«Οι επιθετικές ενέργειες ούτε μας ταιριάζουν ούτε αποδίδουν, γι αυτό τις απορρίπτουμε», τόνισε σήμερα ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας, Απόστολος Ταμβακάκης, αναφερόμενος στα όσα σενάρια έχουν δει το φως της δημοσιότητας, μετά την πρόταση φιλικής συγχώνευσης που έκανε η Εθνικής Τράπεζα στην Alpha Bank.

Ο κ.Ταμβακάκης μιλώντας στην εκδήλωση του ΙΣΤΑΜΕ με θέμα «Νέο Σχέδιο για την Ανάπτυξη και Επενδυτικές Ευκαιρίες στην Ελλάδα» αναφέρθηκε αναλυτικά στις επόμενες κινήσεις που θα πρέπει να γίνουν στο τραπεζικό σύστημα και στις πρωτοβουλίες της Εθνικής Τράπεζας.

«Η ουσία είναι ότι οι ελληνικές τράπεζες οφείλουν να παρουσιάσουν αναλυτικές εκθέσεις και να δεσμευτούν έναντι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με ποιους τρόπους θα αρχίσουν να αποπληρώνουν τη ρευστότητα που τους έχει παρασχεθεί. Με ποιον τρόπο θα απεξαρτηθούν από τη βοήθειά της και από τις κρατικές εγγυήσεις. Αυτό είναι το νέο πλαίσιο. Είναι υπαρκτό, είναι εδώ, είναι μπροστά μας. Στην Εθνική πιστεύουμε ότι το ελληνικό πιστωτικό σύστημα οφείλει να πάρει πρωτοβουλίες και να διαμορφώσει το ίδιο την τύχη του. Να λάβει αυτό τις αποφάσεις για το μέλλον του, να μην αφεθεί και να μην αφήσει να τις λάβουν άλλοι γι αυτό, χωρίς αυτό, ώστε να διατηρήσει τον χαρακτήρα του ως μια ισχυρή περιφερειακή δύναμη στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, να διατηρήσει το ευρύ δίκτυο που επί μια δωδεκαετία έχει οικοδομήσει στην ευρύτερη περιοχή -να μην πουλήσει τα “ασημικά” του. Για να προστατεύσει την αξία των μετόχων του, τους εργαζόμενους σε αυτό και, ταυτόχρονα, την ελληνική επιχειρηματικότητα, οφείλει να διατηρήσει την ελληνικότητά του», ανέφερε ο κ. Ταμβακάκης και τόνισε ότι: «Τα κέντρα λήψης των αποφάσεων να παραμείνουν εντός των ελληνικών συνόρων. Πιστεύουμε βαθιά ότι αυτό είναι μια υπόθεση εθνικής σημασίας».

Επίσης, ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας πρόσθεσε ότι: «Γι αυτό η Εθνική Τράπεζα, ως όφειλε όχι μόνο λόγω του μεγέθους και του κύρους της αλλά και λόγω του θεσμικού ρόλου που εκ των πραγμάτων έχει, παίρνει πρωτοβουλίες ήδη από το περασμένο φθινόπωρο. Καταρχήν με το γιγάντιο πρόγραμμα κεφαλαιακής ενίσχυσής της, ύψους άνω των 3 δισ. ευρώ και, εν συνεχεία, με την γνωστή φιλική πρότασή της, συμμετέχει με τρόπο συγκεκριμένο, μελετημένο και πρακτικό -όχι θεωρητικό- στους σχετικούς προβληματισμούς. Κάναμε μία πρόταση βιώσιμη αλλά και ελπιδοφόρα, λόγω του μεγάλου οφέλους από τις συνέργειες που θα δημιουργούσε η συγκεκριμένη πρόταση. Κάναμε μία πρόταση φιλική, γιατί είμαστε πεισμένοι ότι μόνο ένας φιλικός συνδυασμός δυνάμεων επιτρέπει την επίτευξη της μεγιστοποίησης του οφέλους που προκύπτει από τις συνέργειες μιας τέτοιας συμφωνίας, που είναι και το κύριο ζητούμενο».