Οι επιστήμονες «διάβασαν» το γονιδίωμα του φυτού της κινόα. Το επίτευγμα αναμένεται να βοηθήσει στη γενετική βελτίωση της κινόα, κάτι που θα συμβάλει στην καλύτερη εμπορική αξιοποίησή της, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων. Θα βοηθήσει επίσης στην παγκόσμια διατροφική ασφάλεια, καθώς είναι ένα φυτό που αντέχει σε αντίξοες περιβαλλοντικές συνθήκες και σε εδάφη φτωχά, με άλατα ή ορεινά, όπου δεν αντέχουν το σιτάρι και το ρύζι.

Παράλληλα, εκτιμάται ότι -χάρη στη δημιουργία πιο παραγωγικών ποικιλιών και στην μελλοντική αυξημένη παραγωγή της- θα πέσουν οι τιμές της κινόα. Οι τιμές τα τελευταία χρόνια έχουν εκτοξευθεί (τουλάχιστον τριπλασιάσθηκαν κατά την τελευταία δεκαετία) λόγω της ολοένα μεγαλύτερης ζήτησης, την οποία αδυνατεί να καλύψει η υπάρχουσα προσφορά.

Όπως είπαν οι ερευνητές, η τιμή της κινόα μπορεί μελλοντικά να πέσει στο ένα πέμπτο της σημερινής, στο επίπεδο περίπου της τιμής του σιταριού, πράγμα που θα ανοίξει το δρόμο για την χρησιμοποίησή της ακόμη και στην αρτοποιία.

Η κινόα (Chenopodium quinoa) είναι ένας θάμνος του οποίου οι σπόροι τρώγονται και ανήκει στα λεγόμενα ψευτοδημητριακά. Είναι άκρως θρεπτική λόγω των άφθονων πρωτεϊνών της (γι’ αυτό μερικοί τη λένε «χρυσή τροφή» ), δεν περιέχει γλουτένη, έχει χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη και είναι πλούσια σε ζωτικά αμινοξέα, φυτικές ίνες, λίπη, υδατάνθρακες, βιταμίνες και μεταλλικά στοιχεία. Θεωρείται πιο ολοκληρωμένη τροφή από τα συνήθη δημητριακά.

Πιστεύεται ότι καλλιεργήθηκε για πρώτη φορά πριν από περίπου 7.000 χρόνια στις Άνδεις της Λατινικής Αμερικής, κυρίως στα υψίπεδα γύρω από τη λίμνη Τιτικάκα, όπου αποτέλεσε το βασικό -και ιερό- δημητριακό των Ίνκας και άλλων αρχαίων πολιτισμών των αυτοχθόνων. Όμως μετά την κατάκτηση της Νότιας Αμερικής από τους Ισπανούς, η κινόα απαγορεύθηκε και έπεσε σε παρακμή.

Πιο πρόσφατα, αποδείχθηκε ότι μπορεί να καλλιεργηθεί σε πολύ διαφορετικά περιβάλλοντα (και στην Ελλάδα), αν και μέχρι σήμερα θεωρείται ότι δεν έχει αναπτυχθεί και αξιοποιηθεί όσο θα έπρεπε. Ο κύριος όγκος της παραγωγής της γίνεται ακόμη στη Λατινική Αμερική (σε Περού, Βολιβία, Εκουαδόρ) και μόνο μικρές ποσότητες παράγονται σε άλλες χώρες. Οι ειδικοί θεωρούν ότι η μελλοντική βελτίωση των χαρακτηριστικών της μέσω γενετικών παρεμβάσεων και διασταυρώσεων θα επεκτείνει την παγκόσμια παραγωγή της.

Οι 33 ερευνητές από τέσσερις ηπείρους, με επικεφαλής τον καθηγητή Μαρκ Τέστερ του Πανεπιστημίου Επιστήμης και Τεχνολογίας Βασιλιάς Αμπντουλάχ (KAUST) της Σαουδικής Αραβίας, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό Nature, αποκωδικοποίησαν το πλήρες γονιδίωμα μιας χιλιανής ποικιλίας κινόα, καθώς και άλλων ειδών του ίδιου φυτού, αναδεικνύοντας τη γενετική ποικιλομορφία της.

Οι επιστήμονες άρχισαν ήδη να εντοπίζουν γονίδια που, με την κατάλληλη «χειραγώγηση», όπως υποστηρίζουν, θα αλλάξουν τον τρόπο που το φυτό ωριμάζει και παράγει τροφή. Παράλληλα, οι καλλιεργητές θα μπορέσουν να αναπτύξουν πιο σταθερά φυτά κινόα με χαμηλότερο ύψος, τα οποία θα παράγουν μεγαλύτερους σπόρους και θα είναι δυνατό να καλλιεργηθούν μαζικά σε μεγάλες εκτάσεις.

Οι επιστήμονες απομόνωσαν, μεταξύ άλλων, το γονίδιο που ρυθμίζει την παραγωγή των σαπωνινών, μιας πικρής στη γεύση χημικής και τοξικής ουσίας, που υπάρχει στο κέλυφος του σπόρου της κινόα για να τον προστατεύει από έντομα. Η ουσία αυτή πρέπει να αφαιρεθεί προτού η κινόα καταναλωθεί από τους ανθρώπους, πράγμα όμως που ανεβάζει το κόστος. Η ανακάλυψη του συγκεκριμένου γονιδίου-κλειδιού μπορεί να οδηγήσει σε νέες πιο φθηνές και πιο γλυκές -και άρα πιο εμπορικές- ποικιλίες της κινόα, με μειωμένα επίπεδα σαπωνινών.

Η κινόα μπορεί να μαγειρευτεί όπως το ρύζι, να μετατραπεί σε ζυμαρικό, να προστεθεί σε σούπες, να καταναλωθεί ως δημητριακό το πρωί, να ζυμωθεί για την παραγωγή μπίρας κ.α.