Το θέμα της δημιουργικότητας και της σημασίας της κλήθηκαν να αναλύσουν οι υποψήφιοι των πανελλαδικών των ΓΕΛ, κατά τη σημερινή, πρώτη ημέρα εξετάσεων, στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας.
Οι υποψήφιοι κλήθηκαν να μελετήσουν τρία κείμενα. Ένα από αυτά είναι απόσπασμα από το βιβλίο του πεζογράφου και ποιητή, Γιώργου Ιωάννου, «Για ένα φιλότιμο».
Όπως αναφέρουν οι εκδόσεις Κέδρος, τα είκοσι δύο σύντομα κείμενα που περιέχει το βιβλίο του Γιώργου Ιωάννου «Για ένα φιλότιμο» γράφτηκαν από το 1961 ως το 1964 στο Καστρί της Κυνουρίας, όπου είχε πρωτοδιοριστεί ο συγγραφέας και στη Βεγγάζη της Λιβύης, όπου στάλθηκε για δύο χρόνια, λίγο αργότερα. Τα πρώτα πέντε από αυτά τα κείμενα δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό της Θεσσαλονίκης Διαγώνιος στις αρχές του 1962.
Με το βιβλίο αυτό ο Ιωάννου εγκαινιάζει όχι απλώς την πεζογραφία του αλλά τη βιωματική γλώσσα πεζογραφία του, την οποία έκτοτε καλλιεργεί και πρεσβεύει.
Τα κείμενα του Φιλότιμου ο Ιωάννου τα ονομάζει με τον γενικότερο όρο «πεζογραφήματα». Έτσι έχει ονομάσει άλλωστε και όλα σχεδόν τα ως τώρα κείμενά του. Με τον όρο «πεζογράφημα» ο Ιωάννου εννοεί το ευρύτερο και μάλλον άγνωστο από αλλού αυτό είδος που βρίσκεται μεταξύ δοκιμίου και αφηγήματος και περικλείει, συχνά σε δύο γραμμές, πυρήνες διηγημάτων ολόκληρων, που παρατίθενται ως παραδείγματα ή διασαφήσεις των γενικότερων λεγομένων του.
Για τον Γιώργο Ιωάννου, που απεχθάνεται την ιστοριούλα, το «θέμα» ή ο «μύθος» λειτουργεί σαν σφουγγάρι τοποθετημένο πάνω σε μια υγρή επιφάνεια. Ανάλογα με τα υγρά που υπάρχουν και την απορροφητικότητα του το σφουγγάρι θα μαζέψει και μάλιστα απ’ όλα, χωρίς καμιά διάκριση. Ο συγγραφέας το πολύ πολύ να τα βάλει σε κάποια τάξη. Το ίδιο θα κάνει και με το επόμενο θέμα του. Στις πηγές τα νερά ολοένα αναβλύζουν.
Ποιος ήταν ο Γιώργος Ιωάννου
Ο ποιητής και πεζογράφος, Γιώργος Ιωάννου, (1927-1985) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη (Ραιδεστός-Κεσσάνη). Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή Θεσσαλονίκης, στο Ιστορικό-Αρχαιολογικό Τμήμα. Για ένα διάστημα υπηρέτησε ως βοηθός στην έδρα της Αρχαίας Ιστορίας.
Στη συνέχεια εργάστηκε ως καθηγητής σε ιδιωτικά σχολεία της Αθήνας και της επαρχίας, μέχρι τον διορισμό του στη δημόσια Mέση Εκπαίδευση.
Το 1962 στάλθηκε από την υπηρεσία του στη Βεγγάζη της Λιβύης, όπου ίδρυσε ελληνικό γυμνάσιο, στο οποίο δίδαξε επί δύο χρόνια.
Το 1971 μετατέθηκε σε γυμνάσιο της Αθήνας και αργότερα αποσπάστηκε στο Υπουργείο Παιδείας. Το 1979 μετατέθηκε ως γυμνασιάρχης στο Καρλόβασι Σάμου, αλλά σύντομα ανακλήθηκε στην κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου.
Μετά τη Μεταπολίτευση ήταν μέλος της επιτροπής η οποία επέλεξε τα κείμενα της λογοτεχνίας που περιλήφθηκαν στο Ανθολόγιο για το δημοτικό σχολείο και στα Νεοελληνικά αναγνώσματα για τη Μέση Εκπαίδευση.
Πρώτο βιβλίο του, η μικρή ποιητική συλλογή Ηλιοτρόπια (Θεσσαλονίκη, 1954). Η δεύτερη συλλογή του, Τα χίλια δέντρα, εκδόθηκε το 1963 (Διαγώνιος). Το 1964 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο πεζογραφημάτων Για ένα φιλότιμο. Ο ενθουσιασμός με τον οποίο έγιναν δεκτά τα πεζογραφήματά του αλλά και μια ισχυρή εσωτερική παρόρμηση οδήγησαν τον Γιώργο Ιωάννου στην απόφαση να αφοσιωθεί σχεδόν αποκλειστικά στην πεζογραφία. Ακολούθησαν: Η σαρκοφάγος (1971), Η μόνη κληρονομιά (1974), Το δικό μας αίμα (1978), Επιτάφιος θρήνος (1980), Ομόνοια (1980), Κοιτάσματα (1981), Πολλαπλά κατάγματα (1981), Εφήβων και μη (1982), Καταπακτή (1982), Εύφλεκτη χώρα (1982) και Η πρωτεύουσα των προσφύγων (1984), που αποτέλεσε το τελευταίο πεζογραφικό έργο του. Εξέδωσε επίσης το θεατρικό έργο για παιδιά Το αυγό της κότας (1981), που ανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο. Μετά τον θάνατό του εκδόθηκε και το παιδικό ανάγνωσμα Ο Πίκος και η Πίκα (1986).
Παράλληλα, ασχολήθηκε και με τα δημιουργήματα του λαϊκού λόγου. Εξέδωσε, με εισαγωγές, σχόλια και γλωσσάρια, τις παρακάτω εργασίες: Τα δημοτικά μας τραγούδια (1966), Μαγικά παραμύθια του ελληνικού λαού (1966), Παραλογές (1970), Καραγκιόζης (1971-1972, τόμοι 3), Παραμύθια του λαού μας (1973). Τα κείμενα των συλλογών επιλέχθηκαν με λογοτεχνικά κριτήρια.
Μετέφρασε και σχολίασε την τραγωδία του Ευριπίδη Ιφιγένεια η εν Ταύροις (1969), το ΧΙΙ βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας, που έχει τον τίτλο Στράτωνος Μούσα Παιδική (1980), καθώς και το ιστορικό δοκίμιο του Τάκιτου Γερμανία (1981). Ακόμα, επιμελήθηκε την έκδοση του ημερολογίου του Φίλιππου Στέφ. Δραγούμη (Ημερολόγιο – Αλεξάνδρεια 1916, εισαγωγή-επιμέλεια-σχόλια: Γιώργος Ιωάννου, Δωδώνη, 1984).
Το 1985 εκδόθηκαν τα δοκίμιά του για τον Παπαδιαμάντη, τον Καβάφη και τον Λαπαθιώτη, με τίτλο Ο της φύσεως έρως, και το 1996 εκδόθηκαν οι συνεντεύξεις του (1974-1985), με τίτλο Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής (πρόλογος-επιμέλεια: Γιώργος Αναστασιάδης).
Ήταν βασικός συνεργάτης του περιοδικού Διαγώνιος (1958-1965), εξέδιδε το περιοδικό Φυλλάδιο, το οποίο έγραφε ολόκληρο μόνος του (1978-1985, τεύχη 1-8) και συνεργάστηκε με το μαθητικό περιοδικό Ελεύθερη Γενιά (1976-1982). Έδινε επίσης συνεργασίες σε άλλα περιοδικά, όπως μεταφράσεις του Τσέχου ποιητή Πετρ Μπέζρουτς και μεταφράσεις κεφαλαίων από τις Εξομολογήσεις του Ιερού Αυγουστίνου.
Το 1982 κυκλοφόρησε από τη Lyra ο δίσκος βινυλίου Κέντρο διερχομένων, με στίχους δικούς του και μουσική του Νίκου Μαμαγκάκη, καθώς και κασέτα από την Ελληνική Φωνογραφία, στη σειρά «Ο λόγος», στην οποία ο ίδιος ο Γιώργος Ιωάννου διαβάζει πέντε κείμενά του («Οι τσιρίδες», «Τα κεφάλια», «Παναγία η Ρευματοκρατόρισσα», «Το μαγνητόφωνο της ταβέρνας», «Ομίχλη»).
Η συνεργασία του με ελληνικές εφημερίδες και περιοδικά ήταν πολύ τακτική. Ποιήματά του καθώς και πεζογραφήματά του μεταφράστηκαν και δημοσιεύτηκαν σε αγγλικά και γαλλικά περιοδικά.
Το 1979 του απονεμήθηκε το Α’ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για Το δικό μας αίμα.
Ο Γιώργος Ιωάννου θεωρείται εισηγητής στα Γράμματά μας του σύντομου πεζογραφήματος που ταξινομείται ανάμεσα στο δοκίμιο και στην αφήγηση των ψυχικών περιπετειών του ομιλούντος προσώπου. Το νέο αυτό λογοτεχνικό είδος καθώς και οι γενικότερες αισθητικές αρχές του Γιώργου Ιωάννου άσκησαν σημαντική επίδραση στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία. Ο λόγος του έχει προέλευση βιωματική. Υποστήριζε ότι καλή λογοτεχνία δεν μπορεί να γραφεί όταν ο λόγος δεν έχει βιωματικό βάρος και όταν ο λογοτέχνης δεν τον έχει ψηλαφίσει με την ψυχή του και το πνεύμα του.