Θλίψη, φρίκη αλλά και πολλές απορίες προκαλεί η κακοποίηση ζώων. Το εν λόγω «φαινόμενο» αποτελεί ένα από τα σοβαρά ζητήματα που απασχολούν τη διεθνή επιστημονική κοινότητα. Τι είδους άτομα είναι αυτά που κακομεταχειρίζονται τα ζώα; Τι σκέφτονται και γιατί προβαίνουν σε αυτές τις πράξεις; Τα συγκεκριμένα ερωτήματα έχουν πολλές φορές κινητοποιήσει τους ειδικούς που εκπονούν συνεχώς έρευνες με κύριο θέμα την σκιαγράφηση του ψυχολογικού προφίλ των δραστών.

«Η κακοποίηση ζώων μπορεί να λάβει ποικίλες μορφές και εκφράσεις» αναφέρει μιλώντας στο newsbeast.gr η διδάκτωρ του τμήματος Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών και τακτική επιστημονική συνεργάτιδα του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος, Αγγελική Καρδαρά.

Τι σημαίνει όμως ακριβώς «κακοποίηση» και τι μπορεί αυτή να αφορά; Όπως εξηγεί η κα Καρδαρά «η κακοποίηση ζώων δύναται να λάβει ποικίλες εκφάνσεις και μορφές. Ως ”κακοποίηση ζώων” ορίζεται η χρήση τους με στόχο την πρόκληση πόνου, εξευτελισμού, βασανιστηρίων ακόμη και επώδυνη θανάτωσή τους, η παραμέληση ζώων κυρίως ως προς τα κατοικίδια που έχουμε σπίτι με διάφορους τρόπους όπως με τον υποσιτισμό τους (με το να μην καλύπτουμε δηλαδή τις βασικές ανάγκες τους), η εκτροφή τους σε κακές συνθήκες με στόχο να σφαγιαστούν με βάναυσο τρόπο, αλλά και η κακοποίησή τους μέσα από την κτηνοβασία για παράδειγμα».

«Στο παρελθόν είχαμε κάνει με την κυρία Όλγα Τζουραμάνη, εγκληματολόγο, ψυχολόγο, ψυχοθεραπεύτρια και υποψήφια διδάκτωρ εγκληματολογίας του Πανεπιστημίου Λευκωσίας ένα πολύ μεγάλο θέμα για την κακοποίηση ζώων στοιχεία του οποίου περιλαμβάνονται στο νέο, υπό έκδοση βιβλίο μου. Στις ειδικές θεματικές ενότητές του εστιάζω και στο προφίλ των ανήλικων δραστών» επισημαίνει.

«Τα άτομα που βασανίζουν ζώα μπορεί να κακοποιούν επίσης τη γυναίκα ή τα παιδιά τους»

Το προφίλ ενός ανθρώπου που βασανίζει ζώα μπορεί να έχει αντιστοιχίες με το ψυχοεγκληματικό προφίλ ενός ατόμου που κακοποιεί τη γυναίκα ή τα παιδιά του.

«Αυτό που και η διεθνής επιστημονική κοινότητα εντοπίζει είναι μία στενή συσχέτιση μεταξύ της κακοποίησης ζώων και της κακοποίησης ατόμων όπως και της ενδοοικογενειακής βίας» επισημαίνει η διδάκτωρ του τμήματος Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών και τακτική επιστημονική συνεργάτιδα του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος.

«Βασικά χαρακτηριστικά που θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε και μπορούν να συνθέσουν το προφίλ ενός ατόμου βάσει διεθνών ερευνών είναι τα ακόλουθα: περιορισμένες κοινωνικές δεξιότητες, δυσκολία ανάπτυξης της ενσυναίσθησης, γενικότερα δυσκολία σύναψης σχέσεων εμπιστοσύνης, χαμηλή αυτοεκτίμηση, ανασφάλεια, αισθήματα ανεπάρκειας, παραβατική συμπεριφορά και προβλήματα με τον νόμο κατά την εφηβεία (για παράδειγμα μπορεί αυτά τα άτομα στην περίοδο της εφηβείας τους να ασκούσαν σχολικό εκφοβισμό ή και τα ίδια να υφίστατο εκφοβισμό, μπορεί να εμπλέκονταν σε συμμορίες σε ξυλοδαρμούς, να έκαναν χρήση ουσιών, κλοπές, γενικότερα να είχαν μία πρώιμη εμπλοκή με τον ποινικό νόμο)» εξηγεί και προσθέτει:

«Επίσης βλέπουμε μία δυσκολία διαχείρισης των συναισθημάτων τους, έτσι μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις μέσω του βασανισμού των ζώων να θέλουν οι δράστες να δείξουν τη δική τους εξουσία και ισχύ».

Το ζώο ως μέσο εκδίκησης

Μεγάλο ενδιαφέρον έχει επίσης ως προς τη σκιαγράφηση του προφίλ του δράστη το ζώο το οποίο κακοποιεί.

«Εάν κακοποιεί το δικό του ζώο, αν κακοποιεί το κατοικίδιο πρώην σχέσης του ή αν βασανίζει το κατοικίδιο ενός γείτονα ή γενικώς τα αδέσποτα ζώα στη γειτονιά. Σε περίπτωση που κακοποιεί το ζώο κάποιας πρώην σχέσης, μπορεί η κακοποίηση να αποτελεί ένα μέσο εκδίκησης της συντρόφου και αντί να στρέφει την εκδικητικότητά του στο πρόσωπο για να το πονέσει τη στρέφει προς το ζώο» επισημαίνει η κα Καρδαρά σημειώνοντας:

«Όταν κακοποιεί το ζώο ενός γείτονα μπορεί το άτομο αυτό να λειτουργεί και πάλι στο πλαίσιο της εκδίκησης. Να το κάνει για τιμωρητικούς λόγους ή για να δείξει πως έχει την εξουσία και τον έλεγχο. Όταν κακοποιεί γενικότερα τα αδέσποτα της γειτονιάς, μπορεί να βλέπουμε μία προσπάθεια να επιδείξει το άτομο αυτό την κυριαρχία του στο πλαίσιο της τοπικής κοινωνίας, της γειτονιάς στην οποία διαμένει. Κάθε περίπτωση σαφώς έχει τα δικά της ειδικά χαρακτηριστικά που, όπως πάντα, πρέπει να εξετάζονται με προσοχή. Οι εγκληματολογικές τυπολογίες είναι πολύ ενδιαφέρουσες και μας δίνουν στοιχεία.  Κάθε όμως φορά και σε κάθε μεμονωμένη υπόθεση δεν μπορούμε να εξάγουμε αβίαστα συμπεράσματα, γιατί σε κάθε περίπτωση μπορεί να υπάρχουν πολλές και διαφορετικές συνισταμένες που πρέπει να εξετάζονται και αυτές να αφορούν τόσο το ίδιο το άτομο, την προσωπικότητά του όσο και ορισμένους ευρύτερους παράγοντες που πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψιν».

Το προφίλ του ανήλικου δράστη

«Ως προς το προφίλ του ανήλικου δράστη στο οποίο εστιάζω στο υπό έκδοση βιβλίο μου υπάρχει μία ενδιαφέρουσα τυπολογία στην οποία αναφέρομαι. Όπως όμως είπαμε οι τυπολογίες δεν ακολουθούνται κατά γράμμα αν και δίνουν ενδιαφέρονται στοιχεία» επισημαίνει η κα Καρδαρά χωρίζοντας τους ανήλικους δράστες σε τρεις κατηγορίες.

Ο πειραματιστής (The Experimenter): Σε αυτή την κατηγορία εντάσσονται ανήλικοι ηλικίας ενός έως έξι ετών. Πρόκειται κατά κανόνα για παιδιά προσχολικής ηλικίας τα οποία δεν έχουν ακόμη αναπτύξει τη γνωστική τους ωριμότητα ώστε να κατανοήσουν ότι τα ζώα έχουν αισθήματα, πονάνε και δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται σαν παιχνίδια.

Επίσης μπορεί να είναι το πρώτο κατοικίδιο του παιδιού ή το παιδί να μην έχει την εμπειρία λόγω ηλικίας ή λόγω έλλειψης εκπαίδευσης να φροντίσει το ζώο και να αντιληφθεί τις ανάγκες του. Μπορεί από την άλλη πλευρά ο ανήλικος να αντιγράφει κακοποιητικές συμπεριφορές ενηλίκων, για παράδειγμα οι ίδιοι οι γονείς να μη φέρονται καλά στο ζώο και αυτό να αντιγράφεται από τον ανήλικο. Επομένως σε αυτή την περίπτωση η εκπαίδευση του ανηλίκου από τους γονείς του και σε ένα δεύτερο επίπεδο από τους εκπαιδευτικούς είναι πολύ σημαντική και πρέπει να ξεκινήσει από την προσχολική ηλικία.

Ο δράστης που κραυγάζει για βοήθεια (The Cry-for-Help Abuser): Σε αυτή την κατηγορία περιλαμβάνονται ανήλικοι ηλικίας 6 με 7 έως και 12 ετών. Στις εν λόγω περιπτώσεις τα παιδιά έχουν την ωριμότητα να κατανοήσουν τη σοβαρότητα της πράξης τους και ότι το να βλάψουν τα ζώα δεν είναι μία κοινωνικά αποδεκτή συμπεριφορά. Συνεπώς, η κακοποιητική συμπεριφορά που υιοθετεί απέναντι στα ζώα ο δράστης αυτού του τύπου, δεν είναι απόρροια της  έλλειψης εκπαίδευσης, όπως στην προηγούμενη περίπτωση, αλλά είναι μία «κραυγή» βοήθειας, μία «κραυγή» για την έλλειψη προσοχής και φροντίδας που στερούνται οι ανήλικοι και είναι πιθανότερο να αποτελεί η εν λόγω κακοποιητική συμπεριφορά το σύμπτωμα ενός βαθύτερου προβλήματος που αντιμετωπίζει ο ανήλικος και σε αυτές τις περιπτώσεις, συνεπώς είναι αναγκαίο να ζητηθεί η βοήθεια του ειδικού.

Ο δράστης με αποκλίνουσα συμπεριφορά (The Conduct – Disordered Abuser): Αφορά εφήβους 12 ετών και άνω, οι οποίοι πέρα από την κακοποίηση ζώων εμπλέκονται και σε άλλες αντικοινωνικές και αποκλίνουσες συμπεριφορές, όπως ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε η χρήση ουσιών, κατάχρηση αλκοόλ, συμμετοχή σε συμμορίες, σύγκρουση με τον ποινικό νόμο κ.ά. Σε μερικές από αυτές τις περιπτώσεις η κακοποίηση των ζώων είναι απόρροια ή γίνεται συνδυαστικά με τη συμμετοχή στην αποκλίνουσα ομάδα ομηλίκων, είτε ως ένα είδος ιεροτελεστίας μύησης, είτε ως ένας τρόπος για να  ικανοποιηθούν βαθύτερες ψυχολογικές ανάγκες του ανήλικου, όπως ανακούφιση της ανίας του και επίτευξη μίας αίσθησης ελέγχου. Επομένως, εδώ η κακοποίηση ζώων είναι μόνο ένα μέρος μίας ευρύτερης αποκλίνουσας ή και παραβατικής συμπεριφοράς.

«Όπως διαπιστώνει κανείς πρόκειται για πολύ σοβαρές καταστάσεις που χρήζουν ειδικής επιστημονικής αντιμετώπισης και έγκαιρης παρέμβασης. Η οικογένεια αλλά και το σχολείο παίζει σημαντικό ρόλο, καθώς σε αρκετές από αυτές τις περιπτώσεις απουσιάζει ένα υποστηρικτικό οικογενειακό πλαίσιο το οποίο δύναται να είναι καθοριστικής σημασίας τόσο ως προς την ενίσχυση της πρόληψης όσο και της έγκαιρης παρέμβασης προτού η κατάσταση ξεφύγει πολύ από τον έλεγχο» αναφέρει η Αγγελική Καρδαρά.

Μπορεί κάθε πράξη βίας ανήλικου σε βάρους του ζώου να σημαίνει ότι ο ανήλικος θα οδηγηθεί στην ενήλικη ζωή του σε κάποια εγκληματική δράση; Η διδάκτωρ του τμήματος Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών και τακτική επιστημονική συνεργάτιδα του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος εξηγεί «δεν συνεπάγεται ότι θα οδηγήσει με τρόπο νομοτελειακό σε κάποια εγκληματική δράση στην ενήλικη ζωή. Ιδιαίτερα για τα πολύ μικρά παιδιά η περιέργεια και η έλλειψη ενημέρωσης και εκπαίδευσης από τους ενηλίκους δύναται να αποτελέσουν επιβαρυντικούς παράγοντες για την υιοθέτηση μίας συμπεριφοράς απέναντι στο ζώο. Επομένως είναι μια συμπεριφορά που μπορεί να τροποποιηθεί με την κατάλληλη εκπαίδευση και το παιδί μεγαλώνοντας και ωριμάζοντας να μην οδηγηθεί σε αποκλίνουσα ή άλλη παραβατική δράση. Όμως μία επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά, η οποία υιοθετείται για μεγάλο χρονικό διάστημα και όσο το παιδί μεγαλώνει, μας προβληματίζει. Μπορεί να αποτελεί ένα προειδοποιητικό σημάδι, αλλά είναι σημαντικό να αξιολογηθεί από έναν ειδικό ώστε να προστατευτεί και το ζώο και το ίδιο το παιδί να βοηθηθεί».

«Δεν μπορούμε ως κοινωνία να εθελοτυφλούμε σε κακοποιητικές συμπεριφορές σε βάρος ζώων είτε αυτές προέρχονται από ενήλικους είτε από ανήλικους. Ειδικότερα όταν ο κακοποιητής του ζώου είναι ανήλικος, θεωρώ ότι πρέπει να δείξουμε ακόμη μεγαλύτερη προσοχή, γιατί σε αυτή την περίπτωση έχουμε να στοχεύσουμε σε έναν διττό σκοπό, και στην προστασία του ζώου αλλά και να κατανοήσουμε γιατί ο ανήλικος φέρεται έτσι και να αξιολογηθεί η κατάσταση όπου κρίνεται αναγκαίο» επισημαίνει.