Σε περιβάλλον «ανθεκτικού πληθωρισμού» αναμένεται να περάσουν και φέτος οι Έλληνες καταναλωτές τις ημέρες των Χριστουγέννων, καθώς τόσο τα βασικά προϊόντα του εορταστικού τραπεζιού όσο και υπηρεσίες, όπως η εστίαση και τα καταλύματα συνεχίζουν την ανοδική τους πορεία.

Ενδεικτική ήταν η αναφορά που έκανε την περασμένη εβδομάδα ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, Γιάννης Τσουκαλάς, κατά την παρουσίαση της τριμηνιαίας έκθεσης του Γραφείου για το τρίτο τρίμηνο.

«Στέγαση, ξενοδοχεία, εστίαση κρατούν τον πληθωρισμό υπηρεσιών ψηλά. Παρατηρείται, βέβαια, σε όλη την ΕΕ, μια και έχουν ανακάμψει οι μισθοί», υπογράμμισε ο κ. Τσουκαλάς, ενώ, αναφορικά με την εξέλιξη των τιμών, το ΓΠΚΒ επισημαίνει ότι «ο πληθωρισμός στην Ελλάδα από τα μέσα του 2024 παρουσιάζει σημάδια ανθεκτικότητας, παρά την ισχυρή διαφαινόμενη τάση επιστροφής στον στόχο του 2,0% από την αρχή του 2024».

Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο πληθωρισμός τον Νοέμβριο διαμορφώθηκε στο 2,4%, αυξημένος από το 1,7% του Οκτωβρίου.

Όπως αναφέρεται στην έκθεση του Γραφείου, «ο πληθωρισμός (ετήσια ποσοστιαία μεταβολή του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή) ανήλθε τον Νοέμβριο του 2025 στο 2,8%, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ελαφρώς μειωμένος σε σχέση με τον Νοέμβριο του 2024 (3,0%).

Ωστόσο παρουσιάζεται αυξημένος σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα (1,6%). Ο πληθωρισμός τροφίμων ανήλθε τον Νοέμβριο του 2025 στο 2,7%, έναντι 2,4% στην Ευρωζώνη. Ο πυρήνας του πληθωρισμού (δεν περιλαμβάνει την ενέργεια και τα μη επεξεργασμένα τρόφιμα), διαμορφώθηκε στο 2,7% τον Νοέμβριο του 2025, μειωμένος σε σχέση με τον Νοέμβριο του προηγούμενου έτους (3,6%) και αυξημένος σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα (1,7%). Στην Ευρωζώνη, τον Νοέμβριο, ο πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο 2,1% ενώ ο πυρήνας του πληθωρισμού διαμορφώθηκε στο 2,4%. Ο εντονότερος πληθωρισμός των υπηρεσιών συντελεί στην ανθεκτικότητα του πυρήνα του πληθωρισμού.

Συνολικά, η συγκέντρωση σημαντικού βάρους σε υπηρεσίες που αυξάνονται με ρυθμούς σαφώς υψηλότερους του γενικού δείκτη λειτουργεί ως βασικός μηχανισμός διατήρησης του πυρήνα πληθωρισμού σε σχετικά αυξημένα επίπεδα, περιορίζοντας τον ρυθμό αποκλιμάκωσης του συνολικού πληθωρισμού ακόμη και σε περιόδους υποχώρησης άλλων συνιστωσών.»

Πέραν των υπηρεσιών – με κυρίαρχες τη στέγη, την εστίαση και τα καταλύματα – σημαντικές ετήσιες αυξήσεις καταγράφονται και σε βασικά είδη διατροφής: οι τιμές της σοκολάτας αυξήθηκαν κατά 22,9%, του καφέ κατά 20,7%, των κρεάτων κατά 13%, των φρούτων κατά 9%, ενώ αβγά και γαλακτοκομικά σημείωσαν άνοδο 4,4% και το ψωμί με τα δημητριακά 1,9%. Τα προϊόντα ζαχαροπλαστικής είναι ακριβότερα κατά 6,9%, ενώ στα εστιατόρια και τα ζαχαροπλαστεία οι τιμές εμφανίζονται αυξημένες κατά 7,7%, σε μια περίοδο όπου αποτελούν σημείο αναφοράς για τα νοικοκυριά.

Με τα κρέατα να κοστίζουν, κατά μέσο όρο, +13% περισσότερο από πέρυσι και τα γλυκά στο +7,7%, το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι το χριστουγεννιάτικο τραπέζι θα είναι «τσιμπημένο» περίπου κατά 10% σε σύγκριση με το 2024. Δεν είναι τυχαίο ότι οι αυξήσεις σε μελομακάρονα και κουραμπιέδες κυμαίνονται στο 1 με 2 ευρώ ανά κιλό, ενώ η τιμή στο μοσχάρι για τους «ρέκτες» του χριστουγεννιάτικου… Ουέλινγκτον έχει φτάσει πλέον τα 20 ευρώ το κιλό.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Ινστιτούτου Εμπορίου και Υπηρεσιών της ΕΣΕΕ, το κόστος για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι 6 έως 8 ατόμων θα κινηθεί φέτος μεταξύ 111,97 και 160,03 ευρώ. Το συνολικό κόστος εμφανίζεται αυξημένο κατά 3,6% έως 7,1% σε σχέση με το αντίστοιχο τραπέζι του 2024. Στο πλαίσιο της έρευνας του ΙΝΕΜΥ ΕΣΕΕ πραγματοποιήθηκαν επιτόπιες τιμοληψίες και συνεντεύξεις με key-informers της αγοράς, με δεδομένα από αλυσίδες σούπερ μάρκετ, εξειδικευμένα καταστήματα λιανικής, όπως ζαχαροπλαστεία και κρεοπωλεία, καθώς και από τη Βαρβάκειο αγορά.

Όπως διευκρινίζει το Ινστιτούτο, το εύρος τιμών οφείλεται στην καταγραφή σειράς προϊόντων διαφορετικής ποιότητας, σε πολλές τοπικές αγορές και σε διαφορετικούς τύπους καταστημάτων. Παράλληλα, τονίζεται ότι οι τιμές που παρουσιάζονται στους σχετικούς πίνακες είναι ενδεικτικές και αποσκοπούν στη χαρτογράφηση της γενικής εικόνας της αγοράς.

Την ίδια στιγμή, έρευνα του ΙΕΛΚΑ δείχνει ότι οι τιμές στα σούπερ μάρκετ παρουσίασαν, μεσοσταθμικά, σταθερή πορεία στο 12μηνο Δεκέμβριος 2024 – Νοέμβριος 2025, σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα της προηγούμενης χρονιάς. Η εικόνα αυτή επηρεάζεται από συγκεκριμένες κατηγορίες προϊόντων, καθώς τα είδη παντοπωλείου και τα μη τρόφιμα κατέγραψαν μειώσεις το 2025, ενώ το νωπό κρέας, τα σοκολατοειδή και τα είδη πρωινού παρουσίασαν αυξήσεις.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, ο πληθωρισμός στις αλυσίδες σούπερ μάρκετ διαμορφώθηκε στο +1,06% σε ετήσια βάση, ενώ ο μηνιαίος πληθωρισμός κινήθηκε από 0,09% έως 2,47%, υποδηλώνοντας σχετικά περιορισμένες διακυμάνσεις.

Οι μεγαλύτερες μειώσεις τιμών εντοπίζονται στις κατηγορίες απορρυπαντικά και είδη καθαρισμού (-7,11%), τροφές και είδη για κατοικίδια (-4,15%), τρόφιμα παντοπωλείου (-3,82%), χαρτικά, καλλυντικά και είδη προσωπικής υγιεινής (-2,63%) και είδη μιας χρήσης και οικιακά είδη (-0,99%). Οι μειώσεις αυτές αποδίδονται στην ομαλοποίηση της αγοράς και στη μείωση των τιμών παραγωγού, με σημαντικό ρόλο να παίζει και η αποκλιμάκωση της τιμής του ελαιολάδου.

Αντίθετα, οι μεγαλύτερες αυξήσεις τιμών καταγράφονται στις κατηγορίες μπισκότα, σοκολάτες, ζαχαρώδη (+9,64%), φρέσκα κρέατα (+7,64%), είδη πρωινού και ροφήματα (+5,54%), φρέσκα ψάρια και θαλασσινά (+4,08%) και γαλακτοκομικά και χυμοί ψυγείου (+2,75%). Σημειώνεται ότι οι διεθνείς τιμές του κακάο και του καφέ επηρεάζουν έντονα τις κατηγορίες των γλυκών, των ειδών πρωινού, των ροφημάτων και των κατεψυγμένων.

Σε ό,τι αφορά το κακάο, οι διεθνείς αυξήσεις στις πρώτες ύλες την τελευταία διετία υπήρξαν ιδιαίτερα έντονες, εκτοξεύοντας την τιμή από τα 3.000 δολάρια ανά τόνο (μέσο επίπεδο 2015-2024) στα 12.000 δολάρια ανά τόνο το 2024. Έκτοτε, παρά τις διακυμάνσεις και τη σταδιακή αποκλιμάκωση, η τιμή έχει υποχωρήσει περίπου στο 50% του ανώτατου σημείου, παραμένοντας όμως υπερδιπλάσια σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία. Οι αυξήσεις στα φρέσκα κρέατα αποδίδονται, αφενός, στις διεθνείς τιμές των εισαγόμενων προϊόντων – ιδίως στο μοσχάρι λόγω μείωσης του ζωικού κεφαλαίου – και, αφετέρου, στις ζωονόσους που έπληξαν την εγχώρια παραγωγή, κυρίως στα αμνοερίφια.

Από την 1η έως τις 7 Δεκεμβρίου 2025, η τιμή παραγωγού του βόειου κρέατος για νεαρό αρσενικό ζώο στην ΕΕ αυξήθηκε κατά 27,82% σε σχέση με την αντίστοιχη εβδομάδα του 2024 και κατά 43,3% σε σύγκριση με τις αρχές του ίδιου έτους, με την ανοδική τάση να συνεχίζεται.

Κρίσιμος παράγοντας για την αποτίμηση της κατάστασης, στο περιβάλλον του πληθωρισμού, παραμένει η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών. Παρότι καταγράφεται ανάκαμψη, αυτή φαίνεται να μην επαρκεί για να καλύψει τις συσσωρευμένες αυξήσεις τιμών. Οι ονομαστικοί μισθοί πλησιάζουν σταδιακά τα προ κρίσης επίπεδα, με την ΕΛΣΤΑΤ να καταγράφει αυξήσεις ακόμη και άνω του 8% σε σχετικούς δείκτες.

Η αποταμίευση παραμένει αρνητική

Ωστόσο, η άνοδος των ονομαστικών μισθών δεν αποτυπώνεται επαρκώς στη δυνατότητα αποταμίευσης. Η αποταμίευση παραμένει αρνητική, καθώς πολλά νοικοκυριά αδυνατούν, λόγω των αυξημένων τιμών, να αποταμιεύσουν. Σύμφωνα με την έρευνα του ΙΟΒΕ για τον Νοέμβριο του 2025, ο δείκτης πρόθεσης αποταμίευσης υποχώρησε στις -70,8 μονάδες από -67,5 τον Οκτώβριο, καθώς η πλειονότητα των νοικοκυριών εκτιμά ότι δεν θα μπορέσει να αποταμιεύσει το επόμενο 12μηνο.

Επιπλέον, βάσει στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ, το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών διαμορφώθηκε στο -3% το δεύτερο τρίμηνο του 2025, έναντι -6,1% την αντίστοιχη περίοδο του 2024, με την Ελλάδα να αποτελεί τη μοναδική χώρα της Ευρωζώνης με αρνητικό ποσοστό. Την ίδια περίοδο, η τελική καταναλωτική δαπάνη αυξήθηκε κατά 5%, από 41,1 δισ. ευρώ σε 43,2 δισ. ευρώ.

Ετήσια αύξηση 8,1% στο διαθέσιμο εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών

Παράλληλα, σύμφωνα με ανάλυση της Eurobank, το διαθέσιμο εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών ανήλθε στα 41,9 δισ. ευρώ το β’ τρίμηνο του 2025, καταγράφοντας ετήσια αύξηση 8,1% ή 3,2 δισ. ευρώ. Σε πραγματικούς όρους, αφαιρώντας την επίδραση του πληθωρισμού, η αύξηση ήταν πιο συγκρατημένη, στο 4,8%.

Όπως επισημαίνει το τμήμα ανάλυσης της Eurobank, «δεδομένου του διαθέσιμου εισοδήματός τους, η απόφαση των νοικοκυριών για κατανάλωση συνιστά την άλλη όψη του νομίσματος της απόφασής τους για αποταμίευση. Το β’ τρίμηνο 2025, η κατανάλωση των νοικοκυριών στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στα €43,2 δισεκ. σημειώνοντας ετήσια αύξηση κατά €2,1 δισεκ. ή 5,0%. Δεδομένου του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών (€41,9 δισεκ.), η αποταμίευση ήταν αρνητική στα -€1,3 δισεκ. (-3,0% του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος, από -6,1% το β’ τρίμηνο 2024).»

Με βάση τις εκτιμήσεις αναλυτών, διαμορφώνεται έλλειμμα ύψους περίπου 1,3 δισ. ευρώ, το οποίο, όπως όλα δείχνουν, καλύφθηκε είτε από αποταμιεύσεις προηγούμενων ετών είτε μέσω δανεισμού.