Η καταπάτηση δημόσιας γης αποτελεί ένα από τα πλέον διαχρονικά και σύνθετα προβλήματα της ελληνικής διοίκησης. Δεν πρόκειται απλώς για νομικές εκκρεμότητες, αλλά για μια πρακτική που έχει αποκτήσει χαρακτηριστικά κοινωνικής «κανονικότητας», με άμεσες συνέπειες τόσο για τη δημόσια περιουσία όσο και για την αξιοπιστία των θεσμών.

Σε πολλές περιοχές της χώρας, από τη μία άκρη στην άλλη, μεγάλες εκτάσεις που τυπικά ανήκουν στο Δημόσιο βρίσκονται επί δεκαετίες στην κατοχή ιδιωτών χωρίς τίτλους. Στην πράξη, χιλιάδες στρέμματα γης καλλιεργούνται, οικοδομούνται ή μεταβιβάζονται άτυπα από γενιά σε γενιά, σαν να επρόκειτο για κανονική ιδιωτική περιουσία. Για παράδειγμα, στις Οινούσσες, σχεδόν ολόκληρο το νησί φέρεται ως καταπατημένο. Πρόκειται για ένα φαινόμενο σιωπηρής αυθαιρεσίας που η Πολιτεία συχνά παρακολουθεί χωρίς ουσιαστικές παρεμβάσεις.

Η αδυναμία διαχείρισης της δημόσιας γης έχει πολλαπλές συνέπειες. Σε επίπεδο κράτους δικαίου, υπονομεύει την αρχή της ισότητας απέναντι στον νόμο: πολίτες που αξιοποιούν δημόσια περιουσία χωρίς τίτλους και χωρίς αντάλλαγμα απολαμβάνουν πλεονεκτήματα έναντι όσων συμμορφώνονται με τους κανόνες. Σε επίπεδο οικονομίας, στερεί το Δημόσιο από πολύτιμους πόρους. Γαίες που θα μπορούσαν να αποφέρουν έσοδα ή να αξιοποιηθούν για στρατηγικές επενδύσεις, τουριστική ανάπτυξη ή περιβαλλοντική προστασία παραμένουν εγκλωβισμένες σε ένα καθεστώς νομικής ασάφειας.

Η απουσία καθαρής ιδιοκτησιακής εικόνας επιδρά επίσης αποθαρρυντικά σε επενδυτικές πρωτοβουλίες. Η αδυναμία καταχώρισης στο Κτηματολόγιο, η αμφισβήτηση τίτλων και η αδράνεια των αρχών λειτουργούν αποτρεπτικά για κάθε σοβαρό σχεδιασμό αξιοποίησης.

Το πρόγραμμα εξαγοράς και οι χαμηλοί ρυθμοί

Αναγνωρίζοντας το μέγεθος του προβλήματος, η Πολιτεία προχώρησε σε θεσμοθέτηση πλαισίου εξαγοράς, με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους:

  • Παράβολο: 300 ευρώ.
  • Τίμημα: με βάση την αντικειμενική αξία, με εκπτώσεις έως 80%.
  • Αποπληρωμή: έως 60 άτοκες μηνιαίες δόσεις (ελάχιστη δόση 100 ευρώ).
  • Εφάπαξ εξόφληση: πρόσθετη έκπτωση 10%.
  • Προϋποθέσεις: δήλωση του ακινήτου στο Ε9 για πέντε συνεχόμενα έτη.
  • Περιορισμοί: δεν επιτρέπεται η εξαγορά εκτάσεων με αυθαίρετες κατασκευές.

Παρά το ευνοϊκό πλαίσιο, η συμμετοχή των ενδιαφερομένων παραμένει εξαιρετικά χαμηλή. Μέχρι σήμερα έχουν κατατεθεί μόλις 5.000 αιτήσεις – αριθμός που αντιστοιχεί στο 5,6% των εκτιμώμενων 90.000 περιπτώσεων. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι οι καταπατητές δεν σπεύδουν να νομιμοποιήσουν την κατοχή τους, παρότι οι όροι είναι σχεδόν χαριστικοί.

Οι λόγοι είναι πολλοί:

  • Αδυναμία καταβολής ακόμη και μειωμένου τιμήματος.
  • Πολύπλοκα κληρονομικά και ιδιοκτησιακά ζητήματα.
  • Διοικητική γραφειοκρατία και πληθώρα απαιτούμενων δικαιολογητικών.
  • Ηλεκτρονική διαδικασία που αποθαρρύνει ηλικιωμένους ή κατοίκους αγροτικών περιοχών.

Παράταση χωρίς ουσία

Η κυβέρνηση έχει ήδη μεταθέσει την τελική ημερομηνία υπαγωγής στο καθεστώς εξαγοράς για τον Σεπτέμβριο του 2026, τονίζοντας ότι πρόκειται για την τελευταία παράταση. Ωστόσο, η χρονική επιμήκυνση από μόνη της δεν φαίνεται ικανή να αλλάξει τη στάση των καταπατητών. Η εμπειρία δείχνει ότι, όσο η Πολιτεία συνεχίζει να παρέχει περιθώρια ανοχής, οι περισσότεροι θα εξακολουθήσουν να αποφεύγουν την τακτοποίηση.

Η καταπάτηση δημόσιας γης δεν μπορεί να ιδωθεί μόνο ως νομική ή οικονομική υπόθεση. Σε πολλές τοπικές κοινωνίες έχει αποκτήσει κοινωνικά χαρακτηριστικά: η χρήση δημόσιων εκτάσεων θεωρείται αυτονόητη, έχει ενσωματωθεί σε οικογενειακές περιουσίες και αντιμετωπίζεται σχεδόν ως κεκτημένο δικαίωμα. Αυτό καθιστά δυσκολότερη κάθε προσπάθεια τακτοποίησης, καθώς συγκρούεται με παγιωμένες αντιλήψεις δεκαετιών.

Η υπόθεση των καταπατημένων εκτάσεων αναδεικνύει με έντονο τρόπο τις παθογένειες της ελληνικής διοίκησης: την αδυναμία εφαρμογής των νόμων, τη διαρκή ανοχή απέναντι στην αυθαιρεσία και την απώλεια εσόδων από τη δημόσια περιουσία. Παρά τις θεσμικές πρωτοβουλίες και τις ευνοϊκές ρυθμίσεις, η εικόνα παραμένει σχεδόν αμετάβλητη.

Εντέλει, το ζήτημα δεν είναι μόνο αν θα υποβληθούν περισσότερες αιτήσεις μέχρι το 2026, αλλά αν το κράτος θα καταφέρει να θέσει όρια σε μια πρακτική που επί δεκαετίες ακυρώνει την έννοια της δημόσιας ιδιοκτησίας. Η καταπάτηση γης δεν είναι απλώς μια εκκρεμότητα που πρέπει να κλείσει. Είναι ένας καθρέφτης του πώς η χώρα διαχειρίζεται –ή μάλλον δεν διαχειρίζεται– τους ίδιους τους πόρους της.