«Αρνήσου τον χρόνο, κάνε το αντίθετο: Άδραξε τη μέρα» παροτρύνει ο κορυφαίος εικαστικός και σκηνοθέτης Γουίλιαμ Κέντριτζ, με τη νέα του θεατρική παράσταση «Refuse the Hour» (Αρνήσου τον Χρόνο), που ανεβαίνει στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών από την Πέμπτη 22 του μηνός έως και τις 25 Νοεμβρίου.

«Δεν προτείνω ούτε μια νέα ερμηνεία της έννοιας του χρόνου ούτε καταλήγω σε κάποιο συμπέρασμα για τον χρόνο» απαντά ο χαμηλών τόνων, γεμάτος ενέργεια, Νοτιοαφρικανός καλλιτέχνης, ο οποίος βρίσκεται από χθες στην Αθήνα. Η παράσταση «σχετίζεται περισσότερο με ένα μέρος του ορθολογισμού, που κατέρρευσε. Μιλώ για τον μηχανικό και μεταφυσικό χρόνο, μέσα από τα μαθηματικά, τις θετικές επιστήμες, την έννοια του χωροχρόνου και τις μαύρες τρύπες του σύμπαντος».

Για να κάνει «τον χρόνο ορατό» σε αυτήν την παράσταση -όπερα δωματίου, όπως την ονομάζει-, επιστρατεύει μουσικούς, χορευτές, βιντεοπροβολές με κινούμενα σχέδια, σε ένα πανδαιμόνιο ήχων και εικόνων. Και με τον ίδιο στο ρόλο του αφηγητή, ξεκινούν όλοι μαζί επί σκηνής, ένα ταξίδι στα όρια επιστήμης, οντολογίας και κοσμολογίας.

Πρόκειται για τη θεατρική εκδοχή της μεγάλης εγκατάστασης του «The Refusal of Time», με την οποία συμμετείχε στην Documenta 13, του Κάσσελ.

Ερωτηθείς αν είναι μια παράσταση πολιτική, ο Γουίλιαμ Κέντριτζ, διεθνώς διακεκριμένος για τις εικαστικές εγκαταστάσεις του κατά του απαρτχάιντ και τα «πρωτόγονα» κινούμενα σχέδια του, απαντά: «Η τέχνη δεν πρέπει να είναι απευθείας πολιτική». «Όμως -υποστηρίζει ο Κέντριτζ – η τέχνη μπορεί να συνδέεται έμμεσα με την πολιτική. Το προσωπικό μπορεί να περιγράφει τον πολιτικό που αναδύεται σε κάθε εποχή και αντίστροφα».

Στο «Refuse the Hour» διακρίνονται και πολιτικά στοιχεία, παραδέχεται ο ίδιος. «Η σχέση με τον χρόνο στην αποικιοκρατούμενη Ν. Αφρική είναι παρούσα στην παράσταση. Τα ρολόγια τα έφεραν στη Ν. Αφρική οι Άγγλοι στα τέλη του 19ου αιώνα, κάτι που συμβόλιζε τον ευρωπαϊκό έλεγχο» και τον καταναγκασμό της μέτρησης του δικού τους χρόνου στην Αφρική.

Πρωταγωνιστής στην παράσταση είναι ο μετρονόμος, που με τον ρυθμικό του ήχο, υπογραμμίζει τη διαστολή και συστολή του χρόνου. Επίσης, ο σκηνοθέτης συνδέει τον χρόνο με τη μουσική (Φίλιπ Μίλλερ), όπως και «με την κίνηση του ανθρώπινου σώματος σαν ρολόι», μέσα από τις χορογραφίες της Ντάντα Μασίλο.

Η παράσταση ξεκινά με την αφήγηση του Γουίλιαμ Κέντριτζ (σαν θεατρικό αναλόγιο) σε ένα απόσπασμα από τον μύθο του Περσέα και της Ανδρομέδας και ιδιαίτερα τον φόνο του Ακρίσιου, παππού του Περσέα.

«Όχι, δεν είχε κατά νου την Ελλάδα όταν σχεδίαζε την παράσταση» σπεύδει να απαντήσει ο Κέντριτζ. Πάντως ομολογεί ότι «αισθάνεται προνομιούχος που έρχεται αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα». Μάλιστα όταν έφευγε από το Γιοχάνεσπουργκ, του έλεγαν ότι θα έβρισκε μια εικόνα απόλυτης καταστροφής στην Αθήνα, που ευτυχώς δεν ανταποκρίνεται σε αυτό που είδε ο ίδιος. «Μου έλεγαν ότι η Αθήνα είναι μια πόλη με καμμένα κτίρια, δεν υπάρχουν μαγαζιά, ούτε κυκλοφορία, με ρωτούσαν πώς θα ανεβάσω παράσταση σ’ αυτή την πόλη κ.λπ.». Φυσικά και δεν ισχύει κάτι τέτοιο, διαπίστωσε ο Κέντριτζ.

Ποια είναι τα επόμενα έργα του πολυπράγμονα και οραματιστή Ουίλιαμ Κέντριτζ; Μια σκηνική εγκατάσταση στα τείχη του ποταμού Τίβερι στη Ρώμη, με ρολόγια, μετρονόμους, ποδήλατα, οθόνες με βιντεοπροβολές. Μια μορφή τέχνης του δρόμου, όπως λέει ο ίδιος.

«Όλα αλλάζουν, όλα μεταλλάσσονται» απαντά ο Γουίλιαμ Κέντριτζ, όταν τον ρωτούν γιατί προτιμά τη χρήση κινουμένων σχεδίων στα έργα του. Και σαν παράδειγμα ανέφερε την αλλαγή στη ζωή του που του προκάλεσε το άκουσμα του Κάντο Χενεράλ, του Μίκη Θοδωράκη και η ταινία «Ζ », του Κώστα Γαβρά.