Μετρημένος είναι ο χρόνος που διαθέτει ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν για να αλλάξει πολιτική απέναντι στο Ιράν. Το περιθώριο ελιγμών του στενό, με την Τεχεράνη να απομακρύνεται από τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει βάσει της συμφωνίας για το πυρηνικό της πρόγραμμα καθώς ο απερχόμενος πρόεδρος Τραμπ συνεχίζει την πολιτική της μέγιστης πίεσης.

Αντίθετα με τέσσερα χρόνια πριν, το ζήτημα του Ιράν δεν αποτέλεσε θέμα αντιπαράθεσης στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας για τις προεδρικές εκλογές και οι θέσεις του Μπάιντεν για το θέμα δεν είναι ακόμη ξεκάθαρες.

Η αποστολή του να προσεγγίσει την Τεχεράνη διαφαίνεται ακόμη πιο δύσκολη καθώς ο Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος συνέβαλε στην ενίσχυση της περιφρόνησης των ιρανικών αρχών προς την Ουάσινγκτον.

Εχθροί εδώ και περισσότερα από 40 χρόνια, το Ιράν και οι ΗΠΑ βρέθηκαν δύο φορές στα πρόθυρα πολέμου μετά τον Ιούνιο του 2019, λόγω των εντάσεων που δημιουργήθηκαν μετά την αποχώρηση της Ουάσινγκτον από τη συμφωνία του 2015 για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα.

Ο Τραμπ απέσυρε τις ΗΠΑ από τη συμφωνία αυτή τον Μάιο του 2018 και ξεκίνησε μια εκστρατεία «μέγιστης πίεσης» εναντίον της Τεχεράνης, επιβάλλοντας τις κυρώσεις που βύθισαν το Ιράν σε μεγάλη ύφεση.

Όμως δεν πέτυχε τον απώτερο σκοπό αυτής της πολιτικής: να αναγκάσει το Ιράν να διαπραγματευτεί μια καλύτερη συμφωνία, σύμφωνα με τον ίδιο, και η Τεχεράνη καυχάται για την αντίσταση του λαού της ενάντια στον μεγάλο Σατανά, τις ΗΠΑ.

«Πρέπει να αλλάξουμε πορεία επειγόντως» είχε γράψει τον Σεπτέμβριο ο Μπάιντεν σε άρθρο του στο οποίο χαρακτήρισε «επικίνδυνη αποτυχία» την πολιτική Τραμπ απέναντι στο Ιράν, εξαιτίας της οποίας, όπως είχε εκτιμήσει, η Τεχεράνη πλησίασε πιο κοντά «στην κατασκευή ατομικής βόμβας».

«Αξιόπιστη οδός»

Με τη συμφωνία της Βιένης το Ιράν είχε δεχθεί να περιορίσει δραστικά το αμφιλεγόμενο πυρηνικό της πρόγραμμα με αντάλλαγμα τη χαλάρωση των διεθνών κυρώσεων εναντίον του.

Όμως σε απάντηση στην επαναφορά των αμερικανικών κυρώσεων, η Τεχεράνη υπαναχώρησε τον Μάιο του 2019 από τις περισσότερες δεσμεύσεις της βάσει της συμφωνίας μεταδίδει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, επικαλούμενο το AFP.

Σύμφωνα με την Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας, το Ιράν έχει αυξήσει σημαντικά την παραγωγή ελαφρώς εμπλουτισμένου ουρανίου, χωρίς ωστόσο να φτάσει σε σημείο που να επιτρέπει τη χρήση του για στρατιωτικούς σκοπούς.

Ο Μπάιντεν είχε αναφέρει στο άρθρο του ότι επιθυμεί να προτείνει στο Ιράν «έναν αξιόπιστο τρόπο επιστροφής στη διπλωματία» με στόχο να επανενταχθούν οι ΗΠΑ στη συμφωνία της Βιένης.

Όμως ο εκλεγμένος πρόεδρος των ΗΠΑ είχε επίσης δεσμευθεί να είναι «σκληρός με το Ιράν», και είχε υπογραμμίσει ότι η επιστροφή των ΗΠΑ στη συμφωνία αυτή θα γίνει υπό τον όρο ότι η Τεχεράνη «θα σέβεται απολύτως τις δεσμεύσεις της».

Όμως το Ιράν έχει ανακοινώσει επανειλημμένα ότι θα αρχίσει και πάλι να σέβεται τις δεσμεύσεις του βάσει της συμφωνίας, εφόσον οι ΗΠΑ επιστρέψουν σε αυτή και άρουν τις κυρώσεις που έχει επιβάλει η κυβέρνηση Τραμπ στην Τεχεράνη.

Μάλιστα τις τελευταίες εβδομάδες το Ιράν έχει επισημάνει ότι για να επαναδεσμευθεί στη συμφωνία, η Ουάσινγκτον θα πρέπει να το αποζημιώσει για τη βλάβη που του προκάλεσαν η απόσυρσή της και οι κυρώσεις.

«Λάθη του παρελθόντος»

Με τον Μπάιντεν οι ΗΠΑ «έχουν την ευκαιρία να διορθώσουν τα λάθη του παρελθόντος», δήλωσε ο Ιρανός πρόεδρος Χασάν Ροχανί, η εκλογή του οποίου το 2013 επέτρεψε την επανεκκίνηση των διαπραγματεύσεων για το πυρηνικό πρόγραμμα της χώρας του, έπειτα από οκτώ χρόνια αδιεξόδου.

Όμως ένα μικρό χρονικό διάστημα μόλις πέντε μηνών μεσολαβεί μεταξύ της ορκωμοσίας του Μπάιντεν (20 Ιανουαρίου) και της διεξαγωγής προεδρικών εκλογών στο Ιράν (18 Ιουνίου).

Οι εκλογές αυτές, κυρίως μετά τη σαρωτική νίκη των συντηρητικών (που είναι αντίθετοι στη συμφωνία της Βιένης) στις βουλευτικές εκλογές του Φεβρουαρίου, ενδέχεται να σημάνει το τέλος της συμμαχίας των μεταρρυθμιστών και των μετριοπαθών που δημιουργήθηκε γύρω από τον Ροχανί.

Σύμφωνα με την Έλι Γκερανμαγιέ, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων, οι τρεις ευρωπαϊκές χώρες που έχουν υπογράψει τη συμφωνία της ΒιένΝης (Γερμανία, Γαλλία και Βρετανία) πρέπει να εργαστούν χωρίς να αναμένουν «προς μια εντατικοποίηση του διαλόγου» με τις τρεις άλλες χώρες (Ιράν, Κίνα, Ρωσία), «προκειμένου να βρεθούν παράμετροι που θα επιτρέψουν την επιστροφή των ΗΠΑ».

Ωστόσο η ειδική σε θέματα Ιράν προειδοποιεί ότι «αν η συμφωνία (…) καταφέρει να διατηρηθεί μέχρι να αναλάβει καθήκοντα ο Μπάιντεν», οι ευρωπαϊκές προσπάθειες θα βρεθούν αντιμέτωπες με τα εσωτερικά, πολιτικά παιχνίδια στην Τεχεράνη και την Ουάσινγκτον.

Και όπως τονίζει η Γκερανμαγιέ, εξακολουθούμε να μην γνωρίζουμε «αν ο Μπάιντεν σκοπεύει να άρει τις κυρώσεις που δεν συνδέονται με τα πυρηνικά και τις οποίες η κυβέρνηση Τραμπ υιοθέτησε σκοπίμως για να περιπλέξει την επιστροφή (των ΗΠΑ) στη συμφωνία».