Απαντήσεις σχετικά με το θέμα της απεργίας της ΟΛΜΕ έδωσαν σήμερα σε άτυπη ενημέρωση των δημοσιογράφων, πηγές από το υπουργείο Παιδείας.

Σχετικά με την θέση που εκφράζεται από καθηγητές ότι η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών οδηγεί σε απολύσεις, ανέφεραν συγκεκριμένα πως «στις σχετικές διατάξεις της αξιολόγησης πουθενά δεν τεκμηριώνεται, άμεσα ή έμμεσα, διαδικασία απόλυσης ή διαθεσιμότητας εκπαιδευτικού. Αυτό που διασφαλίζεται είναι Μή εξέλιξη στις διευθυντικές θέσεις ή στις θέσεις στελεχών εκπαίδευσης των “αδιάβαστων” ή των “αμελών” δασκάλων και καθηγητών».

Όπως αναφέρθηκε σήμερα «η ΟΛΜΕ αρνείται την αξιολόγηση γιατί θέλει πρώτον να διασφαλίσει την ανεμπόδιστη υπηρεσιακή και κατά συνέπεια μισθολογική εξέλιξη όλων, συμπεριλαμβανομένων όσων δεν μπαίνουν στις τάξεις ή ασκούν πλημμελώς τα καθήκοντα τους και δεύτερον να μην επιτρέψει στους “ικανούς” και “επιμελείς” που έχουν μεταπτυχιακές σπουδές, που έχουν επιτεύγματα αριστείας, που διακρίνονται στο εκπαιδευτικό τους έργο να εξελίσσονται σε μια “ισοπεδωτική λογική”. Αντίθετα το υπουργείο Παιδείας μετά από 30 χρόνια εφαρμόζει ένα σύστημα για την αξιολόγηση δομών, διαδικασιών και ανθρώπινου δυναμικού στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση».

Σχετικά με την θέση καθηγητών ότι το υπουργείο Παιδείας «καταργεί διαμέσου συγχωνεύσεων σχολεία διαλύοντας την δημόσια εκπαίδευση», οι ίδιες πηγές ανέφεραν ότι «αρκεί να αναλογιστούμε ότι το 2011 καταργήθηκαν δια των συγχωνεύσεων περίπου 800 σχολικές μονάδες, το 2012 περίπου 120 και το 2013 το υπουργείο Παιδείας προχωρά στην κατάργηση περίπου 60 σχολικών μονάδων μετά από εισήγηση των Διευθυντών Εκπαίδευσης και των Περιφερειακών Διευθυντών και στις περισσότερες περιπτώσεις με σύμφωνη γνώμη των ΟΤΑ που εδρεύουν.

Συγχωνεύσεις δηλαδή που κρίνονται από την υπηρεσία απαραίτητες για λόγους μη βιωσιμότητας των σχολικών μονάδων (δηλαδή που δεν συμπληρώνουν τον απαραίτητο αριθμό μαθητών την ώρα που λειτουργούν όμορες σχολικές μονάδες που μπορούν να φιλοξενήσουν τον μαθητικό πληθυσμό)».

Σχετικά με την άποψη ότι το υπουργείο Παιδείας «διαμορφώνει τάξεις με 30 και πλέον μαθητές» από το υπουργείο Παιδείας τόνιζαν ακόμη ότι: «είναι επισήμως γνωστό στην διοίκηση της ΟΛΜΕ ότι έχει υπογραφεί ΚΥΑ που ορίζει την δυναμικότητα των τάξεων σε 27 μαθητές. Άλλωστε η καταστρατήγηση έως σήμερα στην πλειονότητα των περιπτώσεων ήταν να υπάρχουν τάξεις με 18 ή 20 μαθητές ώστε να διασφαλίζουν οι διευθυντές περισσότερο διδακτικό προσωπικό το οποίο χρησιμοποιούσαν εκ των υστέρων ως διοικητικό προσωπικό. Γι αυτό και προκύπτει ένας αριθμός περίπου 1500 εκπαιδευτικών την τρέχουσα σχολική χρονιά που δεν έχουν ούτε μία ώρα διδακτικού έργου».

Σχετικά με την άποψη ότι η κυβέρνηση «απολύει» 10.000 αναπληρωτές καθηγητές, οι πηγές του υπουργείου Παιδείας αναφέρουν ότι «καταρχάς οι αναπληρωτές καθηγητές είναι συμβασιούχοι και η μη πρόσληψή τους δεν σημαίνει “απόλυση”. Η μόνιμη χρησιμοποίηση συμβασιούχων αναπληρωτών αλλά και η παράλληλη διαπίστωση κενών είναι μοναδικό φαινόμενο και αποδεικνύει την παθογένεια του συστήματος διαχείρισης προσωπικού που ακολουθήθηκε τα τελευταία 20 χρόνια».

«Στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση εργάζονται περίπου 83.000 μόνιμοι εκπαιδευτικοί και αντιστοιχούν σε 640.000 μαθητές, δηλαδή η αναλογία είναι ένας καθηγητής για οκτώ μαθητές. Ακόμη και αν συνυπολογίσει κανείς την ιδιαιτερότητα της Νησιωτικότητας και της Ορεινότητας που συναντάμε στη χώρα μας, ο λόγος αυτός είναι πολύ χαμηλότερος σε σχέση από τον αντίστοιχο μέσο όρο των χωρών του ΟΑΣΑ. Έχουμε λοιπόν πολύ περισσότερους μονίμους εκπαιδευτικούς ανά μαθητή και αυτό, σε συνδυασμό με την προβληματική κατανομή τους ανά Περιφέρεια και Διεύθυνση Εκπαίδευσης. Γιατί οι αναπληρωτές προσλαμβάνονται για να καλύψουν κενά που δημιουργεί η προβληματική κατανομή μονίμων καθηγητών ανά Περιφέρεια. Αλλού υπάρχει έλλειψη, άλλου είναι υπεράριθμοι. Πέραν αυτού το κόστος των Αναπληρωτών Καθηγητών ξεπερνά ετησίως τα 300 εκ. ευρώ, ενώ για την σχολική χρονιά 2012-2013 προσελήφθησαν 8500 αναπληρωτές για 10μηνη απασχόληση» ανέφεραν.

Παράλληλα όπως σημείωναν, το υπουργείο «έχει ήδη εξασφαλίσει την απασχόληση 8500 αναπληρωτών στην νέα σχολική χρονιά σε καινοτόμες και χρηματοδοτούμενες δράσεις από το ΕΣΠΑ (όπως η εφαρμογή του θεσμού του Μέντορα, της ενισχυτικής διδασκαλίας κλπ). Με δράσεις καινοτομίας είναι εφικτό να δημιουργηθεί ένα εργασιακό περιβάλλον και στη νέα προγραμματική περίοδο 2015-2022 που θα μειώνει στο ελάχιστο το κοινωνικό αποτύπωμα του νοικοκυρέματος της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης».

Σχετικά με την θέση της ΟΛΜΕ ότι δεν δέχεται την αύξηση δύο ωρών εβδομαδιαία, ανέφεραν ότι «από τον Ιούλιο του 2012 διαπιστώσαμε ότι ουσιαστικά το υπουργείο δεν γνώριζε ούτε πόσους ακριβώς εκπαιδευτικούς διέθετε, ούτε που βρίσκονταν όλοι, ούτε πόσες ώρες δίδασκε ο καθένας».

«Γι΄ αυτό προχωρήσαμε σε πλήρη χαρτογράφηση της εκπαίδευσης: σχολεία, τμήματα, εκπαιδευτικοί εντός και εκτός σχολείου, ώρες απασχόλησης. Αυτό και μόνον αυτό θα επέτρεπε έναν ουσιαστικό προγραμματισμό. Αλλά και λήψη των αναγκαίων μέτρων που έπρεπε να ληφθούν για σωστές τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις αλλά και διορισμούς – έστω και αυτούς τους περιορισμένους που πραγματοποιούνται τα τελευταία χρόνια – και εν τέλει για την αξιοποίηση του υπάρχοντος εκπαιδευτικού προσωπικού κατά τον καλύτερο δυνατόν τρόπο. Με την ολοκλήρωση της παραπάνω χαρτογράφησης διαπιστώσαμε στρεβλώσεις δεκαετιών που οδήγησαν στη δημιουργία πλεονασμάτων σε κάποιες ειδικότητες με ταυτόχρονη έλλειψη σε άλλες. Και φυσικά το μοναδικό φαινόμενο των «κενών» και η πρόσληψη κατά μέσο όρο 10000 συμβασιούχων αναπληρωτών. Και κενά και 300 εκ. ευρώ σπατάλη» τονίζουν οι ίδιες πηγές.

«Στόχος μας, μετά την έγκαιρη διανομή των βιβλίων τον Σεπτέμβριο του 2012, δηλαδή του αυτονόητου, η αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού, των εκπαιδευτικών μας, ώστε πριν από την έναρξη των μαθημάτων της επόμενης σχολικής χρονιάς όλα τα σχολεία να έχουν όλους τους αναγκαίους δασκάλους και καθηγητές» ανέφεραν.

«Με βάση, λοιπόν, πλήρως ελεγμένα και επιβεβαιωμένα στοιχεία, αποφύγαμε την αύξηση των ωρών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση όπου το ωράριο του πρωτοδιόριστου δασκάλου είναι 24 ώρες. Από την άλλη πλευρά προχωρούμε στην οριζόντια αύξηση του ωραρίου όλων των καθηγητών κατά δύο ώρες, ώστε ο πρωτοδιόριστος από την επόμενη χρονιά να διδάσκει 23 ώρες την εβδομάδα, από 21 που δίδασκε μέχρι και φέτος, και βεβαίως, ανάλογα με τα χρόνια, οι ώρες αυτές μειώνονται μέχρι και τις 18 από 16 που ήταν μέχρι σήμερα για όσους είχαν 20 και πάνω χρόνια υπηρεσίας.

Και μετά την αύξηση αυτή η Ελλάδα θα βρίσκεται ως προς τις ώρες που διδάσκουν οι εκπαιδευτικοί στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση περίπου στο μέσο όρο των χωρών της Ε.Ε. που είναι 19,1 (γυμνάσιο) και 18,4 (λύκειο), όταν ο Μ.Ο. όρος (γυμνάσιο-λύκειο) στην Ελλάδα είναι 18,5 (σύμφωνα με τα στοιχεία και της ΟΛΜΕ), ενώ εξακολουθεί η αναλογία εκπαιδευτικών-μαθητών στη χώρα μας να παραμένει η μικρότερη στις χώρες του ΟΟΣΑ αλλά και στην Ευρώπη.

Με την αύξηση αυτή των ωρών, και σε συνδυασμό με τον αυστηρό περιορισμό των αποσπάσεων εκπαιδευτικών σε φορείς εντός και εκτός του υπουργείου Παιδείας, την εξάντληση του υπάρχοντος ωραρίου, την αξιοποίηση των δεύτερων πτυχίων των εκπαιδευτικών, την επέκταση πρώτης και δεύτερης ανάθεσης διδασκαλίας και την πρόσληψη 2500 συμβασιούχων αναπληρωτών για την νησιωτική και ορεινή χώρα, εξασφαλίζονται οι αναγκαίες διδακτικές ώρες, κατά ειδικότητα, που θα επιτρέψουν, όλα τα παιδιά σε όλα τα σχολεία να έχουν – και μάλιστα έγκαιρα – τον καθηγητή τους τον Σεπτέμβριο του 2013» ανέφεραν επί του βασικού αιτήματος των καθηγητών.

Σχετικά με την άποψη ότι το υπουργείο Παιδείας μετατρέπει «τους καθηγητές σε περιφερόμενο θίασο με τις υποχρεωτικές μεταθέσεις» τονίζεται ότι «αρχικά η “διαφωνία” της ΟΛΜΕ είναι όψιμη, εφόσον η νομοθετική ρύθμιση για τις αναγκαστικές μετακινήσεις των εκπαιδευτικών είναι νομοθετημένες από τον περασμένο Νοέμβριο. Το Προεδρικό Διάταγμα ορίζει μόνον την διαδικασία και τα κριτήρια υποχρεωτικής μετάθεσης και εφόσον ένας καθηγητής είναι υπεράριθμος δηλαδή διδάσκει λιγότερο από 12 ώρες και δεν έχει συμπληρώσει δώδεκα χρόνια προϋπηρεσίας. Πέραν αυτού εκτός των υποχρεωτικών μεταθέσεων από το 2010 έχει ψηφιστεί – από την τότε μονοκομματική κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ – στο ν.3848/2010 η δυνατότητα υποχρεωτικής απόσπασης των εκπαιδευτικών και μάλιστα χωρίς κριτήρια.

Όμως είναι τόσο εύλογη και δίκαιη η απόφαση της πολιτείας να μεταθέσει υπεράριθμους εκπαιδευτικούς σε κενές θέσεις αρκεί να αναλογιστούμε ότι την σχολική χρονιά 2012-2013 5.500 εκπαιδευτικοί διδάσκουν λιγότερο από 12 ώρες την εβδομάδα, ενώ τα προηγούμενα χρόνια ήταν ακόμα περισσότεροι οι υποαπασχολούμενοι».