Ήταν μια κακή χρονιά για τον Στιβ Κανγκ. Ο πατέρας του, κάποτε πλούσιος επιχειρηματίας με αλυσίδα επιτυχημένων επιχειρήσεων στη Νότια Κορέα, οδηγήθηκε σχεδόν από τη μια μέρα στην άλλη στη φτώχεια, εν μέσω της οικονομικής κρίσης της χώρας το 1998. Εκείνη την περίοδο, ο Κανγκ ζούσε στις Ηνωμένες Πολιτείες και σπούδαζε στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, στο Ίρβαϊν. Ξαφνικά αναγκάστηκε να βρει δουλειά, ένα μέρος να μείνει και να υποβάλει αίτηση για υποτροφία. Ήταν 19 ετών και μέχρι τότε εργατικός φοιτητής και πιστός βουδιστής. Πολύ γρήγορα όμως παρασύρθηκε στον κόσμο των ναρκωτικών.

«Όλο εκείνο το καλοκαίρι, δεν θυμάμαι να ήμουν νηφάλιος για περισσότερο από μία ώρα. Κάναμε πάρτι και μπλεκόμασταν σε μπελάδες. Όταν ξεκίνησε το φθινοπωρινό εξάμηνο του 1998, ήμουν τόσο εθισμένος και επηρεασμένος από τα ναρκωτικά που δεν είχα τη δύναμη να πάω καν στο μάθημα», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Σε ένα πάρτι την πρώτη εβδομάδα της επιστροφής του στο πανεπιστήμιο, κάπνισε ένα μπονγκ νομίζοντας ότι περιείχε μαριχουάνα, αλλά στην πραγματικότητα ήταν ένα θανατηφόρο μείγμα ηρωίνης, κοκαΐνης και PCP, γνωστό ως «death bowl». «Κάτι μέσα σε αυτό χάλασε το μυαλό μου», είπε. «Έμεινα ξύπνιος για δέκα συνεχόμενες μέρες. Δεν κοιμήθηκα ούτε δευτερόλεπτο».

Στο τέλος αυτών των βασανιστικών δέκα ημερών, πιστεύει ότι κατέβηκε στα βάθη της κόλασης, μετά από μια απόπειρα αυτοκτονίας. Περιγράφει με λεπτομέρεια όσα είδε στο βιβλίο του «8 Ώρες στην Κόλαση: Μια συγκλονιστική πρώτη εμπειρία για το τι πραγματικά μας περιμένει στη μεταθανάτια ζωή».

«Την πέμπτη μέρα της δοκιμασίας μου, δεν ήξερα πια τι ώρα της ημέρας ήταν», έγραψε. «Την έκτη και έβδομη μέρα, όταν κοιτάχτηκα στον καθρέφτη, είδα ότι οι κόρες των ματιών μου ήταν τόσο μεγάλες και μαύρες που σχεδόν δεν φαινόταν το λευκό τους». Φοβισμένος για τη ζωή του, κάλεσε τους βουδιστές μοναχούς που τον καθοδηγούσαν στην Κορέα για βοήθεια. Η απάντησή τους ήταν: «Είμαστε στη μέση σιωπηλής προσευχής. Δεν μπορούμε να σε βοηθήσουμε».

Εκείνη τη στιγμή ένιωσε πιο μόνος από ποτέ. «Ήταν μια πολύ σκοτεινή περίοδος. Τα γενέθλιά μου έπεσαν μέσα σε αυτές τις δέκα ημέρες και οι φίλοι μου έλεγαν «Στιβ, χρόνια πολλά», αλλά δεν μπορούσα να απαντήσω. Πήγαινα ακόμα στα μαθήματα, αλλά όταν οι καθηγητές και οι φίλοι μου, μου μιλούσαν, δεν μπορούσα να επεξεργαστώ ούτε μία πρόταση. Ρωτούσα τον εαυτό μου “Πού είμαι; Σε ποιο μάθημα βρίσκομαι;” Άνοιγα το βιβλίο και δεν μπορούσα να διαβάσω ούτε μια φράση».

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου πίστευε ότι δεχόταν πνευματική επίθεση και ισχυρίστηκε ότι τον στοίχειωνε ένα πνεύμα. «Ποτήρια έπεφταν στο μπάνιο. Είχαμε έναν πίνακα στον τοίχο που αγοράσαμε από ναό και έκανε μεταλλικούς ήχους», ανέφερε.

Κόλαση

Η «επίσκεψη»

Την όγδοη ημέρα, είπε πως τον επισκέφθηκε ένα πνεύμα, με τη μορφή ηλικιωμένου Ασιάτη με μακριά λευκή γενειάδα και φρύδια. Του είπε ότι αν θυσίαζε το σώμα του, θα κέρδιζε 50.000 λιγότερα χρόνια στην κόλαση. «Μου φάνηκε καλή συμφωνία εκείνη τη στιγμή», είπε. Έγραψε ένα γράμμα στη μητέρα του, ζητώντας συγγνώμη που δεν την έκανε περήφανη και εκφράζοντας την ελπίδα να τη δει στη μεταθανάτια ζωή.

Δύο ημέρες αργότερα, εξαντλημένος σωματικά και ψυχικά, μαχαίρωσε τον εαυτό του επανειλημμένα στο στομάχι και στον λαιμό με ένα μαχαίρι κουζίνας. Η έντρομη μητέρα του τον βρήκε μέσα σε μια λίμνη αίματος και κάλεσε αμέσως το 911. Καθώς έχανε τις αισθήσεις του, είχε αυτό που σήμερα πιστεύει πως ήταν εξωσωματική εμπειρία ζωής. Αντί όμως να πάει στον παράδεισο, όπως περίμενε, άρχισε να πέφτει. Ο ηλικιωμένος άντρας που νόμιζε ότι θα τον συνόδευε στη νιρβάνα δεν εμφανίστηκε ποτέ. Ο Κανγκ πιστεύει ότι είχε στην πραγματικότητα δέχθηκε επίσκεψη από τον Σατανά.

Ενώ οι χειρουργοί πάλευαν να σώσουν τη ζωή του, εκείνος πάλευε για την ψυχή του. «Ένιωσα προδοσία αμέσως. Ένιωθα τόσο μόνος. Ήξερα ότι πέθαινα. Και όταν άρχισα να πέφτω, ήταν σαν τρενάκι του τρόμου, σαν ασανσέρ. Απλώς έπεφτες, και ο φόβος και το άγχος κλιμακώνονταν. Μετά από περίπου πέντε λεπτά πτώσης, προσγειώθηκα και κοίταξα γύρω μου. Ήμουν στην κόλαση».

Η σκηνή που περιγράφει ήταν γεμάτη σκοτάδι, ένα έρημο, ραγισμένο τοπίο γεμάτο χαμένες ψυχές. «Για κάποιο λόγο, μπορούσα να βλέπω», είπε. «Οι άνθρωποι με ρωτούν “Πώς μπορείς να βλέπεις χωρίς φως;” αλλά βλέπεις υπερφυσικά. Υπήρχαν παντού χαλίκια, καθόλου γρασίδι, λουλούδια, φυτά ή φαγητό. Ούτε μια σταγόνα νερό. Στα αριστερά μου έβλεπα βράχια σε αποχρώσεις κόκκινου και μοβ. Πάνω και κάτω από τους βράχους υπήρχαν άνθρωποι. Ήμουν σε πνευματική και συναισθηματική αγωνία. Όταν κοίταξα ψηλά, είδα κακά πνεύματα, τεράστια, όσο τα κτίρια, με κάπες. Ήξερα πως ήταν υπεύθυνα για αυτό το μέρος και ότι θα βασανιζόμουν. Υπήρχαν σπηλιές σαν φυλακές και σκεφτόμουν, “Εγώ είμαι ο επόμενος”».

Ο πόνος, όπως είπε, ήταν χειρότερος από οτιδήποτε είχε βιώσει. Την ίδια στιγμή, για οκτώ ώρες οι γιατροί έκαναν δύο μεγάλες επεμβάσεις για να επιδιορθώσουν τις αρτηρίες και τα αιμοφόρα αγγεία του. Κάποια στιγμή είπαν στη μητέρα του να περιμένει το χειρότερο. Εκείνη όμως αρνήθηκε να τον χάσει και προσευχήθηκε σε κάθε θεότητα που μπορούσε να σκεφτεί, στον Αλλάχ, τον Βούδα, τον Μωάμεθ, τον Κομφούκιο, τους θεούς του Ταοϊσμού και του Σίντο. Τότε θυμήθηκε ότι μια φίλη της στην Καλιφόρνια, η κυρία Κιμ, ήταν Χριστιανή, και την κάλεσε.

Ο Κανγκ είναι πεπεισμένος ότι αυτές οι προσευχές τον έσωσαν. «Άκουσα μια φωνή στην καρδιά μου», έγραψε στο βιβλίο του, «μια φωνή που δεν είχα ξανακούσει ποτέ. Είπε, “Όχι άλλο Βουδισμό, όχι άλλα ναρκωτικά… Σ’ αγαπώ.“» Πιστεύει ότι τον επισκέφθηκε ο Ιησούς. «Ο γιατρός είπε ότι ήταν θαύμα που ξύπνησα», είπε στη Daily Mail. «Υπήρχαν ράμματα που κρατούσαν το δέρμα μου ενωμένο γύρω από το στομάχι και τον λαιμό, και σωλήνες παντού».

Κόλαση

Πόσο άλλαξε η ζωή του

Ήταν ζωντανός, αλλά χρειάστηκε 10 χρόνια για να επουλωθεί σωματικά και ψυχικά. Μη μπορώντας να ασκηθεί, πήρε βάρος και υπέφερε από κρίσεις άγχους. Υπέφερε επίσης από αϋπνία, ενώ όταν κατάφερνε να κοιμηθεί, τον στοίχειωναν εφιάλτες για την κόλαση. Έπαιρνε ένα «κοκτέιλ» από 20 φάρμακα για να ελέγξει το άγχος του, μεταξύ αυτών αγχολυτικά, ανθρακικό λίθιο και άλλα αντικαταθλιπτικά. «Για δέκα χρόνια δεν κοιμήθηκα ούτε μια νύχτα φυσιολογικά. Είχα οράματα με δαίμονες να γελούν μαζί μου», είπε.

Κατεστραμμένος και εξαντλημένος, πιστεύει ότι ο Θεός του παρουσιάστηκε δύο φορές, μέσα από ένα όραμα του παραδείσου. «Θυμάμαι ακόμα όλες τις λεπτομέρειες», είπε. «Στεκόμουν στην κορυφή ενός λόφου και μπροστά μου απλώνονταν βουνά, κοιλάδες και πεδιάδες. Ένα ουράνιο, φωτεινό φως απλωνόταν παντού. Άκουσα καθαρά τη φωνή του Πατέρα Θεού με τα ίδια μου τα αυτιά και τη χορωδία των αγγέλων να ψάλλουν τόσο όμορφα που ήξερα πως δεν ήταν ανθρώπινη».

Μετά τη δεύτερη «επίσκεψη», γύρω στα Χριστούγεννα του 2012, πιστεύει ότι θεραπεύτηκε οριστικά. Πέταξε τα χάπια και η αϋπνία του σταμάτησε. Κατατάχθηκε στον αμερικανικό στρατό ως ιερέας και γνώρισε τη σύζυγό του, Γκοεούν Κιμ.

Σήμερα, στα 47 του χρόνια, εργάζεται ως ευαγγελικός πάστορας και φέρει ακόμα μεγάλες ουλές στο στομάχι και τον λαιμό του. Πιστεύει ότι ο Θεός τον έσωσε από την κόλαση για να αποτρέψει άλλους ανθρώπους από την αυτοκτονία, που το 2024 ήταν η δέκατη κύρια αιτία θανάτου στις ΗΠΑ.

Φυσικά, οι σκεπτικιστές υποστηρίζουν ότι η εμπειρία του ήταν απλώς μια ψευδαίσθηση, αποτέλεσμα του σοβαρού τραύματος και της μεγάλης ποσότητας σκληρών ναρκωτικών που είχε καταναλώσει. «Αυτή μπορεί να είναι μια συνηθισμένη ένσταση», είπε ο ίδιος, προσθέτοντας: «Μου αρέσουν οι ενστάσεις. Μου αρέσει να κάνω καλό διάλογο. Το ίδιο επιχείρημα χρησιμοποιούν και για την Ανάσταση του Ιησού Χριστού, λένε ότι οι 12 μαθητές είχαν ψευδαισθήσεις επειδή ήθελαν τόσο πολύ να τον δουν. Για μένα, η απόδειξη είναι το παν».

Αναφέρθηκε επίσης στην έρευνα του πάστορα Τζον Μπερκ, ο οποίος έχει πάρει συνεντεύξεις από σχεδόν 1.000 ανθρώπους που ισχυρίζονται ότι είχαν εμπειρία κοντά στον θάνατο. «Ακριβώς η ίδια ιστορία», είπε. «Η ίδια μεταστροφή ζωής. Σέβομαι τις πεποιθήσεις όλων και τον σκεπτικισμό, αλλά ό,τι είδαν εκείνοι, είδα κι εγώ και είναι αυτό που γράφει η Βίβλος».

Τόνισε τέλος ότι, καθώς μεγάλωσε ως βουδιστής, δεν είχε καμία προηγούμενη γνώση για τις περιγραφές του παραδείσου ή της κόλασης στη Βίβλο. «Άρα», κατέληξε, «δεν μπορεί να ήταν ψευδαίσθηση».