«Πρέπει να επισκέπτεσαι την περιφέρειά σου, γιατί όταν θα’ ρθουν εκλογές, υπάρχει περίπτωση η περιφέρειά σου να σε γράψει στη περιφέρειά της» έλεγε ο ανεπανάληπτος Μαυρογιαλούρος, κατά κόσμον Λάμπρος Κωνσταντάρας, στο «Υπάρχει και φιλότιμο», σατιρίζοντας επιτυχώς το πολιτικό αλισβερίσι της χώρας, με τις μίζες, τις προεκλογικές εκστρατείες και τα «φάσκελα» που κατά διαστήματα λαμβάνουν μερικοί πρωταγωνιστές της πολιτικής σκηνής. Γράφει η Νίκη Παπάζογλου Την χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου πολλές ταινίες καταπιάστηκαν με το φαινόμενο «εκλογές» και μέσα από την κωμωδία και την σάτιρα μας χάρισαν αλησμόνητες ατάκες, ερμηνείες και κινηματογραφικά ενσταντανέ που αποτυπώνουν γλαφυρότατα την εκλογική διαδικασία μέσα στα χρόνια. Παρακάτω θα παρουσιάσουμε τις πιο χαρακτηριστικές εξ αυτών που αποταμίευσαν στην εκλογική μας συνείδηση τα ευτράπελα της εκλογικής μάχης χαρίζοντας διαχρονικά στιγμές γέλιου αλλά και προβληματισμού. «Θα σας εξαφανίσομεν» – Υπάρχει και φιλότιμο, 1965 Ήταν το 1965 όταν ο Λάμπρος Κωνσταντάρας καθώς πρόβαρε το λόγο που θα εκφωνούσε στην περιφέρειά του, ως Ανδρέας Μαυρογιαλούρος, υπουργός αγροτικής Ανασυγκροτήσεως  έλεγε το αλησμόνητο «Θα σας εξαφανίσομεν…» αντί του θα σας εξασφαλίσομεν, γελώντας μέχρι κι ο ίδιος με τ λάθος του. Ο Μαυρογιαλούρος, έκτοτε σημείο αναφοράς των απανταχού Ελλήνων, κοιμάται τον ύπνο του δικαίου, λύνοντας σταυρόλεξα στο υπουργείο του, ώσπου ένα τυχαίο ατύχημα με το αυτοκίνητό που οδηγεί η κόρη του, Νίκη Λινάρδου, ενώ κατευθύνονται σε χωριό της περιφέρειάς του για τον εγκαινιασμό κάποιου έργου, θα τον φέρει αντιμέτωπο με τις απάτες και τις πλάνες του κομματάρχη του. Συνομιλώντας με τους χωριανούς καταλαβαίνει πως αν και υπουργός, εκείνοι γνωρίζουν περισσότερα για το υπουργείο του αλλά και πως το δεξί του χέρι, ο κομματάρχης κύριος Γκρούεζας, κατά κόσμον Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, μαζί με άλλα στελέχη του υπουργικού του γραφείου «φάγανε, φάγανε, φάγανε». Αυτός είναι και ο λόγος που αργεί να αποκαλύψει την ταυτότητά του με αποτέλεσμα να ρίχνουν όλοι μαζί, χωριανοί και υπουργός, φάσκελα στον Μαυρογιαλούρο… «Μαύρο και δαγκωτό», «Και εμείς τι ζητάμε τώρα κύριε Παπαδάκη;», «Κύριε Ντάντι μας», «Εμπορευάμενος και χειρευάμενος από την Αθήνα έρχομαι και στην κορφή κανέλα», «Φάγανε απ’ τα τσιμέντα, φάγαν’ απ’ τα πλακάκια, φάγανε, φάγανε, φάγανε…» καθώς και οι σταυρολεξίες στις οποίες επιδίδεται καθημερινά ο πολυάσχολος υπουργός είναι μόνο μερικές από τις ατάκες που μας χάρισε η ταινία της Φίνος Φιλμ, σε σκηνοθεσία και σενάριο του Αλέκου Σακελάριου. «Άνω Παναγιά, Κάτω Παναγιά, πέρα Παναγιά, δόθε Παναγιά Γκόρτσος – Τζένη Τζένη, 1966 «Η Μαγκούρα στη Βουλή» ήταν το σύνθημα του περιβόητου παιδιού του λαού, Γκόρτσου, που βροντοφώναζε αρχικά ο αλησμόνητος Διονύσης Παπαγιαννόπουλος ως κομματάρχης Κοσμάς Σκούταρης. Αντίπαλος του, ο πλούσιος Λάμπρος Κωνσταντάρας ως Μίλτος Κασσανδρής, ο οποίος θέλοντας να βγάλει τον ανιψιό του, Ανδρέα Μπάρκουλη, βουλευτή μηχανεύεται ένα κόλπο ου θα αναγκάσει τον Σκούταρη να έρθει με το μέρος του. Ο ανηψιός παντρεύεται την Τζένη Καρέζη, κόρη του Σκούταρη, η οποία με τα κόπλα της τον κάνει «βαπόρι προσθέτοντας στην συλλογή του Κασσανδρή άλλο ένα». Οι πολιτικές συμμαχίες αλλάζουν εν μια νυκτί.«Μου έλεγε και σας έλεγα…» λέει χαρακτηριστικά ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος για να δικαιολογήσει την αλλαγή πορείας και την στήριξη του μέχρι πρότινος πολιτικού του αντιπάλου. «Αλήθεια εσείς πως την ψωνίσατε; Αφήσατε μια έδρα πολιτικών επιστημών που θα λέγατε τόσο σοφά πράγματα για να πιάσετε μια έδρα στη βουλή και να λέτε ” κάτσε κάτω ρε” » λέει η Τζένη Καρέζη στον Ανδρέα Μπάρκουλη μετά την μικρή διαδήλωση υποδοχής που του ετοίμασε ο θείος του η οποία στοίχησε 80 δραχμές το κεφάλι… Το ρεσιτάλ ερμηνείας της πρωταγωνιστικής 4άδας, των δύο κομματαρχών, Κωνσταντάρα – Παπαγιαννόπουλο καθώς και των δύο νιόπαντρων, Καρέζη-Μπάρκουλης, είναι αμίμητο, χαρίζοντας γέλιο και ατάκες καθ’ όλη την διάρκεια του έργου. «-Ο κΚασσανδρής έχει βαπόρια, θα ρίξει πολλά λεφτά, θα μας φάει την έδρα, εγώ τι έχω να ρίξω, ένα εργοστασιάκι έχω που φτιάχνει λουκούμια. – Ε ρίξε λουκούμια να γλυκάνεις και τις πίκρες του λαού…» «Θα ψηφίσουμε Γκόρτσο, το παιδί του λαού! -Έ όχι και παιδί αυτός είναι στην ηλικία μου – Ε και; Παιδί είναι, επειδή δηλαδή εσύ εγέρασες από τα ογδόντα» «Ρε συ, από την Δευτέρα αν με ψηφίσεις η φαλάκρα σου θα γεμίσει τρίχες» – Η κυρία δήμαρχος, 1960 «- Από την Δευτέρα λέγω, δεν θα πεινάει κανένας… Δεν θα αφήσουμε τα χελιδόνια να μας κουτσουλάνε όλη μέρα τις αυλές, θα διορίσουμε 4 να τα διώχνουν με τα καλάμια από τα σύρματα. Από την Δευτέρα θα αρχίσουμε να χτίζουμε γιοφύρια… –  Τι να τα κάνουμε τα γιοφύρια αφού δεν έχουμε ποτάμια…; –  Θα κάνουμε και ποτάμια δύσκολο είναι;…» Κι αυτά είναι μόνο τα μισά από όσα υπόσχεται ο Βασίλης Αυλωνίτης ως Ανάργυρος Προκόπης, με σκοπό να κατατροπώσει την αντίπαλό του Γεωργία Βασιλειάδου που εμφανίζεται ως Ασπασία Ζορμπαλά. Βέβαια πριν ακόμα εμπλακούν ως πολιτικοί αντίπαλοι στη μάχη για την δημαρχία, οι δύο πρωταγωνιστές διατηρούν αντικριστές ταβέρνες και φυσικά κάκιστες σχέσεις ως ανταγωνιστές ιδιοκτήτες. Όμως για κακή τους τύχη, τα παιδιά τους που είναι ερωτευμένα, αναλαμβάνουν να συμφιλιώσουν τους πολιτικούς αντιπάλους. Η ταινία σε σκηνοθεσία Ροβήρου Μανθούλη και σενάριο Νέστορα Μάτσα και Βίων Παπαμιχάλη, έκοψε 35.917 εισιτήρια το 1960 και ήρθε 22η στις 52 ταινίες της σεζόν αφού η μάχη της δημαρχίας με τις υποσχέσεις που την συνοδεύν σατιρίζει την πολιτική σκηνή  χαρίζοντας αλησμόνητες ατάκες και άφθονες στιγμές γέλιου. «Ξεβουλώστε τα αφτιά σας και ακούστε το μεγάλο μου πολιτικό πρόγραμμα. Άρθρον πρώτον: Έργα διάφορα και ποικίλα, πω, πω πω τι έχω να σας φτιάσω και πρώτα από όλα θα βάλω να πλένουνε με σαπούνι όλες τις ρούγες και τα σοκάκια για να απλώνεται με ευκολία τον τραχανά σας» υπόσχεται ο Βασίλης Αυλωνίτης αποτυπώνοντας γλαφυρότατα τις πολιτικές υποσχέσεις… «Ε, τι τους κρατάς στη χούφτα σου 3.960 ψηφοφόρους. Αφού δεν βγήκες βουλευτής άστους να πάνε σπίτια τους…» – Ο Θανασάκης Πολιτευόμενος – 1953 «Φέρε κάνα λάχανο στο σπίτι σου πρώτα και ύστερα αναλαμβάνεις το υπουργείο Γεωργίας» αναφωνεί ο Ντίνος Ηλιόπουλος στον γαμπρό του Θανασάκη, σατιρίζοντας την ματαιοδοξία των επηρμένων και ευκολόπιστων που επιλέγουν την πολιτική οδό καταλήγοντας στο προσωπικό αδιέξοδο. Στην μεταφορά του θεατρικού έργου του διδύμου Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου, ο Μελέτης, Ντίνος Ηλιόπουλος, όντας μπακάλης, κάνει ό,τι περνά από το χέρι του, για να βγάλει τον νεαρό επιστήμονα και γαμπρό του, Βύρων Πάλλη, βουλευτή. Ο γαμπρός αποτυγχάνει πανηγυρικά παρόλο που «έχει βαφτίσει όλα τα μυξιάρικα της τέως διοικήσεως πρωτευούσης» και παρά το γεγονός πως ο μπακάλης έχει ξοδέψει πάνω από 250 εκατ. σε «εισφορές εις το κόμμα για την ενίσχυση του εκλογικού αγώνα, σε φωτογραφίες μικρές, μεγάλες, σε τοιχοκολλητικά, σε διαφημιστικά πανό με παράστασιν την Ελλάδα στεφανώνουσα τον Θανασάκη, και σε πιτσιρίκια- σε όλους αυτούς δηλαδή που έτρεχαν ξοπίσω του ζητωκραυγάζοντας». Αν και την πρώτη φορά η στήριξης αποδεικνύεται ανεπιτυχής, οι εκλογές ξανάρχονται και ο υποψήφιος ξαναζητά από τον κουνιάδο του να τον στηρίξει ως υποψήφιο σε διαφοτερικό αυτή τη φορά κόμμα με εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις από το προηγούμενο. « -Εγώ αν θέλω νομαρχία την έχω εδώ» λέει ο Θανασάκης δείχνοντας την χούφτα ενώ ο Ντίνος Ηλιόπουλος του απαντά -«Στην χούφτα και την Νομαρχία. Μπράβο Θανασάκη. Ε λοιπόν εγώ αυτό που θαυμάζω σε εσένα, είναι η χούφτα σου…»! «-Ξέρεις τι σημαίνουν 3.960 ψηφοφόροι, Μελέτη μου; Να, εδώ τους έχω. Τους κρατάω στην χούφτα μου. -Τους κρατάς στην χούφτα σου; Γιατί, βρε Θανασάκη; Βουλευτής βγήκες; – Όχι. – Ε, τι τους κρατάς; Αμόλα τους. Άστους να πάνε στα σπίτια τους.»

«Ψεύτρες δεν μας λένε τόσα χρόνια… Ε τι άλλο χρειάζεται ένας βουλευτής παρά ψευτιά » – Η βουλευτίνα, 1966 «Τον Αράπη κι αν τον πλένεις το σαπούνι σου χαλάς», επαναλαμβάνει η Ρένα Βλαχοπούλου, απευθύνοντας την μομφή στο αρραβωνιαστικό της Περικλή Αράπη, υποψήφιο βουλευτή, τον οποίο υποδύεται ο Σταύρος Ξενίδης. Ο Νίκος Ρίζος ως βοηθός πληρώνει υποστηρικτές να γεμίζουν τα καφενεία στις προεκλογικές συγκεντρώσεις και κάνει τον υποβολέα των εκλογικών λόγων… Παρά τις προσπάθειες βέβαια του Νίκου Ρίζου αλλά και της Ρένας Βλαχοπούλου, η οποία αναλαμβάνει τις δημόσιες σχέσεις του βουλευτή, η έκβαση της εκλογικής αναμέτρηση είναι σκέτη αποτυχία σε αντίθεση με τις αστείες στιγμές που πετυχαίνουν να διασκεδάζουν το φιλοθεάμων κοινό μέχρι και σήμερα… Όταν δε η Ρένα Βλαχοπούλου, εμπλέκεται με την πολιτική γλυκαίνεται κι η ίδια από την ιδέα της εξουσίας με αποτέλεσμα να παρακολουθήσουμε την πλήρη ανατροπή του σκηνικού… «Σημασία έχει ότι αποκτήσαμε οντότητα, δεν είμαστε πλέον αυτά τα άβουλα πράγματα που έσερναν οι άντρες από την μύτη, σοφάρουν οι άντρες σοφάρουμε κι εμείς, παντελόνια οι άντρες παντελόνια κι εμείς, δικαστές οι άντρες, δικαστίνες κι εμείς, βουλευτές οι άντρες, βουλευτίνες κι εμείς, ψεύτρες δεν μας λένε τόσα χρόνια… Ε τι άλλο χρειάζεται ένας βουλευτής παρά ψευτιά! Νοικοκυρές δεν είμαστε, τι χρειάζεται ο τόπος για να ορθοποδήσει , νοικοκυριό» αυτά μου είπανε και με πείσανε να παίξω την βουλευτίνα»… «Οι υποσχέσεις είναι εύκολες, η δυσκολία είναι μετά τις εκλογές όταν έρχεται η καταραμμένη εκείνη ώρα να κάνεις αυτά που υποσχέθηκες» – Ζητείται ψεύτης, 1961 Πηγαίο ταλέντο στα ψέματα αποδεικνύεται πως έχει ο Ντίνος Ηλιούπουλος ως Θεόδωρος Πάρλας ή αλλιώς ψευτοθόδωρος και όπως ήταν φυσικό, η ικανότητά του αυτή δεν αφήνει ασυγκίνητο τον ακριβοθώρητο βουλευτή Θεόφιλο Φερέκη τον οποίο υποδύεται ο Παντελής Ζερβός. Σε μια προσπάθεια να τα βγάλει πέρα με τις αμέτρητες υποσχέσεις που μοιράζει δεξιά κι αριστερά, ο ψευτοθόδωρος γλινεται ο άνθρωπός του, αφού καταφέρνει να βολεύει αλλά και να ξεφορτώνεται με «τρόπο» τους ψηφοφόρους που «διαδηλώνουν» για τα ρουσφέτια τους. Άλλωστε ο πιο ειλικρινής ψεύτης, όπως αυτοαποκαλείται, έχει ώρες προυπηρεσίας στο ψέμα αφού όπως δηλώνει έχει εργαστεί ως ψευμάρτυρας σε δικαστικές υποθέσεις κατατροπώνοντας εισαγγελείς και ενάγοντες, αλλά και ως δημοσιογράφος αραδιάζοντας τα ψέματά του στην εφημερίδα Αλήθεια. «Πολιτική κατάπτωσης» αναφωνεί ο υπουργός καθώς ο επικοινωνιολόγος του 1961 τον φλομώνει στα ψέματα περνώντας με αυτό τον τρόπο τις εισαγωγικές του εξετάσεις για την θέση του ιδιαίτερου γραμματέα. Μόλις καλμάρει τον ψηφοφόρο που έχει λιώσει «δυο ζευγάρια σόλες να πηγαινοέρχεται για να του κάνουν το ρουσφέτι που του υποσχέθηκαν» εκτός από τα εύσημα και την θέση που αποσπά, αποσπά και το δικό μας γέλιο με ανεκδιήγητα ψέματα που φαντάζουν τόσο αληθινά… «Άμα ζητάνε την ψήφο μας πέφτουνε στα πόδια μας και μας παρακαλάνε, όταν βγούνε μην τον είδατε » φωνάζει εκνευρισμένος ο κ. Πατατιάς απαιτώντας το ρουσφέτι που του τάξανε , ασκώντας μια ακόμα φορά μέσω του ελληνικού κινηματογράφου, σκληρή κριτική στην πολιτική του «θα»… «Να με φτύσεις, δε λέω, βουλευτής είμαι. Αλλά τουλάχιστον να μου πεις το λόγο» – Στουρνάρα 288, 1959 Ο θυρωρός μια πολυκατοικίας «παρακολουθεί» τις ζωές, στη χαρά και τη λύπη, στον έρωτα και τον πόνο, των ενοίκων της. Ανάμεσά τους είναι και ο βουλευτής Καλοχαιρέτας, το πλέον χαρακτηριστικό δείγμα βουλευτή του ελληνικού κινηματογράφου ίσως και κοινοβουλίου, τον οποίο υποδύεται εξαιρετικά ο Απόστολος Αβδής. Σε μια από τις υποθέσεις – ρουσφέτια που για άλλη μια φορά «Ετελείωσε!», πριν καν αρχίσει, μας χαρίζει μια ακόμα αλησμόνητη ατάκα αυτογνωσίας για το βουλευτικό αξίωμα…«να με φτύσεις, δε λέω, βουλευτής είμαι. Αλλά τουλάχιστον να μου πεις το λόγο». Ένας Ηρως με Παντούφλες  – 1958 Ο απόστρατος στρατηγός Λάμπρος Δεκαβάλλας, τον οποίο υποδύεται ο θρυλικός Βασίλης Λογοθετίδης, δέχεται την επίσκεψη του ξάδελφού του Απόστολου, ο οποίος του ανακοινώνει πως η πατρίδα αποφάσισε να τον τιμήσει ανεγείροντας τον ανδριάντα του στην πλατεία μπροστά στο σπίτι του. Όταν κάποια στιγμή όμως, ο στρατηγός Δεκαβάλλας μαθαίνει τυχαία από έναν γλύπτη της συμφοράς πως ο ανδριάντας είναι το περιτύλιγμα μιας ακόμα κατασπατάλησης δημοσίου χρήματος, παρακολουθούμε την πρώτη απόπειρα των Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου να τα βάλουν με το πολιτικό κατεστημένο, η οποία στέφεται άκρως επιτυχημένη. Διαβάστε όλα τα θέματα της ενότητας Weekend του newsbeast.gr