«Τρεις κι ο κούκος» λέμε για να δηλώσουμε πως σε μια συγκέντρωση βρίσκονται ή προσήλθαν ελάχιστοι. Για την προέλευση της φράσης, ο Τάκης Νατσούλης δίνει δύο εκδοχές. Σύμφωνα με την πρώτη, κάποια ληστοσυμμορία που λυμαινόταν τον καιρό του Όθωνα την Αττική, κυκλώθηκε από καταδιωτικό απόσπασμα και αποδεκατίστηκε. Οι χωροφύλακες έφτασαν μέχρι το λημέρι της συμμορίας, όπου είχαν καταφύγει οι εναπομείναντες από την ομάδα 3 συμμορίτες. «Παραδοθείτε!», τους φώναξε ο επικεφαλής του αποσπάσματος. «Παραδινόμαστε», απάντησαν εκείνοι. «Πόσοι είσαστε όλοι», ξαναφώναξε ο επικεφαλής. «Τρεις, τρεις κι ο κούκος (σκούφος) του καπετάνιου», ήταν η απάντηση. Ή τρεις κι ο κούκος το πουλί που κελαηδούσε εκείνη την ώρα κοντά τους. Μία άλλη εκδοχή, μάς λέει πως η φράση αυτή ήταν μια από τις πολλές που μας άφησε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ή από πρώτο ή από δεύτερο χέρι και που την έκανε γνωστή. Για παράδειγμα, όταν ο Ιμπραήμ κόντευε να πνίξει την Επανάσταση και όλοι ήταν απελπισμένοι, ο Γέρος του Μοριά γυρνώντας στα χωριά, έγινε εθνεγέρτης, λέγοντας την παραπάνω φράση και προσθέτοντας: «Γι’ αυτό και τρεις κι ο κούκος αν μείνουμε, θα νικήσουμε και θα λευτερωθούμε». Τις παραπάνω εξηγήσεις αμφισβητεί ο Νίκος Σαραντάκος, αντιπροτείνοντας πως καθώς ο κούκος είναι το σύμβολο της μοναξιάς, η φράση «τρεις κι ο κούκος» για ένα μικρό πλήθος δεν είναι παράδοξη: ήταν μόνο τρεις και το κατεξοχήν σύμβολο της ερημιάς.