Ο Θανάσης Ζερίτης, ένας από τους σημαντικότερους και ταλαντούχους σκηνοθέτες της γενιάς του, με μεγάλες επιτυχίες στο βιογραφικό του, φέρνει στη σκηνή του Εμπορικόν το «ΚΕΪΚ» του Βαγγέλη
Χατζηγιαννίδη. Μία γλυκόπικρη κωμωδία για τα μικρά δράματα της καθημερινότητας, τις
προκαταλήψεις και τις εύθραυστες ισορροπίες των ανθρώπινων σχέσεων κι όλα αυτά, ενώ ένα κέικ ψήνεται στον φούρνο.
Ένα θεατρικό σύμπαν ξεδιπλώνεται επί σκηνής, γεμάτο αλήθειες, παρεξηγήσεις, λεπτό χιούμορ και απρόσμενες στιγμές τρυφερότητας. Με αφορμή την παράσταση, ο Θανάσης Ζερίτης μίλησε στο Newsbeast για το οικείο σε όλους μας σύμπαν που έχει στήσει ο Χατζηγιαννίδης και ο ίδιος μεταφέρει στη σκηνή με μια ευαισθησία που χαρακτηρίζει πάντα τις παραστάσεις του. Μας μίλησε, επίσης, για όσα τον προβληματίζουν με όσα βλέπει να συμβαίνουν γύρω του, γιατί αισθάνεται τυχερός ως άνθρωπος του θεάτρου και γιατί πιστεύει ότι είναι δικαίωμα του θεατή να φεύγει στα μέσα μιας παράστασης.
– Φέτος σε συναντάμε να σκηνοθετείς και το Κέικ στο Εμπορικόν. Μια γλυκόπικρη κωμωδία, σωστά;
Ίσως λίγο καταχρηστικά χρησιμοποιούμε τον όρο γλυκόπικρη κωμωδία. Είναι ένα έργο που θα έλεγα ότι είναι σύγχρονο, ρεαλιστικό, ένα ελληνικό έργο που μιλάει για εμάς. Οι όροι, τώρα, κωμωδία, δράμα κοινωνικό, είναι όλοι κάπως μέσα στο κεφάλι μου μπερδεμένοι. Σίγουρα έχει κωμικά στοιχεία, σίγουρα έχει πολύ γλυκές και τρυφερές στιγμές και πολύ σκληρές, όμως. Και γι’ αυτό λέω ότι το χρησιμοποιούμε λίγο καταχρηστικά. Αλλά νομίζω ότι γενικότερα οι ταμπέλες δεν βοηθάνε. Τις βάζουμε πιο πολύ για να πηγαίνουμε στο θέατρο.
– Ναι, γιατί μιλάει και για ένα θέμα όπως η ξενοφοβία, που λες τώρα: αυτό πόσο κωμωδία να είναι;
Κι, όμως, η κωμωδία προκύπτει από τα ανθρώπινα πάθη. Και όταν βλέπουμε πάθη επί σκηνής, πολύ συχνά γελάμε. Τώρα αν αυτό μας κάνει και να κλαίμε…

– Δηλαδή γελάμε με τα χάλια μας;
Γελάμε μάλλον με τα χάλια μας, ναι, κάτι τέτοιο θα έλεγα. Ή γελάμε με αυτό που δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε. Το γέλιο είναι μία αντίδραση σε αυτό που συμβαίνει. Σαν το κλάμα, δεν τα ξεχωρίζω πολύ.
– Όπως αυτό που λένε ότι στις κηδείες γελάς και στους γάμους κλαις. Δηλαδή είμαστε αντιφατικοί και σε αυτό το κομμάτι ως προς τα συναισθήματα.
Ναι, και τώρα που έχει ανέβει η παράσταση, βλέπω και τα δύο. Παρατηρώ τον κόσμο και διαπιστώνω ότι συμβαίνουν και τα δύο. Έχει αρκετές κωμικές στιγμές, μην είμαι υπερβολικός, αλλά βλέπω ότι προς το τέλος της παράστασης το κλίμα σκοτεινιάζει αρκετά και από το ίδιο το έργο, αλλά και από αυτό που συμβαίνει στην παράσταση. Οπότε, δεν θέλω να κλείσουμε ότι είναι μια χαλαρή κωμωδία και μόνο. Πραγματεύεται και ζόρικα θέματα.
– Οπότε, ως προς το έργο, όσο ψήνεται ένα κέικ, έχουμε μία συνέλευση σε μία πολυκατοικία, όπου στην καρέκλα του «κατηγορούμενου» κάθεται ένας αλλοδαπός ένοικος;
Αρχικά, αυτή είναι η πρόθεση των ενοίκων, να κατηγορήσουν τον αλλοδαπό ένοικο, αλλά όσο ξετυλίγεται η ιστορία, αντιλαμβανόμαστε ότι όλοι είναι πιθανόν ένοχοι.
– Είναι και ο εύκολος στόχος.
Είναι ο εύκολος στόχος. Είναι εκεί που στρέφονται πρώτα τα βέλη τους. Πρώτα στον αλλοδαπό ένοικο.
– Και η τοποθεσία του έργου, η πολυκατοικία, είναι πολύ οικεία, νομίζω και οι θεατές νιώθουν πολύ οικεία με το θέμα. Και νομίζω ότι σε πολλές πολυκατοικίες έχουν ανάλογα «προβλήματα».
Βέβαια. Είναι κάτι που αντιμετωπίζουμε καθημερινά και εμένα μου κέντρισε το ενδιαφέρον από την αρχή, πώς μπορούμε να αποδώσουμε στη σκηνή την αίσθηση που έχουμε στα σπίτια μας. Σε περιοχές τώρα, όπως η Κυψέλη που είναι πυκνοκατοικημένες, ακούμε συνεχώς τον θόρυβο από τα διπλανά διαμερίσματα. Όλη μας η ζωή είναι μέσα σε μία μόνιμη βαβούρα και αυτό έχει έναν αντίκτυπο στην καθημερινότητά μας σίγουρα και στο πώς αντιδρούμε σε συγκεκριμένες καταστάσεις.

– Αυτό σκηνοθετικά σε δυσκόλεψε εσένα;
Ήταν το στοίχημα που βάλαμε, αυτό που ήθελα να καταφέρουμε. Ότι δηλαδή συνεχώς υπάρχει μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα που ζορίζει ακόμα περισσότερο τους ενοίκους, τους τέσσερις χαρακτήρες.
– Το κοινό ταυτίζεται με κάποιον από τους χαρακτήρες ή έχουμε αυτή την εναλλαγή ότι τώρα είναι με αυτόν, μετά με τον άλλον χαρακτήρα;
Νομίζω, κάπως έτσι πηγαίνει. Δηλαδή ότι σιγά σιγά, όπως συνέβαινε και με το έργο του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη, αλλάζουμε γνώμη και για αυτούς τους τέσσερις, συνεχώς. Και βρίσκουμε κομμάτι του εαυτού μας σε καθέναν από αυτούς. Άλλοι λιγότερο, άλλοι περισσότερο.
– Αυτό με τον αλλοδαπό που είναι ο εύκολος στόχος, ακόμα και τώρα. Αυτό συνέβαινε πάντα, ειδικά τα τελευταία τριάντα χρόνια που έχουμε περισσότερους μετανάστες στην Ελλάδα. Γιατί δεν το έχουμε ξεπεράσει τριάντα χρόνια μετά;
Έλα ντε; Είμαστε κι ένας λαός μεταναστών, που όμως ακόμα και σήμερα νομίζω ότι αυτό δεν έχει αλλάξει. Και το έργο του Χατζηγιαννίδη είναι γραμμένο πριν από αρκετά χρόνια. Εγώ διακρίνω ότι αυτό το φαινόμενο του ρατσισμού και της ξενοφοβίας στην Αθήνα, τουλάχιστον, είναι κάτι διαχρονικό, δυστυχώς. Το έργο δεν πραγματεύεται μόνο αυτό. Πραγματεύεται και τη μοναξιά, αλλά και άλλες έννοιες ή φοβίες που μπορεί να προκύψουν σε έναν άνθρωπο που μένει μόνος του και απομονωμένος σε ένα διαμέρισμα, χωρίς να γνωρίζει το διαφορετικό.
– Η αλήθεια είναι ότι στην Αθήνα είναι πιο έντονο το φαινόμενο. Ίσως να παίζει ρόλο και η αποξένωση που δεν γνωρίζουμε ποιος είναι ο διπλανός μας, είμαστε αποκομμένοι.
Και έτσι φοβόμαστε και οι φόβοι διογκώνονται. Νομίζω ότι είναι ένα έργο που μιλάει για τη συλλογικότητα ανάποδα. Δηλαδή δείχνοντας στη σκηνή τελείως μοναχικούς ανθρώπους, που δεν έχουν συνάψει σχέσεις για να μπορέσουν να γνωριστούν και να αγαπήσουν το διαφορετικό.
– Και βλέπεις ότι είναι ένοικοι μίας πολυκατοικίας, που τελικά, δεν ξέρεις ποιος είναι ο διπλανός σου.
Πραγματικά. Συμβαίνει, όμως, δε συμβαίνει;

– Πώς επέλεξες το Κέικ;
Το Κέικ ήρθε σε εμένα από τη Φαίδρα Δούκα. Ψάχναμε να βρούμε ένα έργο να συνεργαστούμε. Και με εντυπωσίασε η απλότητά του, ότι δηλαδή ο Χατζηγιαννίδης με πολύ απλά υλικά έχει γράψει ένα έργο, σαν το Κέικ.
– Όπως το κέικ το γλυκό, που έχει απλά υλικά.
Όπως το κέικ που έχει όντως απλά υλικά, αλλά μιλάει για κάτι πολύ βαθύ, χωρίς να προσπαθεί να εντυπωσιάσει. Οι διάλογοι είναι πραγματικά ένας πολύ καλογραμμένος ρεαλισμός και ήθελα πολύ να το κάνω. Δηλαδή ήθελα πολύ να βρούμε έναν τρόπο να το κάνω.
– Όσο ψήνεται το κέικ βγάζει αυτό το άρωμα που πλημμυρίζει τον χώρο. Η παράσταση με τι «άρωμα» θα μας «πλημμυρίσει»;
Ελπίζω να μας «πλημμυρίσουν» προβληματισμοί, αμφιβολίες, λίγη ενσυναίσθηση. Δηλαδή, ιδανικά αυτό θα ήθελα να συμβαίνει, χωρίς να θέλω να πω ότι κάνουμε κάτι βαρύγδουπο ή κάτι τέτοιο. Αλλά μια προσπάθεια να γίνουμε λίγο καλύτεροι.
– Εσένα τι σε προβληματίζει, σήμερα, βλέποντας όλα όσα συμβαίνουν γύρω σου;
Με προβληματίζει πολύ ότι δεν αντιδρούμε. Με προβληματίζει ότι η καθημερινότητα και η ανάγκη μας για επιβίωση στην Αθήνα και ο καπιταλισμός και όλα αυτά, μας κλείνουν ακόμα περισσότερο αντί να μας βγάζουν έξω. Νομίζω ότι μας κλείνουν περισσότερο στα διαμερίσματά μας. Και αυτό είναι κάτι που με προβληματίζει πραγματικά και θα ήθελα να μην το παθαίνω.
– Για σένα το θέατρο είναι κατά κάποιον τρόπο μια πολυτέλεια, από την άποψη ότι έχεις έναν τρόπο για να εκφράζεις όλα όσα σε προβληματίζουν ή σε ενοχλούν;
Βέβαια. Είμαστε πολύ τυχεροί οι άνθρωποι που κάνουμε θέατρο και δεν είναι καθόλου αυτονόητο και είναι και πολύ τιμητικό, μέσα σε αυτές τις συνθήκες και σε αυτές τις οικονομικές και πολιτικές συγκυρίες ότι επιλέγουν οι θεατές να έρθουν να δουν μια παράσταση. Αυτό από μόνο του είναι μια πολιτική πράξη. Είναι πολύ δύσκολο για τους ανθρώπους να εντάξουν κάτι τέτοιο στη διασκέδασή τους, να ξεβολευτούν και να πάνε κάπου να προβληματιστούν ακόμα περισσότερο, δηλαδή δεν τους φτάνουν όλα αυτά που περνάνε, να πάνε στο θέατρο να το ξαναβιώσουνε. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι σε δύσκολους καιρούς το θέατρο ευδοκιμεί.
– Και τα τελευταία χρόνια, ειδικά μετά την πανδημία, νομίζω ο κόσμος πηγαίνει περισσότερο στο θέατρο.
Ναι, είναι αλήθεια. Γιατί έχουμε ανάγκη να βρεθούμε στον ίδιο χώρο και να γίνουμε μέτοχοι και κοινωνοί μίας συνθήκης, νομίζω. Γι’ αυτό και το θέατρο παραμένει μία μορφή ψυχαγωγίας τόσο αγαπητή στους Έλληνες.

– Ναι, το έχουμε και στο DNA μας νομίζω, αλλά είναι και αυτή η άμεση επαφή του θέατρου που έχεις. Είναι πιο ζωντανό. Ταυτόχρονα, σκηνοθετείς τις «Σπυριδούλες», μία συγκλονιστική παράσταση που ανεβαίνει ξανά με μεγάλη επιτυχία, όπως και ο «Ήλιος με δόντια», επίσης ένα καθηλωτικό έργο. Και νομίζω ότι και τα δύο είναι κάπως αντίθετα με το «Κέικ», κάνω λάθος;
Ναι, με έναν τρόπο, είναι.
– Αυτό για εσένα, ως σκηνοθέτης, είναι μία πρόκληση; Είναι εύκολο το να κάνεις την ίδια στιγμή διαφορετικά πράγματα, διαφορετικά είδη;
Μου αρέσει πολύ να κάνω διαφορετικά πράγματα. Μου αρέσουν πάρα πολύ τα έργα, από εκεί εμπνέομαι κι εκεί γυρνάω. Δηλαδή, είμαι ένας άνθρωπος που, όταν θέλω να σκηνοθετήσω κάτι, πρέπει να μου αρέσει πάρα πολύ αυτό που διαβάζω, να θαυμάζω τους συγγραφείς. Και στην προκειμένη περίπτωση, θαυμάζω πολύ τον Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη, τη Νεφέλη Μαϊστράλη και τον Γιάννη Μακριδάκη, που ανεβάζουμε πάλι τον «Ήλιο με δόντια».
– Και τα τρία σύγχρονα έργα. Αυτό είναι ελπιδοφόρο ότι έχουμε πλέον και σύγχρονα έργα. Γιατί, ναι, είναι ωραίο αυτό να γυρνάμε ξανά και ξανά στα κλασικά, αλλά δεν θες και μια σύγχρονη ματιά, κάτι που να σου μιλάει απευθείας;
Εγώ τα προτιμώ. Εάν δίνουμε βήμα σε όσους γράφουν σήμερα θέατρο, ίσως καταφέρουμε να τους κάνουμε να συνεχίσουν να γράφουν.
– Μετά πας σε διασκευές, δεν ξέρω εσύ με τις διασκευές πώς το έχεις.
Μου αρέσουν, αλλά δεν είναι και το πρώτο μου. Μου αρέσει όταν κάνουμε διασκευή ενός μυθιστορήματος, όπως είναι ο «Ήλιος με δόντια».
– Ναι, γιατί έχουμε δει διασκευές που θεωρώ ότι κάπως ξεπερνάνε τα όρια, ειδικά σε τραγωδίες που ανεβαίνουν στην Επίδαυρο.
Ναι, μπορεί. Αλλά έχουν ανάγκη και οι άνθρωποι του θεάτρου να βρουν κάτι διαφορετικό να κάνουν.
– Κάπως να εκφραστούνε.
Ναι, ναι, πραγματικά.

– Αυτό που ο κόσμος φεύγει στη μέση μιας παράστασης, ως τρόπο έκφρασης για ένα έργο που δεν του αρέσει, πώς το βλέπεις; Ειδικά, στην Επίδαυρο το είδαμε να γίνεται σε αρκετές παραστάσεις.
Θεωρώ ότι είναι δικαίωμα του καθενός να φεύγει από όπου θέλει, δεν το συζητώ. Απλώς, νομίζω ότι για την Επίδαυρο συγκεκριμένα, έχουμε φτιάξει έναν μύθο για το πώς πρέπει να είναι τα πράγματα εκεί. Μια βαρετή κατάσταση, ότι πρέπει να βλέπουμε παραστάσεις, οι οποίες σέβονται το αρχαίο πνεύμα και τελικά ποιο είναι αυτό το αρχαίο πνεύμα και πώς παίζονταν τότε παραστάσεις και ποιος ξέρει. Αν δεν αφήνουμε τους καλλιτέχνες να εκφραστούν όπως θέλουν, τότε μιλάμε για λογοκρισία, μιλάμε για δύσκολες εποχές. Θα έπρεπε να είμαστε λίγο πιο ανεκτικοί. Μια παράσταση είναι ένα καινούριο έργο τέχνης. Ο κάθε σκηνοθέτης που αναλαμβάνει να ανεβάσει ένα κλασικό έργο, ένα έργο από την αρχαία ελληνική γραμματεία, προσπαθεί να πει μέσα από αυτό, εκείνο που θέλει να πει σήμερα. Οπότε νομίζω ότι πρέπει να αφήσουμε ελεύθερους τους δημιουργούς και μετά να κρίνουμε το αποτέλεσμα, αν μας άρεσε ή όχι. Αλλά και πόσες φορές να δούμε την Αντιγόνη με χλαμύδες; Και γιατί να τη δούμε με χλαμύδες σήμερα; Τι θα μας προσφέρει παραπάνω;
Η υπόθεση:
Η Σάσα, μια «ημί-διάσημη» συγγραφέας αισθηματικών μυθιστορημάτων, χτυπά αγανακτισμένη το κουδούνι του διαχειριστή για να διαμαρτυρηθεί: η κατάσταση με τα σκουπίδια μπροστά στην είσοδο της πολυκατοικίας, εξαιτίας της ασυνείδητης συμπεριφοράς ενός ενοίκου που τα πετάει όπως βρει, έχει φτάσει στο απροχώρητο. Μολονότι αποδείξεις δεν έχει, η ίδια είναι σίγουρη για τον υπαίτιο (τον αλλοδαπό που μένει στον πρώτο) και ζητά να του γίνει σύσταση.
Ο διαχειριστής συγκαλεί μια μίνι συνέλευση, στην οποία συμμετέχουν τόσο ο αλλοδαπός όσο και ο Μπάμπης, ένοικος του δευτέρου ορόφου, που επίσης βαρύνεται με υποψίες. Ο διαχειριστής, σε ρόλο άτυπου δικαστή, θα ακούσει όλες τις πλευρές και θα βγάλει την απόφαση για τον αληθινό ένοχο.
Κατά τη διάρκειά της, αποκαλύπτονται μυστικά και ψέματα, ξεπηδούν αναμνήσεις, άγρια μα και τρυφερά αισθήματα, εκφράζονται αντιλήψεις, φοβίες, αγκυλώσεις· ανοίγονται νέοι ορίζοντες, δίνονται τα χέρια. Μέχρι να ψηθεί ένα κέικ στο φούρνο, η ζωή κάνει άλματα.
Ταυτότητα παράστασης
Συγγραφέας: Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης
Σκηνοθεσία: Θανάσης Ζερίτης
Sound design, πρωτότυπη μουσική, τραγούδια, ερμηνεία: Σπύρος Γραμμένος
Φωτογραφίες: Γιώργος Καλφαμανώλης
Διεύθυνση καλλιτεχνικού προγραμματισμού: Ελίνα Λαζαρίδου
Πρωταγωνιστούν: Φαίδρα Δρούκα, Ερρίκος Λίτσης, Γιάννης Λεάκος, Προμηθέας Νεραττίνι Δοκιμάκης.
Ημέρες & ώρες παραστάσεων: Τετάρτη: 20:00, Πέμπτη, Παρασκευή & Σάββατο: 21:00, Κυριακή: 18:00
Διάρκεια παράστασης: 90’
Εισιτήρια more.com
Θέατρο Εμπορικόν
Σαρρή 11, Ψυρρή
Τηλέφωνο 211 1000 365
*Κεντρική φωτογραφία Πάρις Ταβιτιάν