Για τον Γιώργο Αρμένη… «Όλα είναι δρόμος» και συγκεκριμένα ο δρόμος της υποκριτικής τέχνης. Ο μεγάλος μας ηθοποιός βρέθηκε την Παρασκευή (7/10) στην παρέα της εκπομπής «Αυτός και ο άλλος» της ΕΡΤ1, με τους Θοδωρή Βαμβακάρη και Τάκη Γιαννούτσο, για να διηγηθεί σταθμούς από τη γεμάτη σημαντικούς ρόλους και ξεχωριστές συναντήσεις ζωή του.

Μίλησε για τις τηλεοπτικές εμπειρίες του, αλλά και για τη σπουδαία κινηματογραφική εμφάνισή του στην ταινία «Όλα είναι δρόμος» του Παντελή Βούλγαρη, που του χάρισε και το πρώτο βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Θυμήθηκε πώς κατάφερε να ταυτιστεί με τον «Μάκη Τσετσένογλου» και πώς αισθάνεται όταν ακόμη στον δρόμο του φωνάζουν το θρυλικό «Ηλία, ρίχ’ το».

«Δεν είχα πάει ποτέ στα μπουζούκια, γιατί δεν είχα λεφτά, φοβόμουν να μπω σε αυτά τα κέντρα. Δεν είναι στην ιδιοσυγκρασία μου τα μπουζούκια. Με πήγε ο Παντελής Βούλαρης στα μπουζούκια, σε κάποια μπουζούκια στην περιφέρεια, εκεί τρόμαξα, είπα “τι γίνεται εδώ;”».

Πιο συγκεκριμένα, ο Γιώργος Αρμένης εξομολογήθηκε πως «για το τελευταίο γύρισμα με είχε ο Παντελής Βούλγαρης δυο μέρες έξω από το Κιλκίς, που έκαιγαν τα χωράφια για να φύγουν τα ζιζάνια και καθόμασταν και μιλάγαμε. «Δεν πρέπει να το ξαναχτίσουμε, πρέπει να πας μία και έξω» μου έλεγε. «Άσε με να κοιμηθώ λίγο» του ζητούσα και μου απαντούσε «όχι, είναι πρωί, ξημερώματα και όλη νύχτα χόρευες, έτρωγες και έπινες». Την άλλη μέρα που κάναμε μια λήψη, δεν έπιανε φωτιά η καμπαρντίνα μου και τους ζήτησα να με αφήσουν να το φτιάξω εγώ» είπε αρχικά και συνέχισε:

«Πήραμε πράσινο, πήρα εγώ οκτώ μπουκάλια. Χάλασα τα δυο για το πρώτο γύρισμα για να μην πάρουμε και πολλή φωτιά και μετά, όταν μου είπε ο Παντελής «πάμε», άρχισα να τρέμω, αλλά είχα ρίξει τόσο πολύ μες στις τσέπες και παντού. Υπογράφω, βάζω φωτιά, χορεύω, καίγεται η καμπαρντίνα, καίγονται τα μαλλιά μου, πετάω την καπαρντίνα και καίγονται λίγο η πλάτη και τα πλευρά μου» πρόσθεσε και κατέληξε την αφήγησή του:

«Εκείνη την ώρα δεν με ένοιαζε τίποτα! Γενικά στο θέατρο, στο σινεμά, στην τηλεόραση μπαίνω μέσα εκεί και είμαι εκεί. Ας καώ, ας πεθάνω, ας μείνω κουτσός, να μου καούν τα αυτιά και να πέσουν. Τι νόημα έχει» πρόσθεσε, επίσης, ο Γιώργος Αρμένης στη βραδινή εκπομπή της δημόσιας τηλεόρασης.

Σε μία συγκλονιστική εξομολόγηση αναφέρθηκε στα δύσκολα παιδικά του χρόνια και την άσχημη σχέση που είχε με τον πατέρα του, που τους εγκατάλειψε όταν εκείνος ήταν ακόμα μικρό παιδί.

«Η απουσία φάνηκε περισσότερο στο ότι δεν μπορούσα να ξεστομίσω τη λέξη πατέρας. Μου έλεγαν «δεν έχεις πατέρα», «είσαι μπάσταρδος», «είσαι μπαστί» στο χωριό μου. Εντάξει, πλαστά χαρτιά, παντρεύτηκε τη μάνα μου, έκανε δυο παιδιά και εξαφανίστηκε. Πήγα και τον βρήκα στα 22 μου. Κοιμόταν και με πετάνε μέσα οι δυο αδελφές μου, από τον άλλο γάμο, κλείνουν την πόρτα και αρχίζει να φωνάζει «ποιος είσαι ωρέ, ποιος είσαι ωρέ» στα Κερκυρέικα. Του λέω, «είμαι ο γιος σου» και σηκώνει τα χέρια και λέει «παιδί μου, θα το κρίνει ο Θεός». Φοβήθηκε. Φοβήθηκε μην τον σκοτώσω. Ήμουν 22 χρονών, στο στρατό και άκουσα τη λέξη «παιδί μου» για πρώτη φορά».

Το μόνο καλό που πήρα ήταν ότι είχε μία κίνηση πάρα πολύ ωραία, σαν παλιάτσος, που το χρησιμοποίησα στο θέατρο. Τον ξαναείδα κάποιες φορές, το έκανα για τη μάνα μου βασικά. Άφησε δυο παιδιά! Μας πήρε και μας πήγε εκεί! Μας έβαλε κάτω στα άχυρα να κοιμόμαστε η μάνα μου με δυο παιδιά. Εγώ να είμαι ενάμιση χρονών και ο αδελφός μου τριών μηνών. Ώσπου κάποια στιγμή έγινε δικαστήριο και τελείωσε η υπόθεση. Πήγα και τον βρήκα στα 22 μου γιατί δεν είχα εικόνα. Ήθελα να δω τι είναι αυτός ο άνθρωπος. Ήμουν θυμωμένος γιατί είχε μια περιουσία τεράστια. Δεν πήγα για την περιουσία του και δεν πήρα τίποτα από αυτόν τον άνθρωπο, ούτε ένα πορτοκάλι και δεν ήθελα να πάρω, ούτε θέλω τώρα που μιλάω. Η μάνα μου δεν ζει, πρόλαβε όμως και με είδε στο θέατρο αλλά ήμουν τόσο θυμωμένος με τον πατέρα μου. Πάρα πολύ θυμωμένος γιατί συνέχεια άκουγα το όνομα «μπάσταρδε», «μπαστί». «Το μπαστί της Ολυμπίας», Ολυμπία είναι η μάνα μου. Τι να έλεγα όταν πήγα και τον είδα… Η μάνα μου να ξενοδουλεύει από δω και από κει, εγώ να κάνω πόσες δουλειές από το να πουλάω γιασεμιά μέχρι οτιδήποτε και να τρέχω σαν παιδί» συμπλήρωσε ο Γιώργος Αρμένης στη βραδινή εκπομπή της δημόσιας τηλεόρασης. «Τι να συγχωρέσω; Τι να συγχωρέσω; Έμαθα όταν πέθανε αλλά δεν πήγα στην κηδεία του. Ήταν χωροφύλακας…».

Μετέφερε αναμνήσεις από την ξεχωριστή σχέση του με τον μεγάλο θεατράνθρωπο Κάρολο Κουν και θυμήθηκε περιστατικά από τη θητεία του στο Θέατρο Τέχνης.

«Η επαφή με τον Κουν, η πρώτη ήταν για γέλια. Κατέβηκα κάτω, είχα δύο χρυσά δόντια γιατί ήταν μόδα στα Γιάννενα στα χωριά. Και με κοίταγε… Μάσαγα τσίχλα και μου λέει γιατί μασάτε την τσίχλα. Μετά φόραγα ένα δαχτυλίδι στο μικρό δάχτυλο και με ρώτησε τι ήταν αυτό. Είχα και νύχι. Και με ρώτησε το νύχι γιατί το έχετε; Του είπα για να κόβω τα τσιγάρα. Μετά μου είπε θα σε πάω σε έναν γιατρό να το βγάλεις, δεν θα πληρώσεις τίποτα. Τον αγάπησα τρελά. Πώς αρνήθηκα τον πατέρα μου, αυτός με αγκάλιασε. Έψαχνα έναν πατέρα κι αυτός με αγκάλιασε, με φίλησε».

Σαν άνθρωπος παραδέχτηκε πως έχει και αυτός τις στιγμές που νιώθει πως βγαίνει εκτός εαυτού και τις εκρήξεις του.

«Ξεσπάω, ουρλιάζω, βγάζω ουρλιαχτά, στο αμάξι, στο σπίτι, φωνάζω τη γυναίκα μου. Έχω εκρήξεις. Όταν θυμώνω, θυμώνω είμαι λίγο αθυροστόμος» ομολόγησε.

Ο Γιώργος Αρμένης αναφέρθηκε στη συνέχεια στον γιο του, αλλά και τη γυναίκα του που έχει φύγει πια από τη ζωή.

«Ήμουν καλός σύζυγος και πατέρας. Τώρα που έχασα τη γυναίκα μου αφιερώθηκα στο παιδί μου. Δεν την αντέχω τη μοναξιά μου. Είναι εχθρός μου. Κάνω κάτι πάω σε κάνα μπαράκι να δω αν είναι εκεί κάνα φιλαράκι. Το καλύτερο δώρο μου το έκανε η γυναίκα μου που έφερε στον κόσμο τον γιο μου».