Κριτική σε φορολογικές ρυθμίσεις του πολυνομοσχεδίου που συζητείται στη Βουλή ασκούν με κοινή δήλωσή τους οι τέσσερις εργοδοτικοί κοινωνικοί εταίροι (ΣΕΒ, ΕΣΕΕ, ΓΣΕΒΕΕ, ΣΕΤΕ), καλώντας την κυβέρνηση «να αποδείξει έμπρακτα το ενδιαφέρον για την ανάπτυξη και την προσέλκυση επενδύσεων» και επισημαίνοντας την ανάγκη για αναπτυξιακά αντίβαρα, «που θα στείλουν το μήνυμα προς τις παραγωγικές δυνάμεις του τόπου ότι ο δρόμος που ακολουθούμε είναι μεν δύσκολος αλλά δεν πνίγει την ελληνική επιχειρηματικότητα, την απασχόληση και τις προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας».

Στην κοινή δήλωσή τους οι τέσσερις εργοδοτικές οργανώσεις τονίζουν ότι έχουν διαχρονικά τοποθετηθεί με υπευθυνότητα και ρεαλισμό έναντι των δύσκολων αποφάσεων που πρέπει να ληφθούν για να βγει η Ελλάδα από την κρίση και να παραμείνει στην ΕΕ, καθώς και ότι η αποκατάσταση της σταθερότητας στην οικονομία και της εμπιστοσύνης στην Ελλάδα είναι μείζον διακύβευμα για τις επιχειρήσεις και διασφαλίζεται εν μέρει με την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης και με την υλοποίηση των δεσμεύσεων που έχουμε αναλάβει στο πλαίσιο του τρίτου μνημονίου.

Προσθέτουν τα εξής:

«Παρά τις διαβεβαιώσεις που έχουμε λάβει για την υλοποίηση άμεσων μέτρων σταθεροποίησης της οικονομίας και προσέλκυσης αναπτυξιακών επενδύσεων, για σταθερό και σταδιακά ελκυστικότερο φορολογικό πλαίσιο, καλύτερο επιχειρηματικό περιβάλλον και κίνητρα για την ανάπτυξη και τις επενδύσεις, παρατηρούμε πως με την κατάθεση του πολυνομοσχεδίου, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης ακολουθεί άλλο δρόμο.

Το Νομοσχέδιο “Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της Συμφωνίας Δημοσιονομικών Στόχων και Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις” εμπεριέχει επιπρόσθετους φόρους, οι οποίοι διατρέχουν οριζόντια κάθε έκφανση της Ελληνικής επιχειρηματικότητας.

Η αύξηση του συντελεστή ΦΠΑ από το 23% σε 24%,οι νέες επιβαρύνσεις σε μια σειρά προϊόντων, αγαθών και υπηρεσιών και οι αυξήσεις στη φορολογία εταιρειών είναι μερικά από τα επιπρόσθετα βάρη που καλούνται οι επιχειρήσεις της χώρας να σηκώσουν. Περαιτέρω, διατάξεις, όπως, η κατάργηση εξαίρεσης συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ για τα ιδιοχρησιμοποιούμενα παραγωγικά ακίνητα των επιχειρήσεων, η αλλαγή του τρόπου υπολογισμού της αγοραίας αξίας παραχώρησης οχήματος που αυξάνει υπέρμετρα το συνολικό συντελεστή φορολόγησης των στελεχών του ιδιωτικού τομέα κατά 2-2,5%, ο επταπλασιασμός του φόρου που καταβάλλουν σήμερα οι επενδυτικές εταιρείες ακινήτων, είναι μέτρα που επιβαρύνουν υπέρμετρα τις ελληνικές επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα, ενώ ταυτόχρονα, αναχαιτίζουν κάθε επενδυτικό ενδιαφέρον και την πιθανότητα ανάκαμψης της οικονομίας».