Σε ατύχημα αποδίδουν οι γαλλικές αρχές, με βάση τα πρώτα συμπεράσματα και την απουσία άλλων στοιχείων, την καταστροφική φωτιά που ξέσπασε το απόγευμα της Δευτέρας στην Παναγία των Παρισίων, προκαλώντας τεράστιες ζημιές στον ιστορικό καθεδρικό ναό της γαλλικής πρωτεύουσας.

Ο εισαγγελέας του Παρισιού έχει ξεκινήσει έρευνα για «πρόκληση καταστροφής από φωτιά από αμέλεια» και η αστυνομία έχει αρχίσει τις ερωτήσεις στους εργαζόμενους που απασχολούνταν στην ανακαίνιση.

Μέχρι η έρευνα να καταλήξει σε επίσημα ευρήματα για τα αίτια της πυρκαγιάς πολλά λέγονται και ακούγονται, σε επίπεδο ερμηνειών και εικασιών αλλά και σεναρίων συνωμοσίας.

Σε αυτό πάντως που φαίνεται να υπάρχει συμφωνία είναι πως ο εμβληματικός ναός του Παρισιού έπεσε θύμα και της έλλειψης επαρκούς χρηματοδότησης τόσο για την τακτική συντήρησή του όσο και για τη συνολική αποκατάσταση της φθοράς που έχει επέλθει φυσιολογικά, λόγω των αιώνων αλλά και επιπλέον επιβαρυντικών παραγόντων, όπως η ατμοσφαιρική ρύπανση και η διάβρωση λόγω των καιρικών φαινομένων.

Για χρόνια, η Παναγία των Παρισίων είχε βρεθεί στο μέσο της αντιπαράθεσης ανάμεσα στην αρχιεπισκοπή της πόλης και το γαλλικό κράτος αναφορικά με το ποιος θα πρέπει να πληρώσει τις ολοένα και πιο αναγκαίες επισκευές στις υπό κατάρρευση, σε κάποιες περιπτώσεις, δομές της, όπως οι περίφημοι «δαίμονες», οι αντηρίδες, τα κιγκλιδώματα, και τα γοτθικά στοιχεία της.

Περιμένοντας τη χρηματοδότηση, όπως γράφει το Reuters, οι άνθρωποι του κλήρου χρησιμοποιούσαν ακόμα και πλαστικούς σωλήνες για να απομακρύνουν το νερό που στάζει, από το αρχιτεκτονικό κομψοτέχνημα του Παρισιού με την ιστορία σχεδόν εννέα αιώνων, ενώ συσσωρεύονταν οι πέτρες που έχουν πέσει από διάφορα σημεία της.

Ένα 24ωρο μετά το ξέσπασμα της φωτιάς, Γάλλοι μεγιστάνες, εταιρείες αλλά και φυσικά πρόσωπα είχαν ήδη αρχίσει να κάνουν δωρεές για την ανοικοδόμηση του ναού και λίγες ώρες μετά συγκεντρώθηκαν πάνω από 700 εκατομμύρια ευρώ.

«Είναι ντροπή» ήταν το σχόλιο του γενικού διευθυντή Οικονομικών της αρχιεπισκοπής του Παρισιού Philippe de Cuverville. «Έχουμε την τάση να περιμένουμε να συμβεί η καταστροφή πριν αναλάβουμε δράση. Είναι η ανθρώπινη φύση…»

Η χρηματοδότηση

Πριν από δύο χρόνια, η επισκοπή είχε απευθύνει έκκληση για τη συγκέντρωση 150 εκατομμυρίων ευρώ για να γίνουν εργασίες αποκατάστασης στην Παναγία των Παρισίων. Η τότε κυβέρνηση, του Φρανσουά Ολάντ, συμφώνησε να συμβάλλει με 4 εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο και ορίζοντα 10ετίας, ποσό διπλάσιο από τα 2 εκατομμύρια που θα συγκέντρωνε η επισκοπή.

Και πάλι, έλειπαν 100 εκατομμύρια ευρώ. Έτσι γεννήθηκε η οργάνωση «Φίλοι της Νοτρ Νταμ», που την έστησε η αρχιεπισκοπή, με σκοπό να επεκτείνει και εκτός γαλλικών συνόρων την επιχείρηση συγκέντρωσης χρημάτων. Ο de Cuverville είχε προειδοποιήσει τότε για τον μεγάλο κίνδυνο κομμάτια του εξωτερικού του ναού να έσπαγαν.

«Ελπίζαμε πως εάν συγκεντρώναμε εμείς περισσότερα χρήματα θα πείθαμε και την κυβέρνηση να αυξήσει τη συμμετοχή της και να εργαστεί πιο εντατικά» εξηγεί.

Με τις φλόγες να έχουν πλέον σβήσει, αλλά το θέμα της συντήρησης και της προστασίας των μνημείων να έχει ανοίξει, ο Jean-Michel Leniaud, επικεφαλής του επιστημονικού συμβουλίου στο Ινστιτούτο Εθνικής Κληρονομιάς, δήλωσε πως η φωτιά είναι αποτέλεσμα της απροσεξίας και της αμέλειας, που πηγάζουν εν μέρει από την παιδαριώδη, όπως τη χαρακτήρισε, κόντρα κράτους – εκκλησίας. Το πρώτο είναι επισήμως ο ιδιοκτήτης της Νότρ Νταμ αλλά η δεύτερη είναι αυτή που τη διαχειρίζεται.

«Η έλλειψη πραγματικής συντήρησης και καθημερινής προσοχής σε ένα τόσο σημαντικό κτίριο είναι η αιτία αυτής της καταστροφής» σχολίασε ο Leniaud. «Η ευθύνη είναι συλλογική γιατί είναι το πιο συλλογικό μνημείο της χώρας. Νομίζουμε πως η κληρονομιά μας θα διαρκέσει για πάντα, χωρίς εμείς να κάνουμε τίποτα».

Η διαμάχη για τη χρηματοδότηση των εργασιών στην Παναγία των Παρισίων δεν είναι τωρινή, αντιθέτως οι ρίζες της φτάνουν δύο αιώνες πίσω, όπως λένε οι ιστορικοί. Στα 1800, όταν ο αρχιτέκτονας Eugene Viollet-le-Duc σχεδίασε και πρόσθεσε το βέλος στην κορυφή του ναού.

«Υπήρχε διαρκής έκκληση για πόρους τον 19ο αιώνα, επειδή οι ανάγκες ήταν μεγάλες για ένα κτίριο αυτού του μεγέθους. Οι ανάγκες ήταν τεράστιες και μόνο για τη συντήρησή του» εξηγεί ο καθηγητής Kevin Murphy από το Πανεπιστήμιο Vanderbilt του Τενεσί. Ο σχεδιασμός της ανοικοδόμησης θα έχει, κατά τον ίδιο, δύο αντίπαλες «δυνάμεις» που θα μάχονται η μία την άλλη. Η μία θα θέλει να διατηρηθεί το κτίριο ως σύμβολο της γαλλικής αρχιτεκτονικής και η άλλη να είναι λειτουργικό ως τόπος λατρείας, υποστηρίζει.

Οι πιθανές λύσεις

Με σκοπό να λυθεί το αδιέξοδο στη χρηματοδότηση των μνημείων, διατυπώθηκαν τα προηγούμενα χρόνια διάφορες προτάσεις. Μία ήταν να μιμηθεί Η Γαλλία το βρετανικό μοντέλο και να χρεώνει το γαλλικό κράτος αντίτιμο εισόδου, πρόταση που προκάλεσε οργισμένες αντιδράσεις με το επιχείρημα πως δεν είναι δυνατόν να χρεώνονται οι πολίτες για να μπαίνουν σε θρησκευτικά εθνικά μνημεία.

Μια άλλη ιδέα ήταν να εκδίδεται ετήσια λοταρία με σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων για τη συντήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς. Παράλληλα το κράτος θα προχωρούσε σε αύξηση κατά 5%, από το 2018, των κρατικών δαπανών για τον συγκεκριμένο τομέα.

Αλλά με τις δαπάνες για την προστασία της εθνικής κληρονομιάς να έχουν μειωθεί κατά 40% από το 2010 και μετά, και να έχουν διαμορφωθεί σε λιγότερα από 400 εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο, πού να βρεθούν τα 150 εκατομμύρια δολάρια που χρειαζόταν μόνο η Παναγία των Παρισίων για την αποκατάστασή της.

Η φθορά

Ανεξαρτήτως της πλευράς που θεωρεί κανείς υπεύθυνη για την κατάσταση του ιστορικού ναού, είναι προφανές σε όλους πως τα αποτελέσματα της αμέλειας είναι αναπόφευκτα. Το γαλλικό κράτος έχει στην ιδιοκτησία του τα μεγαλύτερο μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας, όπως και τη Νοτρ Νταμ και άλλους καθεδρικούς ναούς. Αντίθετα, σύμφωνα με νόμο του 1905, για τον διαχωρισμό κράτους – εκκλησίας, οι περισσότερες εκκλησίες ανήκουν στις επισκοπές.

Η πλευρά του κράτους διέθετε 2,28 εκατ. δολάρια τον χρόνο για τη συντήρηση του ναού, συν ένα ποσό για την αποκατάσταση του «βέλους». Αυτά όμως ήταν μετά βίας επαρκή για να μένει ο καθεδρικός ναός ανοιχτός και δεν περίσσευε τίποτα για την αποκατάσταση και τον εκσυγχρονισμό που τόσο χρειαζόταν το εμβληματικό κτίριο.

Το 2017, το περιοδικό Time είχε δημοσιεύσει ενδελεχή έρευνα για τα προβλήματα φθοράς της Παναγίας των Παρισίων, επισημαίνοντας πως σε ορισμένα σημεία η κατασκευή ήταν επικίνδυνη ακόμα και για την επίσκεψη των τουριστών. Επισήμαινε ταυτόχρονα την έλλειψη δράσης από την πλευρά του κράτους για την αντιμετώπιση του προβλήματος. «Η Γαλλία έχει χιλιάδες μνημεία» είχε πει στο περιοδικό εργαζόμενος στο γαλλικό υπουργείο Πολιτισμού, υπονοώντας πως δεν αποτελούσε προτεραιότητα. «Δεν θα πέσει» είχε προβλέψει. Πράγματι, δεν έπεσε. Κάηκε.

Οι Φίλοι της Νοτρ Νταμ προειδοποιούσαν εδώ και χρόνια για τα πολύ σοβαρά προβλήματα του κτιρίου. Τα φημισμένα gargoyles για παράδειγμα, οι δαίμονες στο εξωτερικό του ναού, που συμβολίζουν τις αμαρτίες του κόσμου, αλλά χρησίμευαν και για να στραγγίζει το νερό, είναι τρομακτικά- και όχι λόγω του σχεδιασμού τους. Άλλα έχουν καταστραφεί τελείως- και στη θέση τους στέκουν σωλήνες από PVC!- άλλα διαβρώνονται και στρογγυλεύουν. «Είναι σαν παγωτό στον ήλιο» λέει ο επικεφαλής της οργάνωσης Michel Picaud.

Οι περίτεχνες πυραμιδοειδείς κατασκευές στην οροφή του ναού, που του προσδίδουν και τον κλασικό χαρακτήρα του, είτε έχουν αφαιρεθεί είτε συγκρατούνται οριακά στη θέση τους. Δεν είναι όμως μόνο διακοσμητικές, αντίθετα παίζουν σημαντικό δομικό ρόλο καθώς στηρίζουν καλύτερα τις βάσεις πάνω στις οποίες ακουμπούν οι αντηρίδες.

Πολλές πέτρινες κατασκευές χάσκουν μισοκατεστραμμένες ενώ η διάβρωση στα μέταλλα που συγκρατούν ορισμένα από τα φημισμένα βιτρό του ναού είναι τόσο μεγάλη, που η πέτρα γύρω τους έχει αρχίσει να σπάει.

Είναι μάλλον περιττό να εξηγήσει κανείς γιατί ήταν πολύ σοβαρή για το κτίριο η φθορά στις αντηρίδες ενώ και το εμβληματικό βέλος είχε εικόνα πλήρους εγκατάλειψης, πριν καταρρεύσει φλεγόμενο προκαλώντας θλίψη σε όλο τον κόσμο.

Πολλοί λένε πως η καταστροφή στην Παναγία των Παρισίων είναι αποτέλεσμα της αδυναμίας της γαλλικής κυβέρνησης να σώσει τον ναό όταν ακόμα υπήρχε χρόνος. Και μια δυνατή υπενθύμιση πως η πολιτιστική κληρονομιά της ανθρωπότητας δεν θα σωθεί από μόνη της.