Ακριβώς σε μια περίοδο που ντρέπεται για το σκάνδαλο Datagate, η Αμερική βγάζει από το καπέλο της ζώσας δημοκρατίας της έναν μέχρι πρότινος άγνωστο δήμαρχο της Νέας Υόρκης, ο οποίος γεννά θαυμασμό, ενθουσιασμό και ελπίδα. Πρόκειται για τον Μπιλ ντε Μπλάζιο, πρώην Συνήγορο του Πολίτη, παιδί του Μπρούκλιν, που επαναφέρει στο προσκήνιο αυτό που ζηλεύει ο κόσμος στη Νέα Υόρκη και που η Ευρώπη δεν τολμά να μιμηθεί: την ικανότητα της ανανέωσης.

Μέχρι πριν από λίγους μήνες, στην αρχή της προεκλογικής του εκστρατείας, μόλις δύο στους δέκα Νεοϋορκέζους γνώριζαν το όνομα του ντε Μπλάζιο. Τότε, η φιλοδοξία του να γίνει δήμαρχος της Νέας Υόρκης έμοιαζε με ευσεβή πόθο. Ο θρίαμβός του όμως με 73,8% εξέπληξε ακόμη και τους δημοσκόπους, που τον θεωρούσαν βέβαιο νικητή, αλλά όχι με τόσο μεγάλο ποσοστό, αναφέρει σε άρθρο της μετά τις εκλογές η ιταλική εφημερίδα La Repubblica.

Ο αέρας που έφερε στην εξουσία τον ντε Μπλάζιο, γιο Γερμανού που προτίμησε το όνομα και την ταυτότητα της Ιταλίδας μητέρας του, είναι ο ίδιος αέρας που φυσά κατά καιρούς σε δημοκρατίες όπου το εκλογικό σύστημα δεν εμποδίζει, αλλά επιβάλλει την αλλαγή. Τι θα κάνει ως δήμαρχος μιας πόλης με χρέος δύο δισεκατομμυρίων δολαρίων και μια από τις υψηλότερες φορολογίες στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι φυσικά άγνωστο. Έχει δώσει πολλές υποσχέσεις σε πολλούς και το παράδειγμα του Μπαράκ Ομπάμα έχει δείξει ότι πρέπει να γίνεται διάκριση ανάμεσα στην προσωπική ιστορία κάποιου και τα πρακτικά αποτελέσματα της διακυβέρνησής του.

Το να διοικείς τη Νέα Υόρκη, γράφει ο Βιτόριο Τσουκόνι στη La Repubblica, είναι σαν να διοικείς έναν κόσμο, αν όχι τον κόσμο. Δεν υπάρχει πρόβλημα που να μην το έχει αυτή η πόλη. Και την ίδια στιγμή, ο νέος της δήμαρχος είναι το προϊόν μιας πολυεθνικότητας που είναι η ουσία, και όχι η αδυναμία της Νέας Υόρκης. Είναι ο κλασικός Δημοκρατικός, αριστερός, που θέλει περισσότερη δικαιοσύνη για τους ταπεινούς και τους καταφρονεμένους, δηλαδή καλύτερη κατανομή του πλούτου που είναι συγκεντρωμένος στην Τάιμς Σκουέαρ, την Παρκ Άβενιου και το Ιστ Σάιντ. Είναι όμως και ένας ρεαλιστής, που πρώτα εκφράζει την αλληλεγγύη του στους διαδηλωτές του κινήματος «Καταλάβετε τη Γουόλ Στριτ» κι ύστερα δηλώνει ότι «η Γουόλ Στριτ είναι η κυριότερη βιομηχανία της πόλης μας».

Έτσι κι αλλιώς, η Νέα Υόρκη είναι μια πόλη που ανθεί και ωριμάζει μέσα στις αντιφάσεις – και οι ψηφοφόροι της το γνωρίζουν καλά. Αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να υπάρχει κινητικότητα, αυτό που αντιπαθούν είναι η στασιμότητα που καταδικάζει άλλες χώρες σε παρακμή. Ο λόγος που οι ψηφοφόροι επέλεξαν τον ντε Μπλάζιο ύστερα από τη μακρά θητεία ενός μετριοπαθούς και φωτισμένου συντηρητικού όπως ο Μπλούμπεργκ δεν είναι ότι ξαφνικά έγιναν επαναστάτες, αλλά ότι αισθάνθηκαν πως πρέπει να αλλάξουν δέρμα.

Η φαινομενική επανάσταση της Νέας Υόρκης αποτελεί την επιβεβαίωση ενός ενστίκτου και μιας διαίσθησης που βρίσκονται στη ρίζα της επιτυχίας της: της ζωτικής ανάγκης για εναλλαγή, σημειώνει η La Repubblica.

Υπάρχει μια περίοδος που συγκεντρώνεις χρήματα και μια άλλη που τα μοιράζεις, μια περίοδος που γίνεσαι πλούσιος και μια άλλη που ασχολείσαι με τους φτωχούς, μια περίοδος για τους χρηματιστές της Γουόλ Στριτ και μια άλλη για τα συνδικάτα που ζητούν αυξήσεις. Κι αν ο Ιταλός γίγαντας που ενσαρκώνει την ελπίδα χρεοκοπήσει –όπως έχει χρεοκοπήσει επανειλημμένα η Νέα Υόρκη–, θα εκλεγεί κάποιος άλλος, που θα είναι τελείως διαφορετικός. Γιατί αυτό που κρατά ζωντανή την πόλη των πόλεων είναι η διαρκής αλλαγή.