Διαχρονικά όλες οι κυβερνήσεις αναγνωρίζουν την ανοιχτή κοινωνική πληγή και την προκλητική αδικία να σηκώνουν τα φορολογικά βάρη οι συνεπείς και όσοι δεν μπορούν να αποκρύψουν εισοδήματα και περιουσιακά στοιχεία.

Εκατοντάδες νομοσχέδια, υπουργικές αποφάσεις, εγκύκλιοι, διακηρύξεις αλλά και επιχειρησιακά σχέδια για σύγχρονα και Hi-Teck όπλα «ρίχτηκαν» στη μάχη κατά της μάστιγας της φοροδιαφυγής η οποία ωστόσο παραμένει στο ύψος της και δείχνει αξιοθαύμαστη «ανοσία».

Τα στοιχεία είναι άκρως αποκαλυπτικά και ταυτόχρονα θλιβερά. Μόνο από τη φοροδιαφυγή και την κλοπή στο ΦΠΑ το δημόσιο χάνει πάνω από 6 δις. ευρώ το χρόνο σύμφωνα με τις μετρήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν ληφθεί υπόψη ότι πάνω από 6 εκατομμύρια ιδιοκτήτες ακινήτων πληρώνουν κάθε χρόνο για ΕΝΦΙΑ συνολικά 2,5 δις. ευρώ τότε αν οι απώλειες στις εισπράξεις περιορίζονταν στο μισό θα δημιουργούνταν ελεύθερος δημοσιονομικό χώρος για πλήρη κατάργηση του φόρου.

Σε πρόσφατη μελέτη το ΚΕΠΕ σημειώνει χαρακτηριστικά ότι εάν η χώρα εισέπραττε 4 δισ. ευρώ από αυτά που χάνει από το ΦΠΑ τότε θα άνοιγε ο δρόμος για γενναίες φοροελαφρύνσεις αλλά και για την κατάργηση των φόρων που επιβλήθηκαν στα χρόνια των μνημονίων. Υπογραμμίζει ακόμα ότι η φοροδιαφυγή στην Ελλάδα ήταν πάντα μεγάλη, όπως και η παραοικονομία ωστόσο τα τελευταία χρόνια το ύψος της, ειδικά στο πεδίο του ΦΠΑ, έχει μεγαλώσει.

Από το λαθρεμπόριο στα καπνικά προϊόντα η τρύπα στα κρατικά ταμεία υπολογίζεται στα 600 εκ. ευρώ το χρόνο, ποσό που αντιστοιχεί στα έσοδα από το τέλος επιτηδεύματος των 650 η 1.000 ευρώ που καταβάλλουν κάθε χρόνο εκατοντάδες χιλιάδες επαγγελματίες και επιχειρήσεις ανεξάρτητα από το τζίρο τους.

Συνολικά από όλο το φάσμα της φορολογίας το δημόσιο εκτιμάται ότι χάνει έσοδα της τάξης των 16 δις. ευρώ ετησίως, πράγμα που έχει με αλυσιδωτές παρενέργειες.

Περιορίζει τα περιθώρια για αύξηση της χρηματοδότησης ευαίσθητων τομέων όπως η υγεία, η παιδεία, η πρόνοια και οι παροχές στα αδύναμα και φτωχά νοικοκυριά.

Διατηρεί σε υψηλά επίπεδα της φορολογική επιβάρυνση για συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες με τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους να είναι οι βασικοί φορολογικοί αιμοδότες και κάποιοι να «πίνουν στην υγεία των κορόιδων» Οδηγεί κατά περιόδους και ανάλογα με τις δημοσιονομικές ανάγκες σε αύξηση της φορολογίας.

Σύμφωνα με τους αναλυτές οι βασικοί παράμετροι που καθορίζουν την έκταση και το βάθος της φοροδιαφυγής είναι το ύψος των φορολογικών συντελεστών, η πιθανότητα εντοπισμού και τιμωρίας, το ποινολόγιο, το «χαοτικό» φορολογικό σύστημα, ο τρόπος λειτουργίας του εισπρακτικού και ελεγκτικού μηχανισμού, η ανυπαρξία ισχυρής πολιτικής βούλησης και βέβαια ο βαθμός φορολογικής συνείδησης των πολιτών.

Όταν ένας νόμος περιέχει ομιχλώδεις διατάξεις που αφήνουν παράθυρα πολλαπλών ερμηνειών από τις αρμόδιες αρχές αυτόματα στην εφαρμογή του υπεισέρχεται το υποκειμενικό στοιχείο που με τη σειρά του οδηγεί σε προστριβές μεταξύ των υπηρεσιών και των φορολογούμενων και σε συναλλαγές κάτω από το τραπέζι.

Όταν η φορολογία είναι αβάσταχτη και πλήττει δραστικά το βιοτικό επίπεδο, όταν τη πληρώνουν οι ίδιοι και οι ίδιοι και δεν χτυπιούνται τα «μεγάλα ψάρια» πώς να αναπτυχθεί φορολογική κουλτούρα;

Δεν μπορεί ο συνταξιούχος που εισέπραξε μερικά ευρώ αναδρομικά να καλείται να πληρώσει περίπου το ένα τέταρτο του ποσού όταν οι δειγματοληπτικοί έλεγχοι φέρνουν στο φως όργιο φοροδιαφυγής από φορολογούμενους που εμφανίζουν πενιχρά εισοδήματα στην εφορία και από επιχειρήσεις και επαγγελματίες που «ξέχασαν» να εκδώσουν αποδείξεις η χρησιμοποιούσαν «πειραγμένες» ταμειακές μηχανές.

Γιατί ο φορολογούμενος να ζητήσει απόδειξη από επαγγελματία όταν μπαίνει στο δίλημμα αν θα «φουσκώσει» η όχι το ποσό της πληρωμής;

Γιατί δεν επεκτείνεται σε όλο το εμπόριο και τις υπηρεσίες η υποχρεωτική πληρωμή με ηλεκτρονικό η πλαστικό χρήμα και η κατάργηση των μετρητών.

Δεν πρέπει να ενταθούν και να διευρυνθούν οι έλεγχοι με βάση τα τεκμήρια διαβίωσης και το «πόθεν έσχες»;

Τα αρμόδια θεσμικά όργανα γνωρίζουν τόσο τους τρόπους, τα τεχνάσματα και τα κόλπα των κυκλωμάτων και μπορούν στην εποχή της πληροφορικής να τα εξαρθρώσουν με ψηφιακά μέσα.

Η ηλεκτρονική τιμολόγηση, η διασύνδεση των ταμειακών μηχανών με το Taxis, οι ψηφιακές διασταυρώσεις στοιχείων, η εφαρμογή των έμμεσων τεχνικών ελέγχου για τον προσδιορισμό του εισοδήματος και των εσόδων επαγγελματιών και επιχειρήσεων και ο «κατ εκτίμηση φόρος» για όσους απέκρυψαν φορολογητέα ύλη αποτελούν το βασικό οπλοστάσιο.

Όμως για να ενεργοποιηθεί και να αποδώσει χρειάζεται οργανωμένο σχέδιο, συντονισμένες κινήσεις, ταχύτητα και «εφευρετικότητα» στη δράση και πάνω από όλα πολιτική βούληση και προσήλωση στο στόχο για την πάταξη της φοροδιαφυγής, της φόροαποφυγής και της κλοπής.

  • Ο Κώστας Αντωνάκος είναι δημοσιογράφος