Ο σερ Κρίστοφερ Πισσαρίδης τιμήθηκε με Νόμπελ το 2010 για το έργο του πάνω στις «τριβές» της οικονομίας, δηλαδή τις αναποτελεσματικότητες της αγοράς. Σήμερα, όμως, στρέφει περισσότερο την προσοχή του στις νοητικές και ψυχολογικές «τριβές» παρά στις αγοραίες. Σύμφωνα με έρευνες που διεξήγαγε η ομάδα του στο London School of Economics, η αβεβαιότητα λόγω τεχνολογίας αποτελεί την κύρια πηγή άγχους.

«Ένας αγχωμένος εργαζόμενος δεν μπορεί να αποδώσει καλά», είπε ο Πισσαρίδης στη Συνάντηση Βραβευμένων με Νόμπελ του Lindau, σύμφωνα με το PsychologyToday. Η έρευνά του δείχνει ότι τα νέα εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης μπορεί να αποδειχθούν ωφέλιμα στην εργασία, όμως η συνεχής πίεση για προσαρμογή σε αυτά έχει καταστροφικές συνέπειες.

Όπως επισημαίνει, «οι άνθρωποι αισθάνονται χειρότερα», γεγονός που οδηγεί όχι μόνο σε άγχος αλλά και σε απουσίες από την εργασία και συνολική δυσαρέσκεια για τον χώρο όπου περνάμε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας μας.

Το «τεχνο-στρες» στις σύγχρονη εργασια

«Το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι πρέπει να μάθουν νέα πράγματα, λόγω τεχνολογικής εξέλιξης, για τα οποία δεν είναι τόσο σίγουροι», μαζί με την ασάφεια στις εταιρικές πολιτικές, αποτελούν σημαντικές πηγές άγχους για τους εργαζόμενους, αναφέρει Πισσαρίδης.

Η απόδοση και η ψυχική υγεία των εργαζομένων επιβαρύνονται από την απειλή που προκαλεί αυτή η συνεχής αλλαγή. Αυτό συνδέεται με την έννοια του «τεχνο-στρες», το οποίο έρευνες έχουν συσχετίσει με χαμηλότερη εργασιακή ικανοποίηση, μικρότερη παραγωγικότητας και υψηλότερα ποσοστά επαγγελματικής εξουθένωσης (burnout).

Οι Arnetz & Wiholm (1997), στο ερευνητικό τους έργο «Technological Stress: Psychophysiological Symptoms in Modern Offices», ανέφεραν ότι οι εργαζόμενοι σε εργασιακά περιβάλλοντα με χρήση υψηλής τεχνολογίας εμφανίζουν ψυχοσωματικά συμπτώματα και προέβλεψαν ότι τέτοια σύνδρομα θα αυξηθούν λόγω των ταχέων αλλαγών στο χώρο εργασίας.

Σήμερα επιβεβαιώνονται. Οι σύγχρονες μεταμορφώσεις στο εργασιακό περιβάλλον, ιδιαίτερα η εισαγωγή των τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνίας, δημιούργησαν νέες ψυχολογικές τριβές που επηρεάζουν σημαντικά την ευημερία των εργαζομένων.

Το σωκρατικό μυστικό ως απάντηση στο «τεχνο-στρες»

Η προσέγγιση του Πισσαρίδη για τη διαχείριση της σημερινής αβεβαιότητας και του «τεχνο-στρες» βασίζεται στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία. «Πριν δράσω, δεν βιάζομαι, τείνω να είμαι αρκετά υπομονετικός», αναφέρει, εξηγώντας πως χρησιμοποιεί την πασίγνωστη παραδοχή του Σωκράτη ότι «το μόνο που ξέρω είναι ότι δεν ξέρω τίποτα» ως βασική αρχή.

«Η αναζήτηση, η εξερεύνηση και η επακόλουθη δράση αυξάνουν σταδιακά τη γνώση» και η σωκρατική μέθοδος αποτελεί ισχυρή τακτική ψυχικής ανθεκτικότητας. Σε μια εποχή που δίνει προτεραιότητα στις γρήγορες λύσεις, η ικανότητα να αντέχεις στην αμφισημία, να θέτεις ερωτήσεις και να παραδέχεσαι την άγνοια είναι μορφή γνωστικής ανθεκτικότητας. Ο στόχος είναι να μειωθεί η πίεση της τελειότητας σε έναν κόσμο που αλλάζει διαρκώς.

Ο Etzioni (1989) περιγράφει τη «ταπεινότητα στη λήψη αποφάσεων» ως μια προσαρμοστική προσέγγιση που επιτρέπει να προχωρά κανείς με μερική πληροφόρηση, διατηρώντας την ευελιξία να προσαρμόζεται όταν προκύπτουν νέα δεδομένα. Αυτή η προσέγγιση έρχεται σε αντίθεση με τα παραδοσιακά μοντέλα ορθολογισμού που απαιτούν πλήρη γνώση για μια απόφαση.

Σε θεραπευτικά πλαίσια, η σωκρατική μέθοδος έχει ενσωματωθεί στη γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία, όπου η καθοδηγούμενη ερώτηση βοηθά τους θεραπευόμενους να εξετάζουν και να αμφισβητούν δυσλειτουργικές σκέψεις και πεποιθήσεις. Έρευνες δείχνουν ότι η σωκρατική προσέγγιση μειώνει σημαντικά την κατάθλιψη από συνεδρία σε συνεδρία, ιδιαίτερα σε ασθενείς με απαισιόδοξη γνωστική προκατάληψη.

Η αόρατη αξία της κουβέντας στον καφέ

Ο Πισσαρίδης επισημαίνει επίσης έναν πιο βαθύ κίνδυνο από τη χρήση της σύγχρονης τεχνολογίας: την κοινωνική απομόνωση. Καθώς αυξάνονται η τηλεργασία και η χρήση τεχνητής νοημοσύνης, χάνουμε την «ανεπίσημη κοινωνική αλληλεπίδραση στον χώρο εργασίας, που γνωρίζουμε από επιστημονικές μελέτες ότι αυξάνει την ευημερία».

Η έρευνά του κάνει μια κρίσιμη διάκριση. Οι εργαζόμενοι δεν συμπαθούν τις τυπικές, αγχωτικές κλήσεις στο γραφείο του διευθυντή. Αυτό που επιθυμούν είναι μια προσέγγιση, πιο ανεπίσημη, που δημιουργεί μια λιγότερο αγχωτική κατάσταση. Για παράδειγμα μια συζήτηση, εξίσου σοβαρή επαγγελματικά, αλλά σε έναν πιο χαλαρό πλαίσιο, με έναν καφέ.

Ο Eling (2025) προειδοποιεί ότι η υπερβολική εξάρτηση από αλληλεπιδράσεις μέσω των σύγχρονων μορφών επικοινωνίας και με την τεχνητή νοημοσύνη, που μπορεί να παρέχουν κάποια συναισθηματική υποστήριξη, τελικά διαταράσσει την κοινωνική σύνδεση και την ανθρώπινη συντροφικότητα. Για παράδειγμα οι άνθρωποι που εργάζονται μέσω τηλεργασίας, αξιοποιώντας όλα τα σύγχρονα μοντέλα επικοινωνίας, βιώνουν  αναπόφευκτα λιγότερη διαπροσωπική επαφή και αυτό επηρεάζει αρνητικά τόσο την επαγγελματική τους ταυτότητα όσο και το αίσθημα κοινότητας.

Τι πρέπει να καθορίζει τους κανόνες

Καταλήγοντας, το PsychologyToday αναφέρεται στο ζήτημα της αποτελεσματικής ηγεσίας. Όπως επισημαίνει ο κ. Πισσαρίδης, αυτή δεν προκύπτει από την επιβολή άκαμπτων κανόνων, αλλά σχετίζεται με την κατανόηση της κουλτούρας του περιβάλλοντος. «Πρέπει να σχεδιάζεις κανόνες που να ταιριάζουν με την κουλτούρα του χώρου. Αν το αγνοήσεις αυτό, οι κανόνες δεν θα τηρηθούν, ή μπορεί να τηρηθούν με τρόπο που να είναι μη παραγωγικός».

Το μάθημα για την ευημερία είναι σαφές. Οι άνωθεν, ενιαίες εντολές, όπως για παράδειγμα η απόλυτη υιοθέτηση της Τεχνητής Νοημοσύνης, είναι πιθανό να αποτύχουν, αυξάνοντας το στρες στους εργαζόμενους και μειώνοντας την παραγωγικότητα. Μια πιο αποτελεσματική προσέγγιση είναι μια στοχευμένη πολιτική που λαμβάνει υπόψη το ανθρώπινο στοιχείο και το πώς αλληλεπιδρούν οι εργαζόμενοι, τι φοβούνται και τι χρειάζονται για να νιώθουν λιγότερη πίεση, ώστε να είναι και πιο παραγωγικοί.