Όταν έφυγε από τη ζωή ο θρύλος του δημοτικού τραγουδιού, μοιραία όλοι μίλησαν για το αηδόνι που σίγησε και έκανε κατά πολύ φτωχότερη την παραδοσιακή μουσική του τόπου μας. Ως ένας από τους κορυφαίους ερμηνευτές του δημοτικού μας τραγουδιού, ο Αλέκος Κιτσάκης αφιέρωσε τη ζωή του τραγουδώντας, διαφυλάσσοντας και διαδίδοντας τους θησαυρούς της ελληνικής δημοτικής παράδοσης, ηχογραφώντας στην πορεία περισσότερα από 2.500 τραγούδια. Ο «Στέλιος Καζαντζίδης του δημοτικού τραγουδιού», όπως τον αποκαλούσαν χαρακτηριστικά (ο Στέλιος ήταν άλλωστε μεγάλος θαυμαστής του), τραγούδησε την ομορφιά της Ηπείρου και την αθωότητα της ποιμενικής ζωής, αλλά και την ξενιτιά και τους αγώνες του έθνους φυσικά. Η δημοτική μας παράδοση ταξίδεψε μέσα από τη μοναδική φωνή του στα πέρατα του κόσμου, καθώς στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 ο Κιτσάκης έφτασε όπου υπήρχε ελληνική ομογένεια, από τις ΗΠΑ και τον Καναδά μέχρι τη Γερμανία και την Αυστραλία. Όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες υποκλίθηκαν στο μεγαλείο της φωνής του, αν και εκείνος είχε πάντα τη λαϊκή απήχηση να λειτουργεί ως διαπιστευτήριο της τέχνης του. Ο Στέλιος Καζαντζίδης, η Καίτη Γκρέυ, η Μαρινέλλα, η Ρίτα Σακελλαρίου, η Τζένη Βάνου και τόσοι ακόμα έπλεκαν διθυράμβους για τη φωνή του κι εκείνος έστειλε το ηπειρώτικο δημοτικό σε ύψη που κανείς δεν ονειρευόταν. Πενήντα χρόνια καριέρας εξάλλου ήταν αυτά, γεμάτα από μεγάλες στιγμές και εξίσου μεγάλες επιτυχίες. Ο Κιτσάκης ήταν ένας άνθρωπος που μετέδιδε με πάθος και ήθος τα μηνύματα της λαϊκής μας κληρονομιάς, ψυχαγωγώντας με την πληθωρική και γεμάτη ενέργεια προσωπικότητά του τους Έλληνες. Μα πάνω και πέρα από όλα, τραγουδούσε όπως μόνο εκείνος μπορούσε! Κι αυτό γιατί «από την κοιλιά της μάνας μου τραγουδάω, γεννήθηκα με το τραγούδι», όπως έλεγε χαρακτηριστικά. Κι όλα αυτά από ένα ορφανόπουλο που μάγεψε την Κοτοπούλη με τη φωνή του και κατόπιν τη βασίλισσα Φρειδερίκη, αφού από μικρό είχε φωλιές από αηδόνια στον λαιμό του…
Πρώτα χρόνια
Η ζωή ήταν όμως δύσκολη και σαν να μην έφταναν αυτά, χάνει και τη θεία του. Κι έτσι δεν μπορεί να μείνει πια στο σπιτικό του θείου, παίρνει λοιπόν τον δρόμο για την Πάτρα, κι από κει για την Αθήνα, με διαβατήριο τη μοναδικότητα της φωνής του. Ο εννιάχρονος Αλέξης βρίσκεται και πάλι βοσκός να φυλάει πρόβατα στην Αθήνα, μέχρι να εμφανιστεί ως από μηχανής θεός ένας καπετάνιος συμπατριώτης του και να τον πάει κάπου που θα εκτιμούσαν το θείο ταλέντο του: στην Πανηπειρωτική Ομοσπονδία. Ήταν Δεκέμβριος του 1946 όταν ο Κιτσάκης αποβιβάζεται στα γραφεία της Πανηπειρωτικής Ομοσπονδίας, σε κάτι που θα του άλλαζε τη ζωή: «‘‘Από πού είσαι’’, μου λένε. ‘‘Από το Σούλι’’, απαντώ. ‘‘Για πες μας ένα τραγούδι’’, μου λένε. Και ξεκινάω ένα τραγούδι ρε παιδιά και τρίξανε τα τζάμια! Την ‘‘Τζαβέλαινα’’. Έτριξαν τα τζάμια. Ήμουν παιδί, αδύνατο, δεν περίμεναν να βγει τέτοια φωνή από μένα. Ενθουσιάστηκαν και είπανε να με βάλουνε να τραγουδήσω στην κοπή της πίτας».
Και η πρώτη ζωντανή εμφάνιση στέφεται όπως ήταν φυσικό με ανεπανάληπτη επιτυχία: «Με ντύσανε με φουστανέλα και μου βάλανε και μια κορδέλα που έλεγε ‘‘Σούλι’’. Εγώ τότε δεν ήξερα τι εστί Πανηπειρωτική, τι εστί θέατρο. Τραγούδησα λοιπόν την ‘‘Τζαβέλαινα’’. Την εποχή εκείνη ο κόσμος ήταν πολύ πονεμένος και μόλις με άκουσε, τρελάθηκε. Κλαίγανε. Μόλις τελείωσα, όλοι μου έδωσαν ένα θεόρατο χειροκρότημα. ‘‘Γεια σου λεβέντη μου, γεια σου Αλέκο μου, γεια σου Αλέξη μου’’, μου φωνάζανε. Χαμός έγινε. Και εκεί βγήκε ο Αχιλλέας ο Ζώης και είπε ότι αυτό το παιδί το αναλαμβάνει η Πανηπειρωτική Συνομοσπονδία υπό την προστασία της. Τον είχα σαν πατέρα μου αυτόν τον άνθρωπο». Η ζωή του μικρού αλλάζει άρδην. Στο θέατρο ήταν παρούσα η μεγάλη Μαρίκα Κοτοπούλη, που καταγόταν από τα Ζαγόρια, η οποία τον άκουσε και τρελάθηκε: «παιδί μου, εσύ είσαι φαινόμενο»! Εκείνη ήταν που θα κανόνιζε να τον γνωρίσει η πριγκίπισσα ακόμα Φρειδερίκη, φέρνοντάς τον από τα βοσκοτόπια της ηπείρου στα ανάκτορα!
Το «αηδόνι της Ηπείρου»
Σύντομα ακολουθούν κι άλλα, το «Γιατί είναι μαύρα τα βουνά» και το «Τα πήρανε τα πρόβατα», και το 1956 έρχονται οι πρώτες επιτυχίες: «Βλαχοθανάσης», «Βασίλω μου σ’ αντάμωσα», «Λίτσα Βαγγελίτσα μου» και «Περιστεράκια όμορφα». Αστέρι του δημοτικού μας πενταγράμμου θα γίνει από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν καταφτάνουν οι πρώτες «βόμβες μου στη δισκογραφία», όπως τις αποκαλούσε χαρακτηριστικά.
«Οι κλέφτες», «Πάμε στο λόγγο για ξύλα μωρ’ Λένη», «Άσπρο τριαντάφυλλο κρατώ» και τόσα ακόμα τον καθιερώνουν δισκογραφικά, καθώς οι εκατοντάδες χιλιάδες πωλήσεις τον στέλνουν στην κορυφή!
Ο μεγάλος Κιτσάκης θα υπογράψει αναρίθμητα κυριολεκτικά σουξέ της δημοτικής μουσικής στα επόμενα είκοσι χρόνια, συνεργαζόμενος στην πορεία με ογκόλιθους του λαϊκού μας πενταγράμμου, όπως ο Καζαντζίδης, η Μαρινέλλα, η Καίτη Γκρέυ, η Ρίτα Σακελλαρίου κ.λπ. Ο ίδιος ερμηνεύει παραδοσιακά δημοτικά αλλά και εκατοντάδες δικές του δημιουργίες, όπως τα κλασικά σήμερα «Αγάπη ξημέρωσε φεύγω», «Τζουμέρκα μου περήφανα», «Στης Πάργας τον ανήφορο» κ.λπ.
«Περίπου δυόμισι χιλιάδες. Τόσα τραγούδια έβγαλε αυτό το λαρύγγι … Είναι τόσα πολλά που κάποια μπορεί να μην τα θυμάμαι κιόλας. Σε πολλά έχω γράψει και τους στίχους. Τους οποίους εμπνέομαι από κάτι απλό, από κάτι αυθόρμητο. Ένα χαμόγελο, για παράδειγμα, μπορεί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για μένα», έλεγε ο Κιτσάκης με τη χαρακτηριστική του σεμνότητα. Ο Αλέκος θα τραγουδήσει επί 24 χρόνια στο «Βελούχι» της οδού Βερανζέρου, αρνούμενος μάλιστα να αλλάξει μαγαζί παρά τις καραβιές των χρημάτων που προσγείωναν στα πόδια του και την κατάφωρη εκμετάλλευσή του από τον μαγαζάτορα. Ήταν συναισθηματικά δεμένος με τους ιδιοκτήτες και δεν το συζητούσε καν να αυξήσει το μικρό του μεροκάματο!
Τελευταία χρόνια
Στον γιο του πάντως το ξεκαθάρισε από νωρίς: «Το τραγούδι το έχει στο αίμα του, αλλά του το έχω ξεκαθαρίσει, πρώτα να γίνει καλός άνθρωπος, να μάθει γράμματα και μετά το τραγούδι. Δεν θέλω να περάσει τις δυσκολίες που βίωσα εγώ».
Ο λαοφιλής τραγουδιστής είπε τα κάλαντα στον επίσης Ηπειρώτη και προσωπικό του φίλο Κάρολο Παπούλια το 2005 στο Προεδρικό Μέγαρο, επιστρέφοντας όμως στο σπίτι του υπέστη έμφραγμα. Επανήλθε βέβαια πλήρως, έπειτα από επέμβαση, και έζησε άλλα δέκα χρόνια, αφήνοντας την τελευταία του πνοή στα αγαπημένα του Γιάννενα στις 2 Φεβρουαρίου 2015.
Το αυτοβιογραφικό φυσικά «Από το μηδέν ξεκίνησα»: «Από το μηδέν ξεκίνησα και εγώ και το τι τράβηξα το ξέρει μόνο η ψυχή μου. Κανένας δεν μου έδωσε ούτε ένα βελόνι να ράψω εκείνο το τρύπιο παντελόνι … Μεγάλο τραγούδι, περιγράφει όλη μου τη ζωή»… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr