Ένας από τους καλύτερους, αν όχι ο καλύτερος, στράικερ στην ιστορία του ιταλικού ποδοσφαίρου είχε δύο μεγάλες αγάπες στην ποδοσφαιρική του ζωή: την Κάλιαρι και τους Ατζούρι.

Και ήταν μάλιστα με τα χρώματα της Εθνικής Ιταλίας που θα έθετε το διεθνές ρεκόρ του στο σκοράρισμα, με τα νούμερα να είναι σε θέση να κονταροχτυπηθούν με τα αντίστοιχα του Πελέ, του Πούσκας και του Γκερντ Μίλερ!

Παρά το ασύλληπτο ταλέντο, τη δεινότητά του στο σκοράρισμα και τις τεχνικές αρετές του, ο Ρίβα δεν θα κατακτούσε στην καριέρα του όσα προοιωνίζονταν οι ικανότητές του.

Ο Λουίτζι Ρίβα ήταν ένας παίκτης-ομάδα τόσο για την Κάλιαρι όσο και την εθνική και θα ήταν μόνο οι τραυματισμοί του που θα ανέκοπταν μια αξιοζήλευτη καριέρα: 164 γκολ σε 315 αναμετρήσεις σε όλες τις διοργανώσεις, σκοράροντας σε 13 απανωτές σεζόν, κάτι που θα του εξασφάλιζε το παρατσούκλι «Rombo di Tuono»!

Αριστεροπόδαρος, το Νο 11 κυριαρχούσε στην αριστερή πτέρυγα παρά την τάση του να προωθείται διαρκώς ψάχνοντας το γκολ. Μεταξύ 1967-1970 ήταν μάλιστα ο δεινότερος σκόρερ του ιταλικού ποδοσφαίρου: τρεις φορές κορυφαίος σκόρερ της Serie A, τα 21 του γκολ το 1970 βοήθησαν την Κάλιαρι να κατακτήσει το πρώτο και μόνο scudetto της ιστορίας της.

Σε μια εποχή που η Εθνική Ιταλίας πάλευε να χωρέσει στις τάξεις της τους μεσοεπιθετικούς Τζιάνι Ριβέρα και Σάντρο Ματσόλα, ο Ρίβα βρήκε εύκολα τη θέση του στην αριστερή πτέρυγα, κάνοντας το ντεμπούτο του στους Ατζούρι τον Ιούνιο του 1965, στα 20 του χρόνια, στο ματς με την Ουγγαρία. Το πρώτο του γκολ θα ερχόταν στην τέταρτη συμμετοχή του στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της Ιταλίας, στο 5-0 κατά της Κύπρου.

Παρά το γεγονός ωστόσο ότι ήταν αναπόσπαστο μέλος της Σκουάντρα Ατζούρα και σκόραρε συχνά, ο Ρίβα δεν επιλέχθηκε στην ιταλική αποστολή των 22 για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966 στην Αγγλία! Κι όταν το 1967 βρήκε πια μόνιμα τη θέση του στη βαριά ενδεκάδα, έσπασε το πόδι του σε αγώνα με την Πορτογαλία. Χρειαζόταν όμως κάτι καλύτερο για να μείνει ο Ρίβα εκτός γηπέδων, καθώς όχι μόνο θα επέστρεφε σύντομα στις αγωνιστικές του υποχρεώσεις αλλά έμελλε να έχει μπροστά του και την καλύτερη περίοδο της καριέρας του!

Αφού κατέκτησε λοιπόν το προαναφερόμενο πρωτάθλημα Ιταλίας με την Κάλιαρι την επόμενη χρονιά, οδήγησε τους Ατζούρι στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1970 στο Μεξικό! Και βέβαια σε όρους προσωπικών θριάμβων, κατατάχθηκε δεύτερος για τη Χρυσή Μπάλα του 1969, πίσω από τον Τζιάνι Ριβέρα, και τρίτος το 1970.

Στα χρυσά αυτά χρόνια, ο Ρίβα σκόραρε 22 γκολ σε 21 εμφανίσεις με τους Ατζούρι, οδηγώντας ταυτοχρόνως την ομάδα του στην κατάκτηση του Ευρωπαϊκού το 1968. Και βέβαια στο Μεξικό το 1970 θα σκόραρε στον ιστορικό ημιτελικό με τη Δυτική Γερμανία, σε εκείνο το μαγικό 4-3 των Ιταλών που χαρακτηρίστηκε το «Ματς του Αιώνα»…

Η κακή του μοίρα έμελλε ωστόσο να χτυπήσει και πάλι, όταν έσπασε για άλλη μια φορά το πόδι του, τώρα το δεξί, τον Οκτώβριο του 1970 σε αγώνα κατά της Αυστρίας στη Βιέννη. Κι όμως, ο Ρίβα θα έκανε για άλλη μια φορά το δυναμικό comeback, σκοράροντας στη σεζόν 1971/72 21 γκολ σε 30 ματς με την Κάλιαρι!

Κι άλλος όμως τραυματισμός το 1976 σήμανε το τέλος της λαμπρής του καριέρας. Τρία χρόνια πρωτύτερα, στις 20 Οκτωβρίου 1973, στη νίκη της Ιταλίας με 2-0 έναντι της Ελβετίας για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1974 στα γήπεδα της Γερμανίας, ο Ρίβα ξεπερνούσε το ρεκόρ του Τζουζέπε Μεάτσα, σκοράροντας το 35ο του γκολ για την Ιταλία! Κάτι που τον έκανε τον πρώτο σκόρερ των Ατζούρι όλων των εποχών, ένα ρεκόρ που κατέχει ακόμα και σήμερα…