Κάθε καλοκαίρι η ίδια ιστορία: φωτιές. Παντού. Δάση, σπίτια, ζώα, ζωές. Και κάθε χρόνο, λίγο πιο πολύ, αρχίζουμε να το αποδεχόμαστε. Να το συνηθίζουμε. Οι ειδήσεις μιλούν για «πύρινα μέτωπα», εμείς ανεβάζουμε φωτογραφίες με καπνούς στον ουρανό και σχολιάζουμε «πόσο κρίμα» στα social media. Αλλά κάπου μέσα μας, φοβάμαι πως αρχίσαμε να θεωρούμε τη φωτιά… μέρος του καλοκαιριού.

Αυτό το καλοκαίρι πήγα για πρώτη φορά στη Σκόπελο. Ένα νησί καταπράσινο, τόσο πράσινο που αναρωτήθηκα πώς έχει αντέξει τόσα καλοκαίρια χωρίς να γίνει στάχτη. Η αλήθεια είναι πως δεν έχω ξαναδεί ελληνικό νησί με τόσο πλούσια βλάστηση. Εντυπωσιάστηκα, ίσως γιατί στην Αθήνα το μάτι μας έχει πια συνηθίσει στη μαυρίλα των καμένων. Καθώς οδηγούσα μέσα από δάση και πευκοδάση που αγκάλιαζαν τον δρόμο, είδα μια νεαρή γυναίκα στο προπορευόμενο αυτοκίνητο να πετάει πρώτα τη στάχτη από το τσιγάρο της κι έπειτα, με απόλυτη φυσικότητα, το ίδιο το τσιγάρο, αναμμένο, έξω από το παράθυρο.

Πάγωσα. Εξοργίστηκα. Ήθελα να της κορνάρω, να της φωνάξω: «Γιατί το κάνεις αυτό; Δεν είναι κρίμα να πάρει φωτιά ένα τόσο όμορφο και καταπράσινο νησί;». Μα δεν το έκανα. Στο αυτοκίνητό της υπήρχαν και δύο άντρες και η αλήθεια είναι πως δίστασα. Φοβήθηκα την αντίδρασή τους. Και αυτό με πείραξε ακόμα περισσότερο: ότι φοβήθηκα να αντιδράσω σε κάτι τόσο εξοργιστικά λάθος.

Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε λίγες μέρες μετά, στην Εθνική Οδό, καθ’ οδόν για την επιστροφή μου στην Αθήνα. Άλλος οδηγός, άλλο αυτοκίνητο, αλλά η ίδια αδιανόητη κίνηση με το αναμμένο τσιγάρο. Το πέταξε στον δρόμο, δίπλα σε ξερά χόρτα, με τη θερμοκρασία στους 40 βαθμούς.

Και αναρωτιέμαι: Πόσο δύσκολο είναι να σκεφτούμε λίγο παραπέρα από τον εαυτό μας; Πόσο αδιάφορος μπορεί να είναι κανείς για τον τόπο που ζει, για τους άλλους ανθρώπους, για τη φύση που μας απομένει; Η ευθύνη, όμως, δεν βαραίνει μόνο το χέρι που πετά το τσιγάρο, αλλά και τα μάτια που το βλέπουν και σιωπούν.

Δεν γίνεται αυτή η κατάσταση να συνεχίζεται άλλο. Δεν μπορούμε κάθε χρόνο να καιγόμαστε, επειδή κάποιοι παραμένουν αδιάφοροι και αμελείς. Ναι, οι φωτιές δεν οφείλονται αποκλειστικά σε αυτούς, αλλά σίγουρα συμβάλλουν με τον τρόπο τους στην καταστροφή που ζούμε κάθε καλοκαίρι. Να πληρώνουμε όλοι τις συνέπειες της ανευθυνότητας των λίγων. Να χάνουν οικογένειες τα σπίτια τους, πυροσβέστες και εθελοντές να «λυγίζουν» από την εξάντληση, να εξαφανίζονται δάση και ζωές, επειδή, μεταξύ άλλων, κάποιος δεν ήθελε να λερώσει το τασάκι του.

Η αμέλεια αυτή δεν είναι απλώς «κακή συνήθεια», είναι πραγματικός κίνδυνος. Το ότι τη θεωρούμε «μικρό κακό» ή ότι πιστεύουμε πως «δεν θα τύχει σε εμάς» είναι ακριβώς αυτό που διαιωνίζει το πρόβλημα. Μέχρι να καταλάβουμε πως και η παραμικρή αδιαφορία μπορεί να γίνει αιτία για την επόμενη καταστροφή, θα συνεχίσουμε να ζούμε τα ίδια, ξανά και ξανά.

Χρειαζόμαστε παιδεία, περιβαλλοντική ενσυναίσθηση, ευθύνη, νόμους που εφαρμόζονται και πολίτες που νοιάζονται και δεν κοιτάζουν μόνο τον εαυτό τους.