Τα δραματικά γεγονότα που βιώσαμε τις προηγούμενες ημέρες με τις φονικές πυρκαγιές της Αττικής στιγμάτισαν βαθιά μυαλό όλων με τρόπο ανεξίτηλο. Οι εικόνες θυμάτων, ανθρώπων που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τις φλόγες και καμμένων σπιτιών γέμισαν τα Μέσα μαζικής ενημέρωσης και τα social media και βρίσκονται ακόμη και τώρα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Μπροστά στην πρωτοφανή καταστροφή αλλά και στο «ξέσπασμα» ενός αυθόρμητου κύματος αλληλεγγύης η συζήτηση κινείται γύρω από τα ερωτήματα για το ποιος φταίει και ποιο θα είναι το αύριο των ανθρώπων που έχουν πληγεί στο Μάτι, στη Ραφήνα, καθώς και την αποκατάσταση των ζημιών σε σπίτια και δασικές εκτάσεις, όπως στην Κινέτα. Υπάρχει όμως και μία άλλη διάσταση του ζητήματος, που ενώ τώρα φαίνεται να βρίσκεται σε δεύτερο πλάνο, την επόμενη περίοδο θα αναδειχθεί ως βασικός παράγοντας στην αποκατάσταση της καθημερινότητας και της κανονικότητας στις ζωές των ανθρώπων: αυτό του ψυχικού τραύματος που η ανείπωτη καταστροφή έχει προκαλέσει στα θύματα αλλά και τους ανθρώπους που βίωσαν από κοντά τα γεγονότα. Την όλη διαδρομή του τραύματος και του πόνου στο μυαλό των ανθρώπων ζητήσαμε να μας περιγράψει η Διδάκτωρ Κλινικής Ψυχολογίας-Ψυχανάλυσης Κυβέλη Βογιατζόγλου. Αρχίζοντας από τον ορισμό της έννοιας, η κ. Βογιατζόγλου επεσήμανε πως η λέξη «τραύμα» προέρχεται από το αρχαιοελληνικό ρήμα «τιτρώσκω» που σημαίνει «πληγώνω». «Σε ψυχικό επίπεδο, το τραύμα προκαλείται όταν το άτομο βρίσκεται αντιμέτωπο με εξαιρετικά αγχογόνα γεγονότα, τα οποία ξεπερνούν τις δυνατότητες ψυχικής επεξεργασίας. Παραδείγματα τέτοιων γεγονότων είναι: φυσικές καταστροφές, η κακοποίηση (σωματική ή σεξουαλική), μια ληστεία, ένα σοβαρό αυτοκινητιστικό ατύχημα, ο πόλεμος, η κατάσταση ομηρίας, η διάγνωση κάποιας σοβαρής ασθένειας, ο θάνατος κάποιου αγαπημένου προσώπου» τόνισε. Μιλώντας για το μετατραυματικό σύνδρομο, επεσήμανε ότι «προϋποθέτει το πρότερο βίωμα μιας τραυματικής εμπειρίας, τη με κάποιο τρόπο επανάληψη της εμπειρίας μέσω ακούσιων αναδρομών στο γεγονός, παρέμβλητων αναμνήσεων (flash backs, παραισθήσεων), εφιαλτών, έντονης ψυχικής αναστάτωσης, στάσης αποφυγής, αμνησίας, αποξένωσης, συμπτωμάτων υπερδιέγερσης, αυξημένης αντίδρασης αιφνιδιασμού. Το μετατραυματικό σύνδρομο θεωρείται χρόνιο όταν διαρκεί περισσότερο από τρεις μήνες». «Από ψυχαναλυτική σκοπιά, δίνουμε ιδιαίτερη έμφαση στον καταναγκασμό της επανάληψης, με την έννοια ότι το υποκείμενο τείνει να επαναλαμβάνει το τραυματικό γεγονός σε μια προσπάθεια να αποκτήσει έλεγχο πάνω σ’ αυτό. Παρατηρούμε επίσης αποτυχία της εργασίας του ονείρου και τάση ψευδαισθητικής ικανοποίησης της επιθυμίας. Το νόημα των τραυματικών ονείρων βρίσκεται στο έκδηλο περιεχόμενο, που εκφράζει την πραγματικότητα μιας μη αναπαρασταθείσας εμπειρίας. Το τραύμα παραμένει μία κατεξοχήν έννοια ορίου, ως μέτρο αυτού που ο ψυχισμός είναι σε θέση να υποστεί ως αποδιοργάνωση». – Όσο για τα συμπτώματα; «Τα κύρια συμπτώματα που μαρτυρούν ότι πέρα από τις αντιδράσεις του στρες, υπήρξε ψυχικό τραύμα, είναι τα εξής: συχνή αναβίωση της κατάστασης της καταστροφής, δυσκολία στον ύπνο και εφιάλτες επανάληψης του τραυματικού γεγονότος, αναπηδήματα, κατάσταση εγρήγορσης και κατά διαστήματα αλλοίωση της σχέσης με τον περίγυρο, με απόσυρση, σιωπή, εριστικότητα και ευερεθιστότητα με ξεσπάσματα θυμού. Μπορούμε να αναφέρουμε και κάποια άτυπα συμπτώματα, χωρίς βέβαια να εξαντλούμε το κλινικό ταμπλό, όπως οι ψυχοσωματικές διαταραχές, οι διατροφικές διαταραχές, η χρήση ουσιών και οι απόπειρες αυτοκτονίας». – Και πώς αντιδρούν τα άτομα με το πέρασμα του χρόνου; «Μετά το βίωμα της καταστροφής, το θύμα περνά διαφορετικές φάσεις: η πρώτη, άμεση απάντηση απέναντι στην κρίση θα μπορούσε να ονομαστεί με τον γενικό όρο στρες. Το στρες γνωρίζουμε ότι μπορεί να βοηθήσει στην προσαρμογή σε μία κατάσταση, ενεργοποιώντας βιολογικούς και ψυχικούς μηχανισμούς εγρήγορσης και κινητοποιώντας τους εσωτερικούς πόρους του υποκειμένου. Είναι μία κατάσταση εγρήγορσης και άμυνας. Μπορεί όμως και να γίνει υπερβολικό, ξεπερνώντας και εξαντλώντας τους ψυχικούς πόρους του. Υπάρχουν 4 αντιδράσεις υπερβολικού στρες: η καταπληξία, που ακινητοποιεί πλήρως το υποκείμενο, η διέγερση, που προκαλεί στείρες, ασυντόνιστες κινήσεις, η φυγή και οι αυτόματες κινήσεις, όπου το υποκείμενο δρα με αυτόματο τρόπο και συχνά, αργότερα έχει αμνησία των κινήσεων αυτών. Ακολουθεί μία μεταβατική φάση, όπου το υποκείμενο μοιάζει να ζει σε μία ομίχλη, συχνά με επεισόδια αποπραγματοποίησης και αποπροσωποποίησης, κενά μνήμης κτλ. Η τρίτη φάση είναι η εγκατεστημένη τραυματική νεύρωση, με τα συμπτώματα που αναφέραμε παραπάνω, της οποίας προηγείται μία λανθάνουσα φάση, που διαρκεί από μερικές ώρες έως μερικούς μήνες. Το διαγνωστικό κριτήριό της είναι ο καταναγκασμός της επανάληψης. Στο ερώτημα για το πώς το πρόβλημα μπορεί να αντιμετωπιστεί, η κ. Βογιατζόγλου επεσήμανε ότι η παρέμβαση των ειδικών στους ανθρώπους που έχουν βιώσει με τραυματικό τρόπο μία καταστροφή, θα έπρεπε να συνίσταται σε ψυχοκοινωνικές και κλινικές παρεμβάσεις. «Η ψυχοκοινωνική παρέμβαση ανάγεται σε πράξεις που στοχεύουν στη διατήρηση της κοινωνικής λειτουργίας του εν λόγω πληθυσμού, καθώς και στη συναισθηματική ισορροπία των ατόμων στο πλαίσιο του κοινωνικού τους συνόλου. Στη συντριπτική πλειοψηφία τους, οι πληγέντες μίας καταστροφής έχουν βιώσει τραυματικές εμπειρίες, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι εμφανίζουν κάποια παθολογία. Υπάρχουν σίγουρα πολλοί μεταξύ τους που, λόγω ανεπτυγμένης ψυχικής ανθεκτικότητας, καταφέρνουν να ξαναπάρουν στα χέρια τους τον έλεγχο και να αρχίσουν να χτίζουν –έστω υποτυπωδώς– μία νέα ζωή. Οι κλινικές παρεμβάσεις λοιπόν στοχεύουν στα πιο ευάλωτα άτομα, έχοντας ψυχολογικούς και ψυχιατρικούς στόχους». – Και πού μπορεί κάποιος να απευθυνθεί; «Η γραμμή «ΜΕ Υποστηρίζω», δηλαδή ο δεκαψήφιος αριθμός 800180015, λειτουργεί καθημερινά 9:00 με 15:00, στη Μονάδα Εφηβικής Υγείας της Β’ Παιδιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, που εδρεύει στο Νοσοκομείο Παίδων «Π. & Α. Κυριακού», χωρίς χρέωση, και μπορούν να απευθύνονται παιδιά, έφηβοι, γονείς, καθώς και ειδικοί που χρειάζονται άμεση υποστήριξη, παροχή συμβουλευτικής διαχείρισης κρίσης, απώλειας, ή άλλης δυσκολίας. Εάν κριθεί απαραίτητο, μπορεί να γίνει η ανάλογη παραπομπή και εκτίμηση στις διεπιστημονικές υπηρεσίες της ΜΕΥ ή στα αντίστοιχα νοσοκομεία. Αντίστοιχα, οι ψυχολογικές δομές στην Πανεπιστημιακή Κλινική του Αιγινήτειου νοσοκομείου και του Νοσοκομείου Αττικόν δίνουν προτεραιότητα στους πληγέντες από αυτές τις πυρκαγιές. Επίσης παρέχεται δωρεάν άμεση ψυχοκοινωνική υποστήριξη -τηλεφωνικά ή δια ζώσης- για όσους προέρχονται από πυρόπληκτες περιοχές, όσους σχετίζονται με ανθρώπους που βρίσκονταν στην καταστροφή, αλλά και για όσους συμβάλλουν στην αντιμετώπιση των καταστροφικών αυτών γεγονότων. Οι υπηρεσίες παρέχονται στα Κέντρα Ημέρας της ΕΠΑΨΥ στην Αγία Παρασκευή (Κέντρο Ημέρας Αγ. Παρασκευής ΕΠΑΨΥ) και στο Μαρούσι (Κέντρο Ημέρας «Franco Basaglia» ΕΠΑΨΥ) στα παρακάτω τηλέφωνα και ώρες:

  • Μαρούσι (Σαλαμινομάχων 24Ε), 08.00 – 20.00, τηλέφωνο 2108100901, (ψυχοκοινωνικές, ψυχιατρικές και νοσηλευτικές υπηρεσίες)
  • Αγ. Παρασκευή (Επτανήσου 20), 08.00 – 16.00, τηλέφωνο 2106085641, (ψυχοκοινωνικές και ψυχιατρικές υπηρεσίες).

Η ΕΠΑΨΥ έχει τη δυνατότητα να παρέχει υπηρεσίες και στο ΚΥ στη Νέα Μάκρη όταν συγκεντρωθούν αιτήματα, σε συνεργασία με τη διοίκηση του ΚΥ. Με στόχο την υποστήριξη όλου του φάσματος του πληθυσμού και των ευάλωτων ηλικιωμένων ατόμων υπάρχει συνεργασία με την Εταιρεία Alzheimer Αθηνών (Alzheimer Athens) ώστε να συγκροτηθεί από κοινού κλιμάκιο για την μακροπρόθεσμη υποστήριξη των πυρόπληκτων περιοχών». Αλλά οι τραυματικές εμπειρίες έχουν αντίκτυπο και στην κοινωνική ζωή των ανθρώπων: «Αυτό που χαρακτηρίζει κάθε καταστροφή, είναι η αλλοίωση, έως και καταστροφή των δικτύων που εγγυώνται την κοινωνική συνοχή: δίκτυα παραγωγής και διανομής ενέργειας, πόσιμου νερού, τροφής, ιατρικής περίθαλψης, ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών και ατόμων ή πληροφορία. Το χτύπημα που υφίσταται δηλαδή ο άνθρωπος δεν αφορά μόνο το ατομικό, αλλά και το κοινωνικό του εγώ. Η πιο γνωστή συμπεριφορά είναι ο συλλογικός πανικός. Επίσης συμπεριφορές ταραχής, κλονισμού, αναστολής, κατάπληξης, δέους. Οι συμπεριφορές αυτές μπορεί να προληφθούν με την κατάλληλη εκπαίδευση στις αρχές της αλληλοβοήθειας, της πειθαρχίας και όχι της ανομίας, με εξοικείωση των πολιτών με τα απαραίτητα μέτρα στις διαφορετικές περιπτώσεις καταστροφών». Ένα μεγάλο κεφάλαιο είναι και η επίδραση που έχει μία ανάλογη καταστροφή στους ανθρώπους που παρεμβαίνουν για να την αναστείλουν: τους πυροσβέστες, τους διασώστες, τους θεραπευτές. «Οι διασώστες, οι πυροσβέστες, αλλά και οι θεραπευτές, είτε αυτοί που θα παρέχουν τις ψυχολογικές πρώτες βοήθειες, είτε μία μακροχρόνια θεραπεία σε δεύτερη φάση, είναι εξίσου εκτεθειμένοι σε τραυματικές εμπειρίες και στον κίνδυνο της επαγγελματικής εξουθένωσης (burn out). Κατ’ αρχάς, για να υπάρξει η δυνατότητα οποιασδήποτε θεραπευτικής λειτουργίας, πρέπει πρώτα να εξασφαλιστεί η δυνατότητα επένδυσης και ψυχικής επεξεργασίας των διασωστών και θεραπευτών, απέναντι στο ανείπωτο, τη φρίκη, τον τρόμο του κενού και της πλήρους απάθειας. Είναι σαν ένα βίωμα της λήθης, όπου δεν υπάρχουν παρά φθαρμένα ή άψυχα σώματα. Δεν υπάρχει αφήγηση, ιστορία, ούτε δυνατότητα προβολής και ελπίδας για το μέλλον. Είναι βέβαιο ότι η θεραπευτική δουλειά με τραυματισμένα άτομα μπορεί να προκαλέσει στον θεραπευτή πολύ έντονα συναισθήματα: αγανάκτηση και οργή προς τον θύτη, συμπόνια και επιθυμία για βοήθεια του πληγέντος, ή ακόμη απέχθεια και φρίκη, αδυναμία και ανικανότητα. Σε μερικές περιπτώσεις, ο θεραπευτής δεν μπορεί να ξεφύγει από τις παθολογικές επιδράσεις της διήγησης του τραυματικού γεγονότος και υποφέρει από αυτό που ονομάζεται «δευτερογενής τραυματισμός». Ωστόσο, εκτός από τα συναισθήματα φρίκης που μπορούν να γεννήσουν, τα τραυματικά αυτά γεγονότα αποτελούν συχνά και μια πηγή γοητείας, σαγήνης για τον ακροατή. Αυτό θα έπρεπε να μας εφιστά την προσοχή στον έλεγχο της περιέργειάς μας, έχοντας κατά νου ότι το σημαντικό δεν είναι να γνωρίζουμε κάθε λεπτομέρεια των γεγονότων, αλλά αυτά που το υποκείμενο νιώθει την ανάγκη να διηγηθεί. Σημαντικό είναι επίσης ότι η θεραπεία του τραύματος πρέπει να προσανατολίζεται στο «εδώ και τώρα» καθώς και στο μέλλον, βοηθώντας τον ασθενή να ξαναπάρει στα χέρια του τον έλεγχο της ζωής του. Ο σκοπός της θεραπείας είναι να αποδοθεί νόημα στο τραυματικό γεγονός, ώστε το άτομο να καταφέρει να εντάξει το τραύμα, δηλαδή το έτερον, το ακατανόητο, το φριχτό, στην προσωπική του ιστορία και έτσι να ζήσει στο εδώ και το τώρα, έχοντας ίσως κάποια προοπτική για το μέλλον».