Ο πιο γνωστός, περισσότερο μεταφρασμένος και ευπώλητος Έλληνας συγγραφέας στη Βουλγαρία, με φήμη ανάλογη εκείνη του Καβάφη και του Σεφέρη, αλλά στον πεζό λόγο, είναι ο Νίκος Καζαντζάκης, ο κατά πολλούς μεγαλύτερος Έλληνας συγγραφέας των νεότερων χρόνων, αναφέρει το ΑΠΕ.

«Παράλληλα με την τετράδα των Ελλήνων ποιητών, τους οποίους γνωρίζει ο κάθε μορφωμένος Βούλγαρος αναγνώστης, αποτελούμενη από τους Κ.Π. Καβάφη, Γ. Σεφέρη, Οδ. Ελύτη και Γ. Ρίτσο, ο Ν. Καζαντζάκης είναι ο πιο γνωστός, μεταφρασμένος, πολυδιαβασμένος και ευπώλητος στη χώρα Έλληνας συγγραφέας», εξηγεί η βραβευμένη Βουλγάρα Ελληνίστρια και μεταφράστρια Ζντράβκα Μιχαΐλοβα, μιλώντας στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων για την παρουσία και την πρόσληψη του καζαντζακικού έργου στη Βουλγαρία, με αφορμή και μια νέα έκδοση, με επιλογή κειμένων από το «Ταξιδεύοντας» του Καζαντζάκη, για πρώτη φορά στα βουλγαρικά, σε μετάφραση Νικολάι Κώστοβ και επιμέλεια της ίδιας.

Τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, τα έργα του Νίκου Καζαντζάκη «Όφις και Κρίνος» (μτφρ. Ιβάν Γκένοβ), «Αλέξης Ζορμπάς», «Καπετάν Μιχάλης», «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», «Ο τελευταίος πειρασμός, «Αναφορά στον Γκρέκο», «Ο φτωχούλης του Θεού», «Στα παλάτια της Κνωσού» (όλα σε μετάφραση Γκεόργκι Κούφοβ) είχαν εκδοθεί επανειλημμένα σε τιράζ πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα, τα οποία εδώ και αρκετά χρόνια είχαν εξαντληθεί και περίμεναν την επανέκδοσή τους ώσπου, πριν από μερικά χρόνια, ο εκδοτικός οίκος της Σόφιας «Entousiast» άρχισε σταδιακά την επανέκδοσή τους, σύμφωνα με στοιχεία που έθεσε στη διάθεση του ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Μιχαΐλοβα. Στις πιο πρόσφατες εκδόσεις και νέες μεταφράσεις (καθώς δεν είχαν κυκλοφορήσει παλιότερα σε μετάφραση του Κούφοβ) συνέβαλαν και οι εκδ. Ciela με την «Ασκητική» (εκδ. Ciela, 2017, μτφρ. Dragomira Valcheva) και τις «Αδελφοφάδες» (εκδ. Ciela, 2018, μτφρ. Dragomira Valcheva).

Ο Γκεόργκι Κούφοβ και ο Καζαντζάκης

Αξίζει να σημειωθεί πως όλες οι μεταφράσεις του Καζαντζάκη στα βουλγαρικά έχουν γίνει από τις πρωτότυπες εκδόσεις στα ελληνικά, με τον Γκεόργκι Κούφοβ (1923-2004) να έχει συμβάλει τα μέγιστα στην ανάδειξη του καζαντζακικού έργου στη Βουλγαρία.

Η παρουσία του καζαντζακικού έργου στη βουλγαρική γλώσσα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το όνομα του Κούφοβ, ο οποίος έχει καταφέρει να εκφράσει πλήρως το πνεύμα του Κρητικού συγγραφέα. Μάλιστα, όπως λέει η κ. Μιχαΐλοβα, οι ειδικοί έχουν χαρακτηρίσει τις μεταφράσεις του έργου του Καζαντζάκη από τον Κούφοβ ως «λογοτεχνική αναδημιουργία» και «κορυφαία δεύτερη γραφή, η οποία έχει εμπλουτίσει τη βουλγαρική γλώσσα».

Οι πρόλογοι του Κούφοβ στο μεταφρασμένο έργο του Καζαντζάκη λειτουργούν ως ένα είδος πυξίδας κατανόησης και καθιστούν πιο προσπελάσιμο το έργο του στο βουλγάρικο αναγνωστικό κοινό. «Τα εισαγωγικά σημειώματα αυτά με υπογραφή του Κούφοβ σε λογοτεχνικές εκδόσεις εισάγουν τους αναγνώστες στον βίο και το έργο του Έλληνα πεζογράφου», επισημαίνει η κ. Μιχαΐλοβα.

«Εξετάζοντας τις επιρροές φιλοσοφικών και θρησκευτικών συστημάτων που έχει υποστεί ο Καζαντζάκης, από τη μια ο Κούφοβ συνεπαίρνεται από την πληρότητα και τον διανοητικό δυναμισμό του συγγραφέα, από την άλλη εξακολουθεί να πιστεύει ότι εκείνος παραμένει ένας άλυτος γόρδιος δεσμός αντιθέσεων, ένας παράδοξος στοχαστής, αλλά αναμφισβήτητα μία δημιουργική προσωπικότητα που έχει αφήσει ανεξίτηλα τη σφραγίδα της στα ελληνικά γράμματα του 20ου αιώνα».

Ο Κούφοβ τοποθετεί τον μεγάλο Έλληνα συγγραφέα στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής, επισημαίνοντας πως ο Καζαντζάκης συνεπαίρνεται από τα μοντέρνα ρεύματα του αιώνα στη διάρκεια των σπουδών του σε Αθήνα και Παρίσι, ωστόσο κουβαλάει βαθιά μέσα του την κληρονομικότητα της γης του, η οποία αποτελεί το υπόβαθρο όλων των έργων του.

«Ένας ακούραστος ταξιδευτής, στις φλέβες του οποίου βράζει το αίμα του Οδυσσέα»

Η πάντα παρούσα γενέθλια γη της Κρήτης επισημαίνεται από όλους όσοι έχουν ασχοληθεί με τον Καζαντζάκη. Όπως και το γεγονός ότι υπήρξε «ένας ακούραστος ταξιδευτής, στις φλέβες του οποίου βράζει το αίμα του Οδυσσέα», όπως χαρακτηριστικά τον περιγράφει ο Βούλγαρος Ελληνιστής Μαρίν Ζέτσεφ.

Με αφορμή τα πολλά ταξίδια του Καζαντζάκη -από τη Σοβιετική Ένωση και τη Γαλλία ως την Κίνα, την Ιαπωνία, την Ισπανία, την Αγγλία και αλλού- ο Ζέτσεφ, όπως λέει η Ζντράβκα Μιχαΐλοβα, γράφει για τον Καζαντζάκη: «Έχοντας πιει από πολλές πηγές, εν τέλει επιστρέφει πιο σοφός στην Ιθάκη του, την Ελλάδα. Ακόμη και τα πιο αφηρημένα έργα του παραπέμπουν στην κρητική γη, στον αγώνα των Κρητικών για τη λευτεριά. Από την πατρική γη και την κρητική λεβεντιά αντλεί σαν τον Ανταίο τις δυνάμεις του».

Μετενσαρκώσεις του καζαντζακικού λόγου στις άλλες τέχνες

Όσον αφορά τις μετενσαρκώσεις του καζαντζακικού λόγου στις άλλες τέχνες, η κ. Μιχαΐλοβα, θέλοντας να καταδείξει το πόσο δημοφιλή είναι τα βιβλία του Καζαντζάκη στη Βουλγαρία, παραθέτει το παρακάτω παράδειγμα, από ομιλία της σε παλαιότερο συνέδριο με θέμα «Η ευρωπαϊκή διάσταση της Νεοελληνικής λογοτεχνίας» της έδρας Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης:

«Το 2002, ο Αλέξης Ζορμπάς ήταν ο πρώτος τίτλος της θεατρικής αφίσας στη Βάρνα. Μια παράσταση για τον Βαλκάνιο άνθρωπο, για τα προβλήματά του, για τα βάσανα, τους έρωτες και την τύχη του, έτσι την είδε ο σκηνοθέτης Νικόλα Πετκόβ. Ο ίδιος πιστεύει πως ο Ζορμπάς διαθέτει όλα τα κακά και τα καλά του Βαλκάνιου ανθρώπου, τα μίση, τα λάθη, τα πάθη, τις εκστάσεις, τις αγριότητές του και ταυτόχρονα την ομορφιά, τον αισθησιασμό, τη φιλία, την αγάπη του, την τρέλα του για τη γυναίκα. Στον “Ζορμπά” έχουν βρει έκφραση και ορισμένα από τα προβλήματα των βαλκανικών λαών- κυρίως η αιώνιες έχθρες μεταξύ τους. Ο Καζαντζάκης αναθεωρεί αυτή την έχθρα και της αντιπαρατεθεί τη συμφιλίωση μεταξύ των βαλκανικών λαών, πάντα κατά την άποψη του σκηνοθέτη. Ο Καζαντζάκης είναι συγγραφέας το έργο του οποίου προσελκύει τον Βούλγαρο θεατρικό δημιουργό, όπως και εκείνο του Ίβο Άντριτς. Εκτιμά τα βιβλία του επειδή είναι περίπλοκα, με βαθύ νόημα, παθιασμένα. Με όποιο θέμα κι αν καταπιαστεί, είτε κοινωνικό, είτε θρησκευτικό, είτε ηθικό, μπήγει το μαχαίρι βαθιά στο κόκκαλο, δεν υπάρχει τίποτα το επιπόλαιο, το αγοραίο, τα καθετί είναι ανεπανάληπτο, μοναδικό».

Η επιρροή του Ν. Καζαντζάκη στην αγάπη της Ζ. Μιχαΐλοβα για τα ελληνικά

Γεννημένη στη Σόφια, με σπουδές Δημοσιογραφίας και μεταπτυχιακές σπουδές στην «ευρωπαϊκή οργάνωση και διπλωματία» στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, η βραβευμένη για το πολυσχιδές μεταφραστικό -και όχι μόνο- έργο της Ελληνίστρια Ζντράβκα Μιχαΐλοβα αγάπησε τη νέα ελληνική γλώσσα μέσα από το έργο του Καζαντζάκη.

Μαθήτρια ακόμη στο Αγγλικό Λύκειο της βουλγαρικής πρωτεύουσας, άρχισε να μαθαίνει ελληνικά και ν’ ανακαλύπτει τη μαγεία της γλώσσας. Όπως λέει, ένα από τα ερεθίσματα που καθόρισαν την απόφασή της -εκτός από το μάθημα στο λύκειο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και το όνειρό της ν’ ασχοληθεί με την αρχαιολογία- να κάνει το πέρασμα στα νεοελληνικά είναι ότι είχε διαβάσει όλα τα μέχρι τότε μεταφρασμένα στα βουλγάρικα βιβλία του μεγάλου συγγραφέα. «Η γραφή, η φιλοσοφική του σκέψη και ενατένιση του κόσμου με είχαν συναρπάσει από τότε», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Μιχαΐλοβα, η οποία έβαλε στόχο ζωής να μάθει τα ελληνικά σε τέτοιο επίπεδο που θα της επέτρεπαν να διαβάσει κάποτε το έργο του στα ελληνικά.

«Ο Καζαντζάκης διαπλάστηκε από τις παραδόσεις του τόπου του που άφησαν τη σφραγίδα της ιδιόρρυθμης ατμόσφαιρας της Κρήτης. Η αγάπη και ο θαυμασμός του Καζαντζάκη για την Κρήτη και τον κρητικό τρόπο σκέψης και έκφρασης είναι διάχυτα σε όλα τα έργα του. Μιλάει για την “κρητική ματιά” και δηλώνει πως τίποτα στον κόσμο δεν αγαπάει περισσότερο από την Κρήτη, πως η Κρήτη είναι εκείνη που προσδιορίζει αποφασιστικά τη σκέψη και την πνευματική του πορεία. Η Κρήτη για τον Καζαντζάκη είναι το αρχέτυπο, είναι η αφετηρία και το τέρμα όλης της πορείας του», αναφέρει χαρακτηριστικά η κ. Μιχαΐλοβα.