«Η Πολιτεία ούτε θέλει αλλά ούτε μπορεί, πράγματι, να χωριστεί από την Εκκλησία» τόνισε ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος κατά τη συνεδρίαση της Ιεραρχίας.

«Τα κόμματα της Αριστεράς με τη γνωστή φιλοσοφικο-κοινωνική βιοκοσμοθεωρία του κομμουνιστικού κοσμοειδώλου, όπως γνώρισε τον χωρισμό αυτό ο καταρρεύσας υπαρκτός σοσιαλισμός στο ανατολικό μπλοκ, που στην ουσία ήταν ο διωγμός της θρησκευτικής πίστεως, ελαύνονται από αποτυχημένα αθεϊστικά ιδεολογήματα και συναντώνται με τα υπόλοιπα κόμματα του νεοφιλελεύθερου χώρου κάτω από τις ντιρεκτίβες της νέας εποχής και της νέας τάξεως. Μιλούν γα χωρισμό εκκλησίας και Κράτους επικαλούμενοι δήθεν προοδευτικά συνθήματα. Οι αντιλήψεις, όμως, περί χωρισμού είναι του περασμένου αιώνα που γεννήθηκαν κάτω από μισαλλόδοξο αντιθρησκευτικό και αντικληρικαλιστικό λαϊκιστικό πνεύμα που δεν συμβιβάζεται με τις σημερινές πολιτειακές και θρησκευτικές αντιλήψεις» είπε ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος δανειζόμενος, όπως σημείωσε, «τις σκέψεις του αγαπητού αδελφού, σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιώς κ. Σεραφείμ, κατά τη συνεδρίαση της Ιεραρχίας.

«Οι προσωπική μου άποψη» προσέθεσε «είναι ότι η Πολιτεία ούτε θέλει αλλά ούτε μπορεί, πράγματι, να χωριστεί από την Εκκλησία με όρους κοινωνίας, όπως δεν μπορεί να χωρισθεί από οποιαδήποτε ‘γνωστή θρησκεία’. Η Πολιτεία, εάν το θελήσει, και έχει τη συγκατάθεση αυτού του λαού ας το επιχειρήσει τηρώντας, βεβαίως, τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει έναντι της Εκκλησίας και τις σχετικές συμβάσεις».

Στην πολυσέλιδη εισήγησή του ο κ. Ιερώνυμος αναφέρθηκε σε όλο το πλέγμα των σχέσεων εκκλησίας και κράτους από την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μέχρι και σήμερα, δήλωσε ότι η Εκκλησία θα είναι παρούσα στο θέμα της αναθεώρησης του Συντάγματος και του μαθήματος των Θρησκευτικών, για το οποίο ζήτησε διάλογο, και προέβαλε το γερμανικό πρότυπο για όλο το πλέγμα διδασκαλίας του μαθήματος θρησκευτικών.

«Ο δημόσιος λόγος το τελευταίο διάστημα έχει βομβαρδιστεί με μία ανεξήγητη φλυαρία, πολυλογία, λόγια, λόγια. Η Εκκλησία δεν διανοείται να απευθυνθεί στα παιδιά της με ιδεοληψίες με αγκυλώσεις, με σύνδρομα μειονεξίας, με απωθημένα από το παρελθόν ή με φαντασιακή ενατένιση του μέλλοντος» είπε ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος κατά τη διάρκεια της προσφώνησης του, καλωσορίζοντας τα μέλη της Ιεραρχίας στην ετήσια σύνοδό τους.

Όπως ανέφερε για τα θρησκευτικά η εκπαίδευση αποτελεί, βάσει του άρθρου 7 του Γερμανικού Συντάγματος ευθύνη του Κράτους, η οποία όμως δεν παραγνωρίζει ούτε το ρόλο των κηδεμόνων-γονέων των παιδιών ούτε των θρησκευτικών κοινοτήτων.

Η παράγραφος 3 είναι χαρακτηριστική:

«3. Η διδασκαλία των Θρησκευτικών στα δημόσια σχολεία με εξαίρεση τα ελεύθερα ομολογίας σχολεία (ειδική κατηγορία σχολείων) είναι κανονική διδακτική κατεύθυνση. Χωρίς να παραβλάπτεται το δικαίωμα ευθύνης του Κράτους η διδασκαλία των Θρησκευτικών γίνεται σε απόλυτη συμφωνία με τις αρχές των θρησκευτικών κοινοτήτων. Κανένας εκπαιδευτικός δεν επιτρέπεται να υποχρεώνεται να διδάξει Θρησκευτικά ενάντια στη θέλησή του».

Όπως ανέφερε:: «Το μάθημα, λοιπόν, των Θρησκευτικών γίνεται σε σχέση κάι συμφωνία με τις θεμελιώδεις αρχές της εκάστοτε θρησκευτικής οντότητας διατηρουμένου του δικαιώματος της κρατικής επίβλεψης.

Το μάθημα των Θρησκευτικών είναι στα δημόσια σχολεία κανονικό, τακτικό μάθημα, και έτσι εξασφαλίζεται ως θεσμός, που έχει την αρχή του στο ίδιο το δημόσιο-κρατικό δίκαιο. Επιβάλλεται λοιπόν εκ του Συντάγματος της χώρας να υπάρχει το μάθημα των Θρησκευτικών και δεν επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του εκάστοτε νομοθέτη να το επιτρέψη η όχι. Με αυτον τον τρόπο το μάθημα των Θρησκευτικών είναι συστατικό μέρος του σχολείου γενικότερα, ακριβώς όπως όλα τα υπόλοιπα υποχρεωτικά μαθήματα, με τα οποία απολαμβάνει την ίδια περιοπή. Το εκάστοτε κρατικό συμβόλαιο, αναλαμβάνοντας την ευθύνη του μορφωτικού καθιδρύματος-οντότητος, στην ευθύνη παροχής του μορφωτικού αγαθού, συμπεριλαμβάνει και την ευθύνη για το μάθημα των Θρησκευτικών.

Στο πλαίσιο του άρθρου 7 που αναφέρθηκε γίνεται ξεκάθαρο ότι, στους μαθητές, στους κηδεμόνες, στις θρησκευτικές οντότητες, αναγνωρίζεται το δικαίωμα για απαίτηση του μαθήματος των Θρησκευτικών. Αυτό έχει και το νόημα ότι, το μάθημα των Θρησκευτικών οφείλει να γίνεται σύμφωνα με τις αρχές της εκάστοτε θρησκευτικής οντότητος.

Αξίζει επίσης να επισημάνουμε τα εξής, τα οποία είναι ιδιαίτερα ενδιαφέροντα για την νομική μεταχείριση του μαθήματος των Θρησκευτικών.

α) Το μάθημα των Θρησκευτικών είναι υποχρεωτικό με εξασφαλισμένη από το Σύνταγμα δυνατότητα προσωπικής άρσης της υποχρεωτικότητας με δήλωση των κηδεμόνων των μαθητών. Το δικαίωμα όμως αυτό της μερικής απαλλαγής δεν βασίζεται σε καμία περίπτωση στον αν επιθυμεί κάποιος η όχι να μετέχει στο μάθημα, αλλά στην θεμελιώδη αναγνώριση της ελευθερίας της συνειδήσεως και της πίστεως. Άρα αναιτιολόγητη δυνατότητα απαλλαγής δεν υφίσταται στο γερμανικό δίκαιο.

β) Υπάρχει μόνο η δυνατότητα της ομολογιακά η θρησκειακά συνδεδεμένης διδασκαλίας των Θρησκευτικών. Αυτό δίνει τη δυνατότητα στο μάθημα των Θρησκευτικών να γίνονται δεκτά και παιδιά άλλων ομολογιών που αποτελούν μειονότητα, εάν υπάρχει η συγκατάθεση των γονέων η κηδεμόνων.

Με αυτόν τον τρόπο δίδεται και η δυνατότητα γνώσης των άλλων θρησκειών παρά τον σαφή ομολογιακό χαρακτήρα του μαθήματος.

γ) Οι θεολόγοι δάσκαλοι και καθηγητές του μαθήματος προκειμένου να διδάξουν το μάθημα χρειάζονται τη σχετική άδεια από τον οικείο επίσκοπο της Ρωμαιοκαθολικής η της εκάστοτε Προτεσταντικής Εκκλησίας. Οι ορθόδοξοι δάσκαλοι Θρησκευτικών σε γερμανικά σχολεία οφείλουν να έχουν τη σχετική άδεια από τον εκάστοτε Μητροπολίτη Γερμανίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ασχέτως εθνικότητας και προέλευσης.

δ) Όταν δεν συμπληρώνεται ο ελάχιστος απαιτούμενος αριθμός μαθητών (π.χ. στη Βάδη-Βυρτεμβέργη 8) για τον διορισμό από το Κράτος καθηγητού Θρησκευτικών, τότε υπάρχει η δυνατότητα να γίνει μάθημα με ευθύνη της θρησκευτικής κοινότητας χωρίς να υπάρχει αμοιβή από το Κράτος για το δάσκαλο των Θρησκευτικών.

Κατά συνέπεια ο ομολογιακός χαρακτήρας του μαθήματος δεν θίγει τα δικαιώματα των μειονοτήτων.

Προτάσεις μου:

1. Δεν θα ήθελα να συνεχισθή αυτός ο τρόπος λειτουργίας Εκκλησίας και Πολιτείας, εκείνης δηλαδή από το έτος 1834 μέχρι σήμερα. Της καταπιέσεως, της αναγκαστικής σιωπής, της «Βαβυλώνιας αιχμαλωσίας» η της «υπό πατρωνίαν» διαβιώσεως.

2. Ο χωρισμός Εκκλησίας και Πολιτείας δεν είναι χαρακτηριστικό της εκκλησιαστικής ποιμαντικής διακονίας. Η Εκκλησία «δεν χωρίζεται από τα παιδιά της». Όποιος θέλει αποχωρεί. Όποιος θέλει επιστρέφει.

3. Να καθιερωθή ο τρόπος «των Διακριτών Ρόλων» που εν μέρει λειτουργεί σήμερα, αλλά των «Καθαρών Διακριτών Ρόλων» με τάση συνεργασίας, όταν το χρειάζεται ο λαός μας.

4. Τρόπος Στελέχωσης της Εκκλησίας.

5. Αξιοποίησις της εναπομεινάσης εκκλησιαστικής περιουσίας σε συνεργασία με την Πολιτεία.

6. Αντιμετώπισις των παρενεργειών των αποφάσεων της Κοσμικής Δικαιοσύνης.

7. Υλοποίηση της ληφθείσης αποφάσεως στη Βουλή την Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2016 σύμφωνα με την οποία θα συνεχισθή η συνεργασία μέσα από αμοιβαίο διάλογο από μηδενική βάση Εκκλησίας – Πολιτείας για το περιεχόμενο του μαθήματος των Θρησκευτικών»