Την επιβολή αυστηρών κυρώσεων στα κράτη μέλη που παραβιάζουν συστηματικά τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης πρότεινε μεταξύ άλλων σήμερα στις Βρυξέλλες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο της ενίσχυσης της οικονομικής διακυβέρνησης.

Ειδικότερα στις προτάσεις της Επιτροπής για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας περιλαμβάνεται μια νέα διαδικασία, με την επιβολή ημι-αυτόματων κυρώσεων, όχι μόνο για τις χώρες οι οποίες παρουσιάζουν υπερβολικό δημοσιονομικό έλλειμμα, αλλά και για αυτές που το χρέος τους ξεπερνά το 60% του ΑΕΠ.

Αναλυτικότερα, για τις χώρες με υπερβολικό δημόσιο χρέος πάνω από την τιμή αναφοράς του 60% του ΑΕΠ, η Επιτροπή προτείνει να λαμβάνονται όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε κάθε χρόνο να μειώνεται σημαντικά το χρέος τους. Ο ετήσιος ρυθμός μείωσης θα συναρτάται με το πόσο μεγαλύτερο από το 60% είναι το όριο. Δηλαδή όσο μεγαλύτερο είναι το χρέος τόσο μεγαλύτερος θα πρέπει να είναι ο ρυθμός μείωσής του.

Προβλέπεται πως σε περίπτωση που τα κράτη μέλη δεν πετυχαίνουν αυτό το στόχο θα τους ζητείται , σε πρώτη φάση, να καταθέτουν, υπό τη μορφή ιδιότυπης εγγύησης, ένα ποσό που θα αντιστοιχεί με το 0,2% του ΑΕΠ τους. Στη συνέχεια, εάν τα κράτη μέλη δεν έχουν συμμορφωθεί με τις συστάσεις για τη διόρθωση της κατάστασης, το ποσό αυτό θα μετατρέπεται σε πρόστιμο.

Οι τόκοι που θα προκύπτουν από τις εγγυήσεις και τα πρόστιμα θα αναδιανέμονται στα κράτη μέλη της ευρωζώνης που δεν βρίσκονται σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Την απόφαση για την επιβολή προστίμου θα μπορεί να λαμβάνει μονομερώς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η απόφαση αυτή θα μπορεί να ανατραπεί μόνο με ειδική πλειοψηφία του Συμβουλίου υπουργών.

Η Επιτροπή προτείνει ακόμη την επιβολή ετήσιου προστίμου που θα αντιστοιχεί στο 0,1% του ΑΕΠ στις χώρες που επανειλημμένα δεν συμμορφώνονται με τις συστάσεις του Συμβουλίου για τη διόρθωση «υπερβολικών μακροοικονομικών ανισσοροπιών» σε ζητήματα ανταγωνιστικότητας.

Σημειώνεται ότι και σε αυτή την περίπτωση την απόφαση για την επιβολή προστίμου θα μπορεί να την παίρνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και θα μπορεί να ακυρωθεί, μόνο με ειδική πλειοψηφία του Συμβουλίου υπουργών με τη συμμετοχή στη σχετική ψηφοφορία των χωρών μελών της ευρωζώνης.