Όταν η ιστορική γκαλερί «Νέες Μορφές» έκλεισε το 2009, στην θέση τους άνοιξε το Ινστιτούτο Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης(ΙΣΕΤ), με αρχεία που μαρτυρούν τη δράση της μεταπολεμικής ελληνικής τέχνης.

Στα δυόμιση χρόνια λειτουργίας του Ινστιτούτου, οι συλλογές τεκμηρίων αυξήθηκαν, ψηφιοποιήθηκαν και στο τέλος της τρέχουσας χρονιάς, ένα τμήμα της ψηφιακής πλατφόρμας του ΙΣΕΤ, θα είναι διαθέσιμο στο διαδίκτυο (με χορηγία του ιδρύματος Στ. Νιάρχος). Παράλληλα, οι εκθεσιακές δράσεις του Ινστιτούτου στους χώρους του( Βαλαωρίτου 9α) και οι εκδηλώσεις φορέων που φιλοξενεί, γεμίζουν από κόσμο, στο αποδυναμωμένο κέντρο της πόλης.

Δεν είναι και μικρή συμβολή ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού, στους θεσμούς των εικαστικών τεχνών της χώρας.

Το Ινστιτούτο, υπήρξε το όνειρο ζωής της πρωτεργάτιδας των «Νέων Μορφών», Τζούλιας Δημακοπούλου, που μετά από 50 χρόνια συνεχούς προσφοράς, μετέτρεψε τον χώρο της γκαλερί, σε παρατηρητήριο της σύγχρονης ελληνικής τέχνης, όπου οι ερευνητές, οι φοιτητές, οι θεωρητικοί, οι καλλιτέχνες έχουν πρόσβαση στην μελέτη της εξέλιξης της ελληνικής τέχνης από το 1945 έως τις μέρες μας.

Μέχρι στιγμής, τα αρχεία του ΙΣΕΤ αριθμούν 700 έλληνες καλλιτέχνες. Εκτός από βιογραφικά καλλιτεχνών, επιστολές, κριτικές εκθέσεων, φωτογραφίες έργων, ο χρήστης βρίσκει σε σύνθετη αναζήτηση, τις συνεργασίες καλλιτεχνών, ονόματα συγγραφέων, θεωρητικών της τέχνης, δημοσιευμένα ή αδημοσίευτα άρθρα, τους τίτλους όλων των βιβλίων που υπάρχουν στο αναγνωστήριο του Ινστιτούτου, όπως επίσης και αρχειακό οπτικοακουστικό υλικό.

Με δυο λόγια «όχι μόνον οι δημιουργοί αλλά και η ατμόσφαιρα μέσα στην οποία δούλεψαν» εξηγεί στο ΑΜΠΕ η Τζούλια Δημακοπούλου, για να συμπληρώσει «όχι μόνο οι καταξιωμένοι αλλά και οι νεότεροι που έβγαιναν».

Για παράδειγμα την δεκαετία του 60, – από τα σημαντικότερα χρόνια των Νέων Μορφών-, «η κριτική αγνόησε ονόματα, εστίασε κυρίως σε κινήματα που ήταν τότε στην επικαιρότητα.», συνεχίζει η ίδια. Αυτός ήταν κι ένας λόγος που ήθελε να γίνει αυτό το αρχείο, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 80.

«Διότι έβλεπε βιβλία για την τέχνη κι από την καταγραφή έλειπαν ονόματα αξιόλογων καλλιτεχνών. Ουσιαστικά η κριτική τους έσβηνε από την μνήμη».

Στο πνεύμα, ότι «η τέχνη είναι πολύ δημοκρατική και πρέπει να απευθύνεται εκτεταμένα στο κοινό μέσα από το σύνολο των καλλιτεχνών» κινούνται οι αρχειακές συλλογές του Ινστιτούτου Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης, εξηγεί η Τζούλια Δημακοπούλου.

Καθώς έχει διατελέσει πρόεδρος του Πανελληνίου Συνδέσμου Αιθουσών Τέχνης, από την ίδρυσή του το 1987 και για 18 ολόκληρα χρόνια ως το 2005, το ΑΜΠΕ αναζήτησε την ματιά της στο τοπίο των γκαλερί σήμερα. Παραδέχεται ότι τα πράγματα για τη σύγχρονη τέχνη είναι καλύτερα απ΄ό,τι παλιότερα, με την έννοια ότι οι γκαλερί είναι περισσότερες και η επαφή με το εξωτερικό ευκολότερη.

Την εντυπωσιάζει ευχάριστα ότι «παρά την κρίση, υπάρχει κόσμος σε πολλές εκδηλώσεις τέχνης».

Όσο για την αγορά τέχνης στην Ελλάδα, η Τζούλια Δημακοπούλου εξηγεί: «Η αγορά τέχνης είχε δυσκολέψει και πριν την οικονομική κρίση. Παλιότερα είχαμε ένα ευρύτερο μεσοαστικό κοινό, νέους ανθρώπους, μορφωμένους, που αγόραζαν έργα τέχνης για το σπίτι τους. Αυτό το κοινό δεν υπάρχει πια όχι μόνο λόγω της κρίσης αλλά και επειδή, με την οικονομική εξέλιξη των προηγούμενων δεκαετιών, κάποιοι συλλέκτες έγιναν ένα είδος μαικήνα της τέχνης και οι δημοπρασίες τέχνης δεν αφήνουν πολλά περιθώρια στις γκαλερί»