Ο προγραμματισμός ήθελε το νέο εργασιακό νομοσχέδιο να κατατίθεται στις Επιτροπές της Βουλής για συζήτηση και επεξεργασία αυτές τις ημέρες, ωστόσο σύμφωνα με πληροφορίες έχουν επικρατήσει δεύτερες σκέψεις.

Με γνώμονα το γεγονός ότι το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου αποτελεί casus belli και αιτία σφοδρής σύγκρουσης με την Αριστερά, κυρίως με το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος, και επειδή ούτως ή άλλως το Κοινοβούλιο λειτουργεί σε έκτακτες συνθήκες λόγω της πανδημίας του κορονοϊού, κρίθηκε σκόπιμο η κατάθεσή του να γίνει αργότερα.

Η απόφαση για την αναβολή της κατάθεσης πάρθηκε από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων σε συνεργασία βέβαια με το Μέγαρο Μαξίμου και τώρα όπως όλα δείχνουν μετατίθεται στην καλύτερη περίπτωση για τον Ιανουάριο, ενώ δεν θα πρέπει να θεωρείται απίθανο να φτάσει τελικά στη Βουλή τον Φεβρουάριο.

Στην κυβέρνηση γνωρίζουν καλά ότι το Κ.Κ.Ε. θα προγραμματίσει συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας και πορείες για το εν λόγω νομοσχέδιο. Εάν το υπουργείο το κατέθετε τώρα, ο Περισσός θα μιλούσε στην καλύτερη περίπτωση για αναλγησία και αντιδημοκρατική συμπεριφορά, καθώς λόγω των έκτακτων μέτρων κατά της πανδημίας απαγορεύονται οι συναθροίσεις. Κι επειδή η κυβέρνηση δεν θέλει να έρθει σε ευθεία σύγκρουση με την Αριστερά, επιλέξει τελικά μεταγενέστερο χρόνο, με την προοπτική ότι θα έχουν χαλαρώσει και τα μέτρα κατά του κορονοϊού αφού θα έχει αρχίσει και ο εμβολιασμός.

Θυμίζουμε ότι το νομοσχέδιο μεταξύ άλλων αναδιατάσσει τον υφιστάμενο συνδικαλιστικό νόμο, και ανάμεσα στα άλλα:

α) καθίσταται προϋπόθεση για την άσκηση συνδικαλιστικού δικαιώματος, η απογραφή στο ήδη νομοθετημένο Γενικό Μητρώο,

β) η Γενική Συνέλευση των συνδικαλιστικών οργανώσεων πρέπει να παρέχει πραγματική πρακτική δυνατότητα συμμετοχής και ψήφου εξ αποστάσεως, ηλεκτρονικώς, ιδίως για τη λήψη απόφασης απεργίας, στην προειδοποίηση για απεργία θα πρέπει να αναφέρονται και τα αιτήματα και οι λόγοι που τα θεμελιώνουν,

γ) το προσωπικό στοιχειώδους λειτουργίας, που πρέπει να εξακολουθεί να εργάζεται σε περίπτωση απεργίας στις επιχειρήσεις που η λειτουργία τους είναι κρίσιμη για το κοινωνικό σύνολο, στο δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα ΝΠΔΔ, ορίζεται σε τουλάχιστον 40%,

δ) αν εκπρόσωπος εργοδότη παραλείψει να κάνει όλα όσα πρέπει για να καθοριστεί το προσωπικό στοιχειώδους λειτουργίας, τελεί ποινικώς κολάσιμη πράξη,

ε) απαγορεύονται οι καταλήψεις χώρων και εισόδων και η άσκηση ψυχολογικής ή σωματικής βίας. Αν λάβουν χώρα, η απεργία καθίσταται παράνομη, ενώ όσοι μετέχουν σε κατάληψη ή βιαιοπραγούν, τελούν ποινικώς κολάσιμη πράξη.