Ζοφερή είναι η εικόνα της κατασκευής στην Ελλάδα, τόσο από την άποψη του κόστους όσο και από την άποψη της ποιότητας, πολλών έργων δημοσίων υποδομών, που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο 2000-2014 μέσω συμπράξεων του δημοσίου τομέα με τον ιδιωτικό.

Αυτό επισημαίνεται σε έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου της ΕΕ για τις συγχρηματοδοτούμενες από την ΕΕ συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ), που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.

«Οι συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα εμφανίζουν πολλαπλές αδυναμίες και αποφέρουν περιορισμένα οφέλη», επισημαίνουν οι Ευρωπαίοι ελεγκτές υπογραμμίζοντας ότι εφεξής «δεν μπορούν να θεωρούνται οικονομικά βιώσιμη επιλογή για την κατασκευή έργων δημόσιων υποδομών».

Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο κατέληξε στα συμπεράσματα αυτά εξετάζοντας 12 ΣΔΙΤ που συγχρηματοδοτήθηκαν από την ΕΕ στην Ελλάδα, τη Γαλλία, την Ιρλανδία και την Ισπανία, στους τομείς των οδικών μεταφορών και των επικοινωνιών, συνολικού κόστους 9,6 δισεκατομμυρίων ευρώ.

Σε ότι αφορά ειδικά την Ελλάδα η οποία, όπως σημειωνεται είναι μακράν ο μεγαλύτερος αποδέκτης συνεισφορών της ΕΕ, διαπιστώθηκε πως το κόστος ανά χιλιόμετρο τριών αυτοκινητόδρομων που υποβλήθηκαν σε εξέταση, αυξήθηκε έως και κατά 69 %, ενώ παράλληλα το αντικείμενο των έργων μειώθηκε έως και κατά 55 %.

«Οι πολλαπλές αδυναμίες και τα περιορισμένα οφέλη που χαρακτήριζαν τις ελεγχθείσες ΣΔΙΤ είχαν ως αποτέλεσμα να δαπανηθούν, κατά τρόπο μη αποδοτικό και αναποτελεσματικό, 1,5 δισεκατομμύριο ευρώ», επισημαίνεται στην έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τις τέσσερις χώρες, ενώ υπογραμμίζεται ότι «η οικονομική αποδοτικότητα και η διαφάνεια υπονομεύθηκαν σε μεγάλο βαθμό ιδίως από την απουσία σαφούς πολιτικής και στρατηγικής, την ανεπαρκή ανάλυση, την εγγραφή έργων ΣΔΙΤ ως στοιχείων εκτός ισολογισμού και τις μη ισορροπημένες ρυθμίσεις επιμερισμού των κινδύνων».

Συνολικά, οι Ευρωπαίοι ελεγκτές διαπίστωσαν ότι οι ΣΔΙΤ παρείχαν στις δημόσιες αρχές τη δυνατότητα να συνάπτουν συμβάσεις για υποδομές μεγάλης κλίμακας μέσω μιας ενιαίας διαδικασίας, αυξάνοντας όμως τον κίνδυνο ανεπαρκούς ανταγωνισμού και, κατά συνέπεια, αποδυναμώνοντας τη διαπραγματευτική θέση των αναθετουσών αρχών.