Τις σημαντικές αλλαγές που επιφέρει στα ακίνητα η κατάργηση των υποθηκοφυλακείων, τα τέλη κτηματολογίου, οι πλειστηριασμοί ακινήτων αλλά και η διαμεσολάβηση για τα κοινόχρηστα που μένουν απλήρωτα κωδικοποίησε σε αναλυτικό οδηγό που εξέδωσε η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ιδιοκτητών Ακινήτων (ΠΟΜΙΔΑ).

Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 5/Α΄/17.01.2018 ο νόμος 4512/2018 «Ρυθμίσεις για την εφαρμογή των Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής και άλλες διατάξεις».

Πλέον καθιερώνεται ως υποχρεωτικό στάδιο προσφυγής στη Δικαιοσύνη η απόπειρα διαμεσολάβησης στις διαφορές ανάμεσα στους ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερισμάτων από τη σχέση οροφοκτησίας, οι διαφορές από τη λειτουργία απλής και σύνθετης κάθετης ιδιοκτησίας, οι διαφορές αφενός ανάμεσα στους διαχειριστές ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους και κάθετης ιδιοκτησίας και αφετέρου στους ιδιοκτήτες ορόφων, διαμερισμάτων και κάθετων ιδιοκτησιών, ακόμη και για καθυστέρηση κοινοχρήστων, καθώς επίσης και οι διαφορές που εμπίπτουν στο ρυθμιστικό πεδίο των άρθρων 1003 έως 1031 του ΑΚ (γειτονικό δίκαιο).

Σύμφωνα με την ΠΟΜΙΔΑ οι διαχειριστές των πολυκατοικιών, στην προσπάθειά τους να εισπράξουν τα κοινόχρηστα θα επιβαρύνονται πλέον και με τα έξοδα «διαμεσολάβησης» (αμοιβή διαμεσολαβητή και δικηγόρου κλπ.).

Η διαμεσολάβηση είναι ένας τρόπος εξωδικαστικής επίλυσης των διαφορών, ο οποίος διαρκώς κερδίζει έδαφος διεθνώς, καθώς διευθετεί σε σύντομο χρόνο ιδιωτικές διαφορές. Το θετικό της διαδικασίας είναι πως συμβάλει στην αποσυμφόρηση των δικαστηρίων από υποθέσεις που μπορούν να επιλυθούν εύκολα με εξωδικαστικό τρόπο.

Έως σήμερα, σύμφωνα με το νόμο 3898/2010, με διαμεσολάβηση επιλύονται διαφορές ιδιωτικού δικαίου για τις οποίες τα μέρη έχουν εξουσία διάθεσης του αντικειμένου της διαφοράς.

Το νέο νομοσχέδιο για τη διαμεσολάβηση καθιστά υποχρεωτική την υπαγωγή ορισμένων ιδιωτικών διαφορών στη διαδικασία της διαμεσολάβησης καθώς και την υποχρέωση ενημέρωσης από τον πληρεξούσιο δικηγόρο για αυτές. Όπως σημειώνεται, εάν δεν υπάρχει γραπτή συμφωνία των μερών, η αμοιβή του διαμεσολαβητή ορίζεται στα 100 ευρώ για τις υπηρεσίες μιας ώρας και η ελάχιστη αμοιβή που δύναται να λάβει είναι τα 250 ευρώ. Αυτό το κόστος είναι ανεξάρτητο από τις αμοιβές των δικηγόρων των δύο μερών.

Στην περίπτωση που το ένα μέρος της διαφοράς δεν προσέρχεται στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, αν και έχει κληθεί νομότυπα προς τούτο, ο διαμεσολαβητής συντάσσει σχετικό πρακτικό και το άλλο μέρος δικαιούται να προσφύγει στο Δικαστήριο, επισυνάπτοντας στην αγωγή ή άλλο ένδικο βοήθημα αντίγραφο του σχετικού πρακτικού.

Στην τελευταία περίπτωση, με την απόφαση του Δικαστηρίου που επιλαμβάνεται της διαφοράς επιβάλλεται στο διάδικο μέρος το οποίο δεν προσήλθε στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, αν και κλήθηκε νομότυπα προς τούτο, χρηματική ποινή ποσού 1.000 έως 5.000 ευρώ, αλλά και επιπλέον δε χρηματική ποινή ποσοστού 0,2% επί του αντικειμένου της διαφοράς σε περίπτωση ήττας του και ποσοστού 0,1% επί του αντικειμένου της διαφοράς σε περίπτωση εν μέρει ήττας.