Στα μηνύματα που απέστειλε η πρωθυπουργός της Βρετανίας, Τερέζα Μέι, προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους Ευρωπαίους πολίτες, με τη χθεσινή επιστολή της προς τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ, ενεργοποιώντας το άρθρο 50, αναφέρθηκε η πρέσβης της Βρετανίας στην Ελλάδα, Κέιτ Σμιθ, στην ενημέρωση που έκανε σήμερα το μεσημέρι, σε Έλληνες δημοσιογράφους.

Το πρώτο μήνυμα της κ. Μέι αφορά την επιθυμία της βρετανικής κυβέρνησης για μία «νέα, βαθιά, εταιρική σχέση με την ΕΕ» και το δεύτερο, την επιδίωξή της να διευθετηθούν «το συντομότερο δυνατόν τα δικαιώματα των πολιτών», δηλαδή των Βρετανών που ζουν σε χώρες της ΕΕ και των πολιτών άλλων ευρωπαϊκών χωρών που ζουν στη Βρετανία.

Σε μία ιδιαίτερη αναφορά στους φοιτητές που σπουδάζουν στη Βρετανία, θέμα που ενδιαφέρει ιδιαίτερα την Ελλάδα, η κ. Σμιθ, επικαλούμενη παλαιότερη δήλωση των πανεπιστημιακών Αρχών της Βρετανίας, είπε ότι «οι φοιτητές που θα εισαχθούν έως και την εκπαιδευτική περίοδο 2017-2018 στα βρετανικά πανεπιστήμια, θα συνεχίσουν υπό το ίδιο καθεστώς».

«Πρώτη προτεραιότητα στις διαπραγματεύσεις του Ηνωμένου Βασιλείου με την ΕΕ είναι οι πολίτες και θέλουμε και οι Ευρωπαίοι εταίροι να προσεγγίσουν το θέμα με την ίδια αντίληψη», σημείωσε η πρέσβης. Μάλιστα, τόνισε την την ειδική αναφορά που περιέχεται στην επιστολή της κ. Μέι, όπου εκφράζεται η επιθυμία της Βρετανίας να τεθεί το θέμα της διασφάλισης των δικαιωμάτων των πολιτών «από το πρώτο στάδιο των διαπραγματεύσεων» και «να υπάρξει συμφωνία, όσο γίνεται συντομότερα».

Σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, ως προς τη νέα περίοδο που ανοίγει για τις σχέσεις Βρετανίας-ΕΕ, υπενθύμισε ότι η πρωθυπουργός ανέφερε επανειλημμένα, στην επιστολή της, ότι «η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου δεν αποτελεί το τέλος, αλλά την αρχή μίας καινούργιας, βαθιάς, εταιρικής σχέσης» και επισήμανε:«Θέλουμε μία ευημερούσα, ασφαλή και επιτυχή Ευρώπη και όχι να την υπονομεύσουμε ή να την βλάψουμε».

Για το μεταναστευτικό υπογράμμισε ότι πρέπει να εφαρμόσουμε «νέο σύστημα», αλλά «θα καλωσορίζουμε τους ταλαντούχους Ευρωπαίους, που συμβάλλουν στην οικονομία και την κοινωνία μας, όπως το κάνουμε και σήμερα».

Ως προς τη διετία, που τίθεται επίσημα ως χρονικό όριο, για την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων, είπε ότι, επειδή θέλουμε να καταλήξουμε σε συμφωνία εντός αυτού του ορίου, «θα χρειαστεί να διαπραγματευτούμε παράλληλα και για τη συμφωνία αποχώρησης και για τη μελλοντική, περιλαμβανομένης της συμφωνίας για το εμπόριο», ενώ στη συνέχεια, δηλαδή μετά τον Μάρτιο του 2019, προβλέπεται «σταδιακή εφαρμογή των συμφωνιών».

Στην περίπτωση που δεν γίνει δυνατή η σύναψη συμφωνίας έως το τέλος της διετίας, «οι εμπορικές μας σχέσεις θα διέπονται από τους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου», σημείωσε η πρέσβης, για να συμπληρώσει ότι «αυτή δεν είναι η έκβαση που προτιμάμε».

Αναφερόμενη στον τομέα της ασφάλειας, η κ. Σμιθ τόνισε ότι η συνεργασία με την ΕΕ θα συνεχιστεί, προσθέτοντας, ωστόσο, ότι «δεν θα μπορούσαμε να βασιστούμε στις υπάρχουσες δομές ασφαλείας της Ευρώπης».