Αν και δεν πρόλαβε να παιχτεί παρά μόνο δύο μήνες «Το Θερμοκήπιο», η τελευταία συνταρακτική παράσταση του Λευτέρη Βογιατζή στο θέατρο της οδού Κυκλάδων, έγραψε ιστορία. Ο Λευτέρης Βογιατζής ετοιμαζόταν να την ανεβάσει ξανά τον περασμένο Απρίλιο, με νέα διανομή και τίποτε δεν τον σταματούσε: ούτε η ασθένειά του ούτε οι επώδυνες θεραπείες στις οποίες υποβαλλόταν.

Μέχρι το τέλος του, στις 2 του περασμένου Μάη, ο εκλεκτός του ελληνικού θεάτρου μαχόταν με όλα του τα μέσα για τις πρόβες που «έτρεχαν», τους ηθοποιούς του που ήταν πάντα στο πλευρό του με αγάπη και αφοσίωση. Ήταν πολλοί οι θεατές που στερήθηκαν την παράσταση και τον Λευτέρη Βογιατζή σε μια από τις πιο δυνατές ερμηνείες του, στον ρόλο του διεφθαρμένου, ύπουλου διευθυντή ενός κλειστού -αυταρχικού ιδρύματος (μεταξύ ψυχιατρείου και σωφρονιστηρίου), με σκοπό την κοινωνική «ανάνηψη» των έγκλειστων «ασθενών».

Ένα έργο πολιτικό, που έγραψε ο Χάρολντ Πίντερ το 1958 και καταχώνιασε στο συρτάρι του για μια εικοσαετία. «Ήταν φαντασία όταν το έγραψα αλλά τώρα, νομίζω, είναι πολύ πιο σχετικό.Το πρόλαβε η πραγματικότητα», είχε σχολιάσει ο νομπελίστας δραματουργός όταν πρωτοανέβασε το έργο, το 1980 στο Λονδίνο. Μια μαύρη πολιτική φάρσα, με υπονομευτικό χιούμορ, «ανατριχιαστικά» προφητική για την ανθρώπινη χειραγώγηση, την ασυδοσία και τις ίντριγκες που αναπτύσσονται και ευοδώνονται μέσα στους κρατικούς γραφειοκρατικούς μηχανισμούς, την διαφθορά και το κυνισμό του ανώτερου προσωπικού και τη δουλοπρέπεια των υφισταμένων, που «θεραπεύουν» την κοινωνική ανυπακοή.

Ο Λευτέρης Βογιατζής, ανέβασε το έργο στη νέα του Σκηνή το 2011. Η παράσταση γέμισε το θέατρο της οδού Κυκλάδων. Δύο χρόνια μετά την πρώτη πρεμιέρα πέθανε χτυπημένος από καρκίνο. Σύμφωνα με δική του επιθυμία, τάφηκε φορώντας το μουστάκι του Ρουτ, από αυτόν τον ύστατο ρόλο του.

Το Φεστιβάλ Αθηνών στο αφιέρωμα που επιφυλάσσει αυτές τις ημέρες στον Λευτέρη Βογιατζή, ενέταξε στο πρόγραμμά του «Το Θερμοκήπιο» (από τις 22 έως 26 Ιουλίου, στο θέατρο της οδού Κυκλάδων.)

Εκεί, στο θέατρο όπου μεγαλούργησε ο Λευτέρης Βογιατζής, το ΑΠΕ-ΜΠΕ συνάντησε τον Γιώργο Γάλλο ( Ρουτ) και τον Δημήτρη Ήμελλο,( Γκιμπς ). Μαζί με τη Μαρία Σκουλά, (μις Κατς), τον Αργύρη Πανταζάρα (Λας), τον Βασίλη Κουκαλάνι(Ταμπ ), τον Γιάννη Νταλιάνη (Λομπ), τον Χάρη Φραγκούλη (Λαμ) συνεχίζουν εντατικά τις πρόβες επιθυμώντας «να ολοκληρώσουν την δουλειά που ο Λευτέρης είχε ξεκινήσει μαζί τους.»

-Πώς αισθάνονται μια τέτοια στιγμή χωρίς εκείνον…

Γ.Γάλλος: Αυτή η παράσταση είναι κι ένα δώρο από εμάς σε αυτόν τον άνθρωπο που μας έμαθε τόσα. Είναι παρών. Η καταπληκτική σκηνοθεσία του είναι καταγεγραμμένη.

Δ.Ημελλος: Ο Λευτέρης υπήρχε πάντα μέσα μας ακόμα κι όταν δεν συνεργαζόμασταν, όταν δουλεύαμε αλλού. Γιατί όταν συνεργαστείς με κάποιον υπάρχει πάντα μέσα σου. Δεν έχει να κάνει με την φυσική παρουσία. Όταν ξεπεράσεις τα πρώτα στάδια της έλλειψης καταλαβαίνεις ότι δεν είναι αυτό το θέμα. Γι αυτό «ξαναπάμε» την παράσταση.

-Αρχικά ο Γιώργος Γάλλος θα υποδυόταν τον Λόμπ. Μετά τον αδόκητο θάνατο του Λευτέρη Βογιατζή, υποδύεται τον Ρουτ. Πώς δουλεύει τον χαρακτήρα…

Γ.Γάλλος: Στις πρόβες, αντικαθιστούσα τον Λευτέρη στο κείμενο για να μπορεί εκείνος να επιβλέπει τις πρόβες των άλλων σε σχέση με τον Ρουτ. Κρατούσα τον ρόλο χαλαρά, με το κείμενο στα χέρια, μου άρεσε αυτή η άνεση γιατί είχα την ελευθερία που έχει ο ηθοποιός όταν δεν παίζει κάτι συγκεκριμένο, δεν έχει να πείσει για κάτι, καθώς δεν είναι δικός του ο ρόλος. Κάποια στιγμή μου είπε ο Λευτέρης «εσύ πρέπει να κάνεις τον Ρουτ». Κράτησα κάτι από εκείνη την ελευθερία αλλά όσο προχωρούσαν οι πρόβες, βρήκα αναγκαστικά, τη σύνδεσή μου στην παράσταση.

– Εκτός από τη νέα διανομή έχουν γίνει αλλαγές από την πρώτη παράσταση…

Δ.Ημελλος: Ο ίδιος ο Λευτέρης είχε κάνει κάποιες αλλαγές. Μικρές διαφορές σε σχέση με τα πρόσωπα αλλά πάντα στην ίδια βάση. Αν εξαιρέσεις εμένα και τον Γιάννη Νταλιάνη, όλοι οι άλλοι στην διανομή έχουν αλλάξει. Έτσι κι αλλιώς ο Λευτέρης άλλαζε, ποτέ δεν έμενε σε κάτι. Δεν έχουμε την φυσική του παρουσία αλλά τον έχουμε βέβαια κοντά μας με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Αυτό που συμβαίνει στην δουλειά, ο καθένας το αντιλαμβάνεται διαφορετικά. Οι παρατηρήσεις που έκανε ο Λευτέρης γίνονταν πάνω στη ζέση και δε μπορούσε κάποιος να τις αντιληφθεί αμέσως. Τώρα, ο καθένας μας επικαλείται τις παρατηρήσεις του Λευτέρη, πιο ελεύθερα και απενοχοποιημένα.

-Ποια είναι η δύναμη του έργου…

Γ.Γάλλος: Το σχεδόν αδιευκρίνιστο όριο με το οποίο παίζει «Το Θερμοκήπιο», στην κόψη ηλιθιότητας και διάνοιας

Δ.Ημελλος: Είναι η γλώσσα του έργου. Υπαινικτική , άλλα λέει κι άλλα συμβαίνουν. Και κυρίως ο στρουθοκαμηλισμός κάποιων ανθρώπων που ενώ έρχονται καταστροφές κάνουν ότι δεν τις βλέπουν, δεν θέλουν να τις δουν γιατί τρομάζουν μπροστά στις ευθύνες τους. Ο Πίντερ βάζει θέματα πολύ σύγχρονα με την πραγματικότητα, με ένα χιούμορ αυτοσαρκαστικό, ευφυές, μοιάζει ότι με αυτό υπερβαίνει και νικά τη σαθρίλα και την πραγματικότητα που σε ρουφάει.

– Στο «Θερμοκήπιο», η εξουσία είναι απόλυτη, οι ασθενείς απλοί αριθμοί, το προσωπικό επιδίδεται σε ένα αδίστακτο παιχνίδι αλληλοεξόντωσης. Αυτό το ιεραρχικό σύστημα κλειστής «θεραπείας» καταβαραθρώνεται τελικά;

Δ.Ημελλος: Ποιος ξέρει; Ο Πίντερ παρατήρησε ότι ενώ τα πράγματα στην ανθρωπότητα αλλάζουν, γίνονται επαναστάσεις και ανατροπές εντούτοις οι όποιες αλλαγές είναι πρόσκαιρες. Ο άνθρωπος επιστρέφει στη σταθερή θερμοκρασία του«Θερμοκηπίου». Ο Πίντερ είδε νωρίτερα από άλλους ότι η αλλαγή είναι μια ψευδαίσθηση κι ότι ο άνθρωπος είναι αδύναμος να αλλάξει τα πράγματα. Πρέπει να αλλάξει ο ίδιος. Κι όταν είχα ρωτήσει κάποια στιγμή τον Λευτέρη Βογιατζή «εσύ είσαι ένας καλλιτέχνης, ένας φωτεινός άνθρωπος. Όταν παίρνεις ένα τέτοιο σκοτεινό έργο, πού βλέπεις το φως; Στο χιούμoρ, μου απάντησε»

-Τα τελευταία 15 χρόνια, συνεργαστήκατε με τον Λευτέρη Βογιατζή σε πολλές παραστάσεις. Τι σας ζήταγε εκείνος από τον ρόλο;

Δ. Ημελλος: Να υπάρχει συνεχής εξάρτηση σε αυτό που δημιουργώ στον άλλον, εκεί που τον οδηγώ ώστε αυτή η συνθήκη να με κάνει να ξεχάσω τα λόγια, με την έννοια ότι η αφοσίωσή μου στην αλληλεπίδραση με τον άλλον παρτενέρ να είναι τέτοια ώστε να μην πρωταγωνιστούν τα λόγια. Το σημαντικό να μην είναι τόσο το κείμενο όσο αυτό το είδος της επικοινωνίας, που είναι σχεδόν ερωτική. Υπάρχει μια ηδονή σαν ένα είδος «ψηστηριού» ας πούμε, του ενός με τον άλλον πάνω στη σκηνή και σ’ αυτό ο Πίντερ είναι μοναδικός. Εκεί ήταν η δυσκολία και εκεί παραμένει. Κι αυτό ζήταγε ο Λευτέρης. Να αφήσουμε τους ρόλους και να μπούμε στο παιχνίδι.

– Υποθέτω ότι αυτό το έχετε ζήσει μαζί του ακόμα πιο έντονα στο «Ύστατο σήμερα», την θηριώδη παράσταση όπου κάνατε ένα αξεπέραστο ντουέτο με τον Βογιατζή.

Δ.Ημελλος: Εκεί ήμασταν μόνο οι δυο μας πάνω στη σκηνή. Ο Λευτέρης ήταν ηθοποιός. Αυτή ήταν η φύση του, «διαβάζει» τα πάντα μέσα από τον έρωτα που πηγάζει από την επικοινωνία δύο ανθρώπων στη σκηνή. Επικοινωνία η οποία χάνεται στη ζωή ενώ στη σκηνή είναι πολύ πιο καθαρή, ερωτική, πιο δημιουργική. Ό,τι άλλο είναι ο Λευτέρης, – σκηνοθέτης, καλλιτέχνης, δημιουργός – είναι μέσα από αυτό , από την ικανότητά του και την ανάγκη του να αλληλεπιδρά με τον άλλον. Ή αν θέλετε, πώς να επαληθεύει το ψέμα με μια αλήθεια στην επικοινωνία των δυο ανθρώπων

-Τι κρατάτε σαν παρακαταθήκη από εκείνον;

Δ. Ημελλος: Αυτό που μου είπε κάποια στιγμή όταν προετοιμάζαμε το «Ύστατο σήμερα»: «Κοίταξε να δεις», μου είπε «οι γονείς μου ήταν αξιοπρεπείς άνθρωποι. Δεν μου επιτρέπεται να ανεβαίνω στη σκηνή και να νιώθω ότι δουλεύω τον κόσμο». Ήταν αμείλικτος με τους ηθοποιούς σ’ αυτό το θέμα. Έπρεπε να είσαι απόλυτα καθαρός. Είναι μια δουλειά δύσκολη, που ενώ στηρίζεται σε ένα ψέμα πρέπει να είσαι αληθινός.