέπονται για την κατάσταση και εμφανίζονται αποφασισμένοι να δώσουν ένα τέλος. Ο δήμαρχος του Τζέρσεϊ Σίτι, που συγκρούστηκε με τον Μενέντεζ, έγραψε στο «Χ»: «Αισθάνομαι πραγματικά άσχημα για την αμηχανία που έχει προκαλέσει ο Μενέντεζ σε όλο το Νιου Τζέρσεϊ και σε αυτούς που του εμπιστεύτηκαν μια ψήφο. Εργαζόμαστε σκληρά για να αλλάξουμε αυτή την κατάσταση. Το κατηγορητήριό του αμαυρώνει όλη την πολιτεία μας».

Το Χάντσον, η πιο πυκνοκατοικημένη κομητεία στην πιο πυκνοκατοικημένη πολιτεία των ΗΠΑ, φαίνεται πως έχει παράδοση στη διαφθορά. Το αρχέτυπο πολιτικό αφεντικό ήταν ο Φρανκ «Είμαι ο Νόμος» Χάγκ. Στέλεχος των Δημοκρατικών, υπηρέτησε ως δήμαρχος του Τζέρσεϊ Σίτι από το 1917 έως το 1947, τριάντα ολόκληρα χρόνια, και αναδείχθηκε μεταξύ των πιο ισχυρών πολιτικών της χώρας. Με μισθό 8.000 δολαρίων και «δώρα» κατάφερε να δημιουργήσει μια περιουσία εκατομμυρίων δολαρίων.

Οι τοπικοί αξιωματούχοι συνεργάζονται με κοινωνικοοικονομικά «φέουδα» που διατηρούν την ισχύ τους και αποκτούν τεράστια δύναμη, κάνοντας εξυπηρετήσεις και λαμβάνοντας «δώρα». Οι επιχειρήσεις αναζητούν άδειες, ενώ τα κατώτερα οικονομικά στρώματα – κυρίως μετανάστες – στηρίζουν πολιτικούς επειδή τους υπόσχονται μια θέση στην πυροσβεστική, την αστυνομία ή κάποια δημοτική υπηρεσία, μια εξέλιξη που θα μπορούσε να αλλάξει ριζικά τη ζωής τους. Με πελατειακές σχέσεις και εξαρτήσεις δημιουργείται ένα πανίσχυρο τοπικό καθεστώς, που αποδεικνύεται κρίσιμο για τις πολιτειακές αναμετρήσεις. «Η εξουσία βρίσκεται στους τοπικούς θύλακες», δήλωσε o Μίκα Ράσμουσεν, διευθυντής του Ινστιτούτου Rebovich για την πολιτική του Νιου Τζέρσεϊ στο Πανεπιστήμιο Rider.

«Για να γίνεις αφεντικό, πρέπει να ρίξεις ένα αφεντικό», σημείωσε στους Financial Times ο Ντέιβιντ Γουάιλντσταϊν, ιδρυτής και εκδότης του διαδικτυακού πολιτικού ιστοτόπου New Jersey  Globe. Μια κατάσταση που θυμίζει δομές της «μαφίας». Όσο ψηλά κι εάν φτάσεις δεν «ξεχνάς» το Χάντσον, τόνισε ο Ντέιβιντ Γουάιλντσταϊν, χαρακτηρίζοντας τον Μενέντεζ «προϊόν μιας πολιτικής μηχανής όπου για να πετύχεις απαιτεί να είσαι σκληρός τύπος».

Ο Μενέντεζ κατηγορήθηκε για πρώτη φορά για δωροδοκία το 2015. Ο Γερουσιαστής κρίθηκε αθώος και έστειλε μήνυμα από τα σκαλιά του δικαστηρίου: «Για αυτούς που έσκαβαν τον πολιτικό μου τάφο, τώρα θα πηδήξουν στη θέση μου, ξέρω  ποιος είσαι και δεν θα το ξεχάσω», είχε πει.

Τότε το Δημοκρατικό κόμμα τον στήριξε. Όμως αυτή τη φορά τα πράγματα είναι διαφορετικά. Το κατηγορητήριο είναι πολύ πιο βαρύ και σοβαρό. Ισχυροί συνάδελφοι του Μενέντεζ έχουν ζητήσει την παραίτησή του.

Τη χαριστική βολή, σύμφωνα με τους αναλυτές, έδωσε ο επίσης Δημοκρατικός γερουσιαστής του New Jersey, Κόρι Μπούκερ, ο οποίος έχει αναγνωρίζει τον Μενέντεζ ως «μέντορά» του. Είμαι «ο Ρόμπιν του Μπάτμαν» είχε πει κάποτε. Σήμερα ακολουθεί τα βήματα του «μέντορά» του, θυμίζοντας τον Μενέντεζ που «καταδίκασε» τον Γουίλιαμ Μούστο. Ο Κόρι Μπούκερ ζήτησε την παραίτηση του Μενέντεζ, υπογραμμίζοντας πως τα εγκλήματα για τα οποία κατηγορείται είναι πάρα πολλά και σοκαριστικά.

Αν και οι περισσότεροι τηρούν μια «σιωπή σεβασμού», είναι γεγονός πως αρκετοί που εποφθαλμιούν τον «πολιτικό θάνατο» του Μενέντεζ. Οι πιο ιδεαλιστές ευελπιστούν πως το τέλος του Μενέντεζ θα σηματοδοτήσει μια νέα αρχή για την κομητεία Χάντσον. Ή τουλάχιστον αυτό προβάλλουν, ενώ άλλοι ετοιμάζονται να διεκδικήσουν τα «λάφυρα» του βασιλείου.