Μια νέα μελέτη αναδεικνύει τους κινδύνους ενός σύγχρονου καπιταλισμού εισοδηματιών που αναπαράγει την ανισότητα από γενιά σε γενιά.

Σε πρόσφατη μελέτη που προβλήθηκε από τον γαλλικό Τύπο, η ακαδημαϊκός Mélanie Plouviez επικαλείται έναν από τους πιο αγαπημένους μυθιστοριογράφους της Γαλλίας, για να υποστηρίξει ένα καταδικαστικό συμπέρασμα. Η δύναμη της κληρονομημένης και μη αποκτηθείσας περιουσίας στη Γαλλία του 2025, όπως υποστηρίζει, αναπαράγει τις κοινωνικές αδικίες που περιγράφει ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ στα χρονικά του 19ου αιώνα για τη φιλοδοξία και την απόγνωση. Όπως συνέβαινε και στη δεκαετία του 1820, γράφει χαρακτηριστικά: «Ποιος μπορεί πλέον να αγοράσει μια κατοικία στο Παρίσι βασιζόμενος μόνο στον μισθό του και χωρίς οικογενειακή βοήθεια; Με την επανεμφάνιση της κληρονομημένης περιουσίας, επέστρεψε επίσης το χάσμα μεταξύ όσων επιτυγχάνει η εργασία και όσων επιτρέπει η κληρονομιά».

Όπως αναφέρει ο Guardian, το πρόβλημα αυτό είναι δυστυχώς γνώριμο σε ολόκληρη την Ευρώπη και η ίδια παρατήρηση θα μπορούσε να γίνει για τη Βρετανία, τη Γερμανία ή την Ιταλία. Ο οικονομολόγος, Thomas Piketty, έχει αποκαλύψει το μέγεθος στο οποίο οι ραγδαία αυξανόμενες αγορές μετοχών και οι τιμές ακινήτων έχουν εκτινάξει στα ύψη την περιουσία των κατόχων περιουσιακών στοιχείων στις φιλελεύθερες δημοκρατίες της Δύσης, εις βάρος όσων βασίζονται αποκλειστικά σε μισθούς. Από τη δεκαετία του 1980, οι φορολογικές αλλαγές ενίσχυσαν τους πλουσίους στο να διατηρούν περισσότερα χρήματα και να τα μεταβιβάζουν στα παιδιά τους. Στις ανεπτυγμένες οικονομίες, το ποσοστό της κληρονομημένης περιουσίας έχει σχεδόν διπλασιαστεί ως αναλογία προς το ΑΕΠ σε σύγκριση με τα μέσα του περασμένου αιώνα.

Η κατάρρευση της εμπιστοσύνης στην πολιτική μπορεί, εν μέρει, να αποδοθεί στην εμφάνιση μιας κοινωνίας δύο ταχυτήτων, που προσφέρει περιορισμένες ευκαιρίες στους νέους χωρίς περιουσία και υπονομεύει τη βάση του κοινωνικού συμβολαίου. Η Γαλλία βιώνει έντονα αυτή την απώλεια εμπιστοσύνης. Το βράδυ της Τετάρτης, κατά τη διάρκεια μιας μαραθώνιας τηλεοπτικής συνέντευξης σε ώρα υψηλής τηλεθέασης, ο Εμανουέλ Μακρόν κατηγορήθηκε ότι έχει μετατραπεί σε «πρόεδρο της τάξης των εισοδηματιών». Ο Μακρόν, ο οποίος είχε θέσει ως προτεραιότητα της πρώτης του θητείας τη μείωση των φόρων στον πλούτο, απάντησε επιπόλαια, κάνοντας λόγο για την προώθηση ίσων ευκαιριών.

Ωστόσο, ενώ ο Γάλλος πρόεδρος αρνείται να εξετάσει μια πιο αναδιανεμητική προσέγγιση, ο αντιδημοφιλής πρωθυπουργός του, Φρανσουά Μπαϊρού, αναζητά στήριξη για έναν προϋπολογισμό λιτότητας που θα περιλαμβάνει περικοπές δαπανών ύψους 40 δισ. ευρώ. Ο κ. Μπαϊρού δήλωσε πως «θα απαιτηθούν προσπάθειες από όλους και δεν μπορεί να επιτύχει χωρίς την υποστήριξη του γαλλικού λαού». Στην άλλη πλευρά του Ρήνου, ο νέος καγκελάριος της Γερμανίας, Φρίντριχ Μερτς, προωθεί παρόμοιο μήνυμα συλλογικής θυσίας. Οι Γερμανοί, δήλωσε αυτή την εβδομάδα ο κ. Μερτς, πρέπει να «εργάζονται περισσότερο και, κυρίως, πιο αποτελεσματικά» για να επανεκκινήσει η στάσιμη οικονομία.

Το έργο της καθηγήτριας Plouviez είναι το πιο πρόσφατο που αναδεικνύει γιατί τέτοιες εκκλήσεις για αλληλεγγύη και σκληρή δουλειά ηχούν κούφιες για τόσο πολλούς. Καθώς τα λαϊκιστικά κόμματα εκμεταλλεύονται τη κοινωνική δυσαρέσκεια, οι κυβερνήσεις υιοθετούν χωρίς ντροπή τη ρητορική τους και την προσέγγισή τους απέναντι στη μετανάστευση. Ωστόσο, η αντιμετώπιση του τρόπου με τον οποίο το αυτοαναπαραγόμενο χάσμα πλούτου διαβρώνει τους κοινωνικούς δεσμούς και υπονομεύει την πολιτική του κοινού καλού παραμένει ταμπού. Οι προεδρικές εκλογές στη Ρουμανία και την Πολωνία αυτό το Σαββατοκύριακο αναμένεται να αναδείξουν τη βαθιά απογοήτευση των ψηφοφόρων από το πολιτικό κατεστημένο και την συνεχιζόμενη άνοδο της άκρας δεξιάς.

Όταν ο Μπαλζάκ έγραφε τους τελευταίους τόμους της «Ανθρώπινης Κωμωδίας» του τη δεκαετία του 1840, ο μελλοντικός βρετανός πρωθυπουργός, Μπέντζαμιν Ντισραέλι, δημοσίευε το «Sybil», μια φανταστική καταγγελία για το μεγάλο χάσμα πλούτου στη βικτωριανή Αγγλία. Δύο αιώνες μετά, απέναντι σε έναν σκοτεινιασμένο πολιτικό ορίζοντα, οι σημερινοί Ευρωπαίοι ηγέτες θα μπορούσαν να ξεσκονίσουν ένα αντίτυπο και να διδαχτούν από τα συμπεράσματά του, προτού να είναι πολύ αργά.